Του Μάνου Καραγιάννη*
Η κρίση στο Κατάρ έπιασε εξαπίνης πολλές ξένες κυβερνήσεις και αναλυτές, διότι ξεκίνησε τη στιγμή που οι αραβικές μοναρχίες του Κόλπου έδειχναν αποφασισμένες να συνεργαστούν ενάντια στο Ιράν. Η προσπάθεια απομόνωσης του Κατάρ από τη Σαουδική Αραβία και τους συμμάχους της δεν είναι όμως μια συγκυριακή εξέλιξη? οφείλεται στη σύγκρουση εθνικών συμφερόντων και την αδυναμία συγκρότησης ενός παναραβικού μετώπου που θα ανατρέψει τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της Τεχεράνης. Ο Αραβικός Κόσμος παραμένει βαθιά διαιρεμένος, κάτι που επιτρέπει στην ιρανική ηγεσία να χτίσει συμμαχίες με αραβικά καθεστώτα και ριζοσπαστικές οργανώσεις.
Είναι ευρύτερα γνωστό ότι υπάρχουν δύο αντίπαλα στρατόπεδα πλέον στην Μέση Ανατολή. Το πρώτο είναι το σουνιτικό που περιλαμβάνει τις περισσότερες αραβικές χώρες του Κόλπου, την Αίγυπτο και την Τουρκία. Το υποστηρίζουν οι ΗΠΑ, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και το Ισραήλ. Το δεύτερο είναι το σιιτικό που αποτελείται από το Ιράν, την ιρακινή κεντρική κυβέρνηση που ελέγχεται από σιιτικά κόμματα, το καθεστώς Άσαντ στη Συρία και τη Χεζμπολλάχ του Λιβάνου? έχει την υποστήριξη της Ρωσίας και της Κίνας. Η αντιπαράθεση Σουνιτών-Σιιτών έχει αποσταθεροποιήσει τη Μέση Ανατολή και έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για εξωγενείς παρεμβάσεις στα περιφερειακά δρώμενα. Οι πόλεμοι δια αντιπροσώπων (proxy war) που σπαράζουν τη Συρία και την Υεμένη δεν πρόκειται να τερματιστούν σύντομα? το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο και για τα δύο στρατόπεδα που επιζητούν την ολοκληρωτική νίκη.
Αν όμως η σύγκρουση Σουνιτών-Σιιτών είναι ο κυριάρχος παράγοντας πίσω από την αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής, πως εξηγείται η απομόνωση του σουνιτικού Κατάρ από τους ομόδοξους Άραβες;
Καταρχήν, αυτοί οι δύο συνασπισμοί δεν είναι στατικές και μονολιθικές οντότητες αλλά χαρακτηρίζονται από εσωτερικές διαφοροποιήσεις. Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις χώρες που προσπαθούν να ηγηθούν του σουνιτικού Ισλάμ: η Τουρκία, η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία. Μπορεί οι σχέσεις τους να είναι φαινομενικά καλές, αλλά στην πραγματικότητα χαρακτηρίζονται από αμοιβαία καχυποψία. Η καθεμία από αυτές τις μεγάλες χώρες έχει διαφορετικές γεωπολιτικές επιδιώξεις στην περιοχή, αλλά ταυτόχρονα συνεργάζονται εναντίον του Ιράν.
Το Κατάρ είναι η μόνη από τις μικρές σουνιτικές χώρες που εξακολουθεί να έχει μια αυτόνομη εξωτερική πολιτική. Η Ντόχα έχει στηρίξει οικονομικά και ηθικά μεγάλες ισλαμιστικές οργανώσεις, όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα και η Χαμάς. Επίσης, έχει συστρατευθεί με την Τουρκία για την προώθηση ενός νέου μοντέλου διακυβέρνησης στη Βόρεια Αφρική και την Ανατολική Μεσόγειο, τη λεγόμενη Ισλαμο-δημοκρατία. Για αυτό το λόγο, η Άγκυρα παραμένει ο στενότερος σύμμαχος του Κατάρ στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, η Ντόχα δεν μπορεί εύκολα να αγνοήσει τη γεωγραφική πραγματικότητα αφού βρίσκεται ανάμεσα στο Ιράν και τη Σαουδική Αραβία. Για αυτό το λόγο, η δυναστεία των Αλ-Θάνι έχει επιλέξει τα τελευταία 100 χρόνια την στρατηγική της σύμπλευσης με μια μεγάλη δύναμη (bandwagoning): μέχρι το 1971 ήταν η Μεγάλη Βρετανία και έκτοτε είναι οι ΗΠΑ. Εντούτοις, η πολιτική αμφισημία του προέδρου Τραμπ προκαλεί ανασφάλεια σε πολλούς συμμάχους της Αμερικής, μεταξύ των οποίων είναι και το Κατάρ.
Ταυτόχρονα, η Σαουδική Αραβία δεν αποδέχεται την αυξανόμενη επιρροή των Αλ-Θάνι στις αραβικές χώρες μέσω του Αλ-Τζαζίρα και των καταριανών εταιρειών. Στα μάτια της βασιλικής οικογένεια των Αλ-Σαούντ, το Κατάρ είναι πολύ μικρό για να παίξει ηγετικό ρόλο στη Μέση Ανατολή. Στα πλαίσια αυτής της αντιπαράθεσης, λοιπόν, η Ντόχα άρχισε να εξομαλύνει σταδιακά την σχέση της με την Τεχεράνη. Η άρση των κυρώσεων εναντίον της ιρανικής οικονομίας δημιούργησε τις προϋποθέσεις για το άνοιγμα του Κατάρ προς τη γειτονική χώρα. Αυτή η κίνηση αρχικά φαίνεται αντιφατική, αφού υπονομεύει τη συνοχή του σουνιτικού συνασπισμού. Σε μια περιοχή όμως που κυριαρχεί η καχυποψία και ο ανταγωνισμός, ο σημερινός φίλος είναι ο αυριανός εχθρός και το αντίθετο.
Τα ίδια ισχύουν, λίγο ή πολύ, στο σιιτικό στρατόπεδο. Είναι αλήθεια ότι το Ιράν κυριαρχεί λόγω μεγέθους και στρατιωτικών δυνατοτήτων. Το καθεστώς Άσαντ όμως δεν εμπιστεύεται απόλυτα την Τεχεράνη που αντιμετωπίζει τη Συρία περίπου ως προέκταση της ιρανικής επικράτειας και προωθεί συστηματικά την ιρανοποίηση της θρησκευτικής μειονότητας των Αλαουϊτών. Η ρωσική επέμβαση ίσως τελικά αποσκοπούσε στην εξισορρόπηση της ιρανικής επιρροής στη Συρία. Σε κάθε περίπτωση, η καταριανή διπλωματία αντιλαμβάνεται ότι η δαιμονοποίηση του Ιράν εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΠΑ. Δεν μπορεί να βρεθεί λύση στη Συρία χωρίς την βοήθεια του Ιράν που είναι ένας πολύ σημαντικός περιφερειακός παίκτης. Η αντι-ιρανική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ θα οδηγήσει σε αύξηση της έντασης στο περιφερειακό σύστημα ασφάλειας και θα δημιουργήσει μια νέα κούρσα εξοπλισμών. Το μικρό Κατάρ προβαίνει σε μια κίνηση υψηλού ρίσκου και υψώνει το ανάστημα του σε μεγαλύτερες χώρες.
*Ο κ. Μάνος Κραγιάννης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνούς Ασφάλειας στο King's College London.