Του Μιχάλη Γκλεζάκου*
Στο σχέδιο νόμου με τα μέτρα και τα αντίμετρα για τη δεύτερη αξιολόγηση, είναι ενσωματωμένο το «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής», το οποίο περιλαμβάνει απολογιστικά δεδομένα (2015-2016) και εκτιμήσεις (2017-2021), τόσο για τα οικονομικά μεγέθη του ευρύτερου δημόσιου τομέα όσο και για τα κυριότερα μεγέθη της Ελληνικής οικονομίας.
Με την πρώτη ματιά, καταλαβαίνει κανείς ότι τα μεγέθη αυτά είναι αρκετά αισιόδοξα. Π.χ. οι τόκοι διατηρούνται σχεδόν σταθεροί γύρω στα 6 δισ. ευρώ μέχρι το 2021 (δηλαδή μέσο επιτόκιο 1,76%), τη στιγμή που υπάρχει εκδηλωμένη βούληση για έξοδο στις αγορές από το 2017, προφανώς με επιτόκια πολλαπλάσια από το πιο πάνω. Εκτός, βέβαια, αν περιοριστούμε σε συμβολικό δανεισμό.
Επίσης, αναφέρονται ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης από 1,8% μέχρι 2,6% ενώ δεν γίνονται αξιόλογες προσπάθειες δημιουργίας των αναγκαίων προϋποθέσεων για μια τέτοια εξέλιξη (π.χ. απροθυμία για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις). Υπάρχει βέβαια ο τουρισμός που λόγω της συγκυρίας (αναταραχές στις ανταγωνίστριες χώρες της περιοχής) θα τα πάει πολύ καλά. Αλλά δεν αρκεί. Χρειάζεται να βελτιωθεί το κλίμα και να βρεθεί η απαραίτητη ρευστότητα, για να πάρουν μπρος και οι υπηρεσίες και η μεταποίηση. Τέλος, υπάρχει μια ακόμη δυσκολία που πρέπει να ξεπεραστεί: Να καταφέρουν οι φορολογούμενοι να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους των επόμενων ετών, παρά το γεγονός ότι τα εισοδήματα και τα αποθέματα τους φθίνουν διαρκώς.
Γι αυτό θεωρώ αισιόδοξο το Μεσοπρόθεσμο. Το χειρότερο όμως είναι ότι ακόμη και αυτές οι αισιόδοξες εκτιμήσεις φέρνουν άσχημες ειδήσεις για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Αυτό το διαπιστώνουμε αναλύοντας τα δεδομένα του Μεσοπρόθεσμου όπως έχουν, χωρίς καμία προσαρμογή:
(α) Κατά την 6ετία 2016-2021, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις θα επιβαρυνθούν με 37,2 δισ, ευρώ επιπλέον των επιβαρύνσεων που ίσχυαν το 2015 (Πίνακας 1). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο, κατά την 6ετία 2016-2021 θα καταβληθούν άμεσοι και έμμεσοι φόροι 281,4 δισ. ευρώ, ενώ αν η φορολογική επιβάρυνση παρέμενε στα επίπεδα του 2015, το αντίστοιχο ποσό θα ήταν 244,2 δισ.
(β) Την ίδια περίοδο, οι κρατικές δαπάνες που αφορούν άμεσα την κοινωνία (μισθοί, συντάξεις, ασφάλιση, περίθαλψη, κοινωνική προστασία) θα μειωθούν κατά 5,7 δις ευρώ (Πίνακας 2), περιορίζοντας αντίστοιχα τα εισοδήματα μας.
Επομένως, οι απώλειες για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις θα είναι ακόμη μεγαλύτερες και θα προσεγγίσουν τα 43 δισ. ευρώ (37,2 + 5,7).
Μπορεί βέβαια να σκεφτεί κανείς ότι, αν τελικά επαληθευτούν οι αισιόδοξες εκτιμήσεις του Μεσοπρόθεσμου για την ανάπτυξη, ίσως να δικαιολογούνται οι πιο πάνω πρόσθετες επιβαρύνσεις. Δυστυχώς, όμως, δεν φαίνεται να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν η οικονομία εξελιχθεί σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών, θα προκύψει (για την εξαετία 2016-2021) συνολική αύξηση του ΑΕΠ 60 δις ευρώ (Πίνακας 3). Σε αυτή την περίπτωση, η πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση που αναφέρθηκε πιο πάνω (37,2 δισ.), αντιστοιχεί στο 62% του επιπλέον ΑΕΠ. Με δεδομένο ότι η αντίστοιχη μέση σχέση φορολογικών εσόδων προς ΑΕΠ μέχρι σήμερα είναι περίπου 25%, γίνεται φανερό ότι τα επιπλέον βάρη της εξαετίας 2016-2021 θα εξανεμίσουν τα οφέλη από την αύξηση του ΑΕΠ, ακόμη και στην περίπτωση των αισιόδοξων εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στο «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021». Μονά ζυγά χαμένοι δηλαδή…
Πίνακας 1: Μεταβολή εσόδων σε σχέση με το 2015
Πίνακας 2: Μεταβολή δαπανών σε σχέση με το 2015
Πίνακας 3: Εξέλιξη του ΑΕΠ με βάση τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών
* Ο κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής.