Την πεποίθησή του ότι η ένταση στο Αιγαίο και την Κύπρο θα επιστρέψει, πολλώ δε μάλλον που ο Ερντογάν δεν θα μπορεί να αγνοήσει τις πιέσεις των συμμάχων του ακροδεξιών, οι οποίοι όχι μόνο διεκδίκησαν την εθνικιστική ψήφο, αλλά και την κεφαλαιοποίησαν στην κάλπη, εκφράζει στο Liberal ο Κώστας Υφαντής, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο.
Και εξηγεί γιατί "πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για αντιμετωπίσουμε μια στρατηγική επιλογή δημιουργίας νέων τετελεσμένων από πλευράς Άγκυρας, τόσο στην ΑΟΖ της Κύπρου, όσο και στο Αιγαίο", πολύ περισσότερο όταν αναμένεται να επανέλθει δριμύτερη η ρητορική εθνικιστική όξυνση με αιτία και αφορμή τους "8" Τούρκους στρατιωτικούς.
Έχοντας άμεση εικόνα της τουρκικής πραγματικότητας αφού εργάζεται ως επισκέπτης καθηγητής στο πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης, αποτιμά την επόμενη ημέρα, και μιλά για τις τεράστιες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ο Ερντογάν τόσο στην οικονομία, όσο και στην εξωτερική πολιτική. Τα γεωπολιτικά διλήμματα, όπως λέει, θα γίνουν εντονότερα, καθώς η Τουρκία δεν είναι μία χώρα τόσο ισχυρή όσο φαντάζεται η ηγεσία της, μπορεί να επηρεάζει τις εξελίξεις, αλλά μέχρι ενός μάλλον στενού ορίου.
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
- Τι μας δείχνει η δεύτερη ανάγνωση του αποτελέσματος των τουρκικών εκλογών;
Γενικά είχαμε επιβεβαίωση των εκτιμήσεων και των περισσοτέρων δημοσκοπήσεων που θεωρούσαν ότι ο Ρ.Τ. Ερντογάν εύκολα ή δύσκολα θα κερδίσει.
Αν και θα πρέπει να περιμένουμε κάποιο διάστημα για να μπορέσουμε κάνουμε μία έγκυρη ανάλυση των ποιοτικών χαρακτηριστικών της ψήφου της 24ης Ιουνίου, το πλέον σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι η στρατηγική απόφαση για εκλογική σύμπραξη με το Κόμμα της Εθνικιστικής Δράσης ήταν απολύτως κρίσιμη. Και είναι αυτή η συμμαχία που έδωσε την νίκη και στις Προεδρικές και στις Κοινοβουλευτικές εκλογές.
- Μήπως η απόφαση Ερντογάν να επιτρέψει τις συμμαχίες λειτούργησε υπέρ του;
Αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων ότι όταν ο Πρόεδρος και το επιτελείο του αποφάσισαν να αλλάξουν τον εκλογικό νόμο και να επιτρέψουν τις συμμαχίες πήραν ένα πολύ καλά υπολογισμένο ρίσκο.
Αποδέχθηκαν ως απειλητικό ενδεχόμενο την εκλογική σύμπραξη των αντιπάλων τους αλλά είχαν προφανών εκτιμήσει ότι η συμμαχία με το MHP ήταν το κλειδί που θα εξασφάλιζε την επικράτηση και του Προέδρου και του AKP. Στην Προεδρική εκλογή η συμμαχία μεταφράστηκε σε ένα σχετικά άνετο 52,5% ενώ στις βουλευτικές κάλπες τα δύο κόμματα αθροίζουν περίπου το ίδιο ποσοστό.
- Άρα λέτε ότι χωρίς την στρατηγική αυτή κίνηση, μπορεί η Προεδρική εκλογή να οδηγούνταν σε δεύτερο γύρο;
Όπως είπα και παραπάνω, πρέπει να περιμένουμε λίγο για μια πιο αξιόπιστη ανάλυση των δεδομένων, αλλά μια πρώτη – επισφαλής βεβαίως - αξιολόγηση δείχνει ότι χωρίς αυτήν την στρατηγική απόφαση περί συμμαχιών η Προεδρική εκλογή θα πήγαινε σε δεύτερο γύρο και στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση το AKP θα ήταν πρώτη δύναμη αλλά χωρίς την απόλυτη πλειοψηφία.
- Σε κάθε περίπτωση, και παρά την απόλυτη επικράτησή του, τα αποτελέσματα ανέδειξαν ότι χωρίς τη συμμαχία με το ακροδεξιό κόμμα, ο Ερντογάν, θα χρειαζόταν και δεύτερο γύρο;
Ο Πρόεδρος Ερντογάν δεν είναι πλέον η απόλυτη πολιτική δύναμη. Χρειάζεται συμμαχίες και είναι σε θέση να τις εξασφαλίσει. Ένα δεύτερο συμπέρασμα των αποτελεσμάτων είναι ότι φαίνεται να αποκτά δυναμικά χαρακτηριστικά τα οποία αποτυπώνονται εκλογικά μία έντονη πλέον εθνικιστική διάσταση της πολιτικής εκπροσώπησης στην Τουρκία. AKP, MHP, IP διεκδίκησαν την εθνικιστική ψήφο και – σε διαφορετικό βέβαια βαθμό – κεφαλαιοποίησαν μία εθνικιστική ρητορική στην κάλπη.
-Τι ρόλο διαδραμάτισε η οικονομία; Γιατί κέρδισε ο Ερντογάν όταν θεωρείται υπεύθυνος για την κακή κατάσταση της Τουρκικής οικονομίας;
Η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας και οι προοπτικές της ήταν σαφέστατα ο λόγος των πρόωρων εκλογών. Ο Πρόεδρος και ο κύκλος των στενών συμβούλων του κατανόησαν εγκαίρως ότι είτε θα έπρεπε να πάρουν δύσκολες αποφάσεις για να αποκατασταθεί η διαταραχθείσα μακροοικονομική ισορροπία είτε δεν θα έκαναν τίποτε επιμένοντας σε μία ανορθολογική πολιτική δημοσιονομικής επέκτασης που θα έφερνε την τουρκική οικονομία στο χείλος της κατάρρευσης με δεδομένη την αδυναμία της τουρκικής λίρας.
Και στις δύο περιπτώσεις το πολιτικό κόστος θα μεταφραζόταν σε εκλογική απίσχναση με δεδομένο ότι η οικονομική ανάπτυξη και η σταθερή βελτίωση του εισοδήματος των Τούρκων μη προνομιούχων υπήρξε σταθερά ο βασικός λόγος της πολιτικής ηγεμονίας του Προέδρου Ερντογάν από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.
- Παρ'' όλα αυτά, το ερώτημα παραμένει. Γιατί να μην τον τιμωρήσει το εκλογικό σώμα για τον εκτροχιασμό της οικονομίας;
Φαίνεται λοιπόν ότι το εκλογικό σώμα πιστώνει ακόμη στον Ερντογάν τη μεγάλη οικονομική ανάπτυξη των προηγούμενων ετών, και ταυτόχρονα έχει απέναντί του μια αντιπολίτευση που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη ότι μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα.
Από εδώ και πέρα πάντως, και με ισχυρή πολιτική νομιμοποίηση, ο Ερντογάν έχει την δυνατότητα να αναστρέψει την κατάσταση και το χρονικό περιθώριο τα επώδυνα μέτρα που χρειάζονται να έχουν το ευεργετικό αποτέλεσμα που μπορεί να έχουν με δεδομένο ότι η Τουρκία έχει μία ισχυρή παραγωγική βάση και ένα εντυπωσιακό εξαγωγικό δυναμικό.
Αυτοί είναι οι πυλώνες, που εφόσον διορθωθούν οι μακροοικονομικές ανισορροπίες, μπορούν να αλλάξουν την κακή οικονομική συγκυρία και να επιτρέψουν στην Τουρκία να απαλλαγεί από τις εγγενείς παθογένειες του υψηλού πληθωρισμού και της υψηλής – για μία χώρα με τόσο υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης – ανεργίας.
- Τι ρόλο διαδραμάτισε η εξωτερική πολιτική;
Πολύ σημαντικό αν και δεν ήταν τέτοιο που να πόλωσε περαιτέρω την αντιπαράθεση. Με δεδομένη την στρατιωτική εμπλοκή στην Συρία, η αντιπολίτευση δεν είχε την δυνατότητα να σηκώσει τους τόνους.
Είπα νωρίτερα ότι ο εθνικιστικός λόγος είχε την τιμητική του ως οργανικό στοιχείο και των συμμαχιών αλλά με ένα υποδόριο τρόπο. Όλοι βεβαίως εναντίον των Κούρδων του PKK και του HDP, ο Πρόεδρος και ο σύμμαχός του Μπαχτσελί εναντίον της Δύσης, η Ακσενέρ να διεκδικεί περίπου τον ίδιο χώρο και ένα κομμάτι του CHP να υπερακοντίζει.
Οι γεωπολιτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει όμως η Τουρκία είναι ακόμη εδώ και το πιθανότερο είναι ότι τα διλήμματα θα γίνουν εντονότερα. Η Τουρκία δεν είναι μία χώρα τόσο ισχυρή όσο φαντάζεται η ηγεσία της. Δεν έχει εκείνες τις δυνατότητες που να τις επιτρέπουν να διαμορφώνει τις εξελίξεις στην γειτονιά της. Μπορεί να τις επηρεάζει αλλά μέχρι ενός μάλλον στενού ορίου.
- Τι εννοείτε; Ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική θα παραμείνει εξαρτημένη από τις στρατηγικές προτιμήσεις άλλων ισχυρότερων παικτών;
Ακριβώς. Αν και έχει αποδείξει ότι ξέρει να συμβιβάζεται και να προσαρμόζεται, οι κινήσεις που έχουν απομείνει στον Πρόεδρο είναι περιορισμένες.
Θα συνεχίσει επομένως να προσπαθεί να ικανοποιεί την ανάγκη να συνεργάζεται με το Ιράν και το Κατάρ και να βρίσκει σημεία στρατηγικής σύγκλισης με τις ρωσικές προτιμήσεις στην Συρία και την ίδια στιγμή να μην «εκνευρίζει» τον αντι-Ιρανικό άξονα που συγκροτούν η Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και οι ΗΠΑ.
Όπως έχω ξαναπεί πρόσφατα, αυτή η στρατηγική δυσανεξία, που γίνεται υποφερτή όσο επιτρέπει στην Τουρκία να εκκαθαρίζει τα σύνορά της από τις κουρδικές παραστρατιωτικές ομάδες, έχει όριο. Και αυτό είναι οι σχέσεις ή μάλλον η περεταίρω επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Ιράν.
- Τι να περιμένουμε αν ο Τραμπ τα “σπάσει” με το Ιράν;
Αν η Ουάσιγκτον ολοκληρώσει την διάρρηξη των σχέσεων της με την Τεχεράνη τότε τα διλήμματα για την Τουρκία θα γίνουν ανυπόφορα.
Με τόσους λίγους και ευκαιριακούς «φίλους» και με πολύ περισσότερους καχύποπτους «εταίρους» τα στρατηγικά αδιέξοδα είναι αδυσώπητα. Ο Πρόεδρος Ερντογάν θα προσπαθήσει να κερδίσει χρόνο για να διαχειριστεί τις προκλήσεις. Δεν θα είναι καθόλου εύκολο.
- Τελευταία ερώτηση, αφορά τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό. Πιστεύετε ότι θα αλλάξει κάτι;
Σε ότι αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο, δεν πρέπει να περιμένουμε διαφοροποίηση ή αποκλιμάκωση της έντασης. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για αντιμετωπίσουμε μια στρατηγική επιλογή δημιουργίας νέων τετελεσμένων από πλευράς Άγκυρας και στην Κύπρο (βλ. ΑΟΖ) και στο Αιγαίο.
Η ρητορική όξυνση με αιτία και αφορμή τους 8 δύσκολα θα υποχωρήσει. Πολλώ δε μάλλον που ο Ερντογάν δεν μπορεί να αγνοήσει τη στήριξη στη Βουλή των ακροδεξιών, με τους οποίους και συμμάχησε, προκειμένου να κερδίσει.
Χρειαζόμαστε επειγόντως μία εθνική στρατηγική που να βελτιώνει τους όρους εξισορρόπησης της τουρκικής πίεσης και την ίδια στιγμή αφήνει τους διαύλους διαλόγου ανοικτούς. Η γεωγραφία δεν πρόκειται να αλλάξει.