Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Η σκιά ενός άντρα μετρίου αναστήματος ανηφορίζει το άδειο στενό, πίσω από την πολυσύχναστη οδό Μουφτάρ. Ενώ πλησιάζουν μεσάνυχτα και έχει χαθεί, κάθεται σε κάποια σκαλιά. Ξαφνικά οι καμπάνες χτυπούν και όλα στο Παρίσι αλλάζουν μαγικά. Ένα αυτοκίνητο σταματάει και ο μυστήριος οδηγός του τον καλεί, ανοίγοντας την πόρτα μπροστά του…
Η λιμουζίνα χάνεται στους δρόμους της πόλης και ο χρόνος επιστρέφει στις αρχές του 20ου αιώνα. Μια εφημερίδα στο κάθισμα δείχνει 29 Ιανουαρίου 1909. Μετά από λίγη ώρα διαδρομής, φτάνουν στην οδό Μπονιέ και μπαίνουν σε ένα μεγάλο διαμέρισμα - Τέσσερα δωμάτια, μια κουζίνα, ένα σκευοφυλάκιο, ζεστό νερό, υγραέριο και όχι το μικρό ανήλιαγο δωμάτιο που έγραψε η «Πράβντα» το 1954… Τους υποδέχεται στην πόρτα, μια όμορφη γυναίκα, με κατακόκκινα χείλη και κλασική ρώσικη μύτη, η Ναντέζντα Κρούπσκαγια. Η μαγική βραδιά συνεχίζεται με απρόοπτα και ο ήρωάς μας δεν πιστεύει στα μάτια του. Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς τον οδηγεί στο μεγάλο δωμάτιο όπου είναι συγκεντρωμένοι «φανταστικοί» σύντροφοι και απλοί φίλοι(Κροπότκιν, Ερρίκο Μαλατέστα, Αντρέ Ζιντ, …) γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι και ετοιμάζουν την επανάσταση…
Αν ο Γούντυ Άλεν ήθελε να «κοκκινίσει» κάπως την ταινία του («Μidnight in Paris») ο Τσίπρας είχε πολλές πιθανότητες να μπει στο σενάριο και να πάρει το ρόλο του Τζιλ, του ονειροπόλου σεναριογράφου που ζει το όραμα μιας αριστερής «belle epoque» στο Παρίσι. Έχει όλα τα χαρακτηριστικά του ήρωα που ζει δυο ζωές. Την πραγματική που δεν θέλει να υποταγεί στις διαθέσεις του και την φανταστική, αυτή που ξεδιπλώνεται μπροστά του μόλις το ρολόι χτυπάει μεσάνυχτα…
Να γιατί το πρωθυπουργικό αεροπλάνο προσγειώθηκε στο Παρίσι. Ο πρωθυπουργός ήθελε να δοκιμάσει την τύχη του στη δεκαετία του 1900, που η γαλλική διανόηση έψαχνε το δρόμο της για μία αναρχική ή σοσιαλιστική κοινωνία. Μια πολύ καλή δικαιολογία για το μυστήριο των Παρισίων. Αυτό που προέκυψε μετά τις «ενοχλητικές» ερωτήσεις του Άδωνι Γεωργιάδη και ειδικά μετά τις ανεπαρκείς, έως γλαφυρές, απαντήσεις από την ανακοίνωση του Μαξίμου.
Το ζήτημα βέβαια, δεν είναι να μάθουμε τι έκανε ο Αλέξης στο κενό αυτών των τριών ημερών. Το μεγάλο πρόβλημα, με τέτοιου είδους περιστατικά, είναι η θλιβερή διαπίστωση ότι η Δημοκρατία μας διοικείται από ένα ανεύθυνο και θρασύτατο πολιτικό σύστημα. O W.R. Dodds αναφέρεται στις «κοινωνίες της ντροπής» και στις «κοινωνίες της ενοχής». Σήμερα, μολονότι η χρησιμοθηρία είναι ίδιον της καπιταλιστικής κοινωνίας, βρίσκεις τέτοια δείγματα στους Σκανδιναβούς όπου η τιμή και η δημόσια εκτίμηση αποτελούν ακόμα αξίες. Το παλιό αρχαίο ελληνικό φιλότιμο «Τι θα πει ο κόσμος; Πώς θα αντικρίσω τους άλλους;». Η ντροπή που θα νιώσουν από την κοινωνική απόρριψη αποτελεί τον άξονα της συμπεριφοράς τους, στην πολιτική ζωή . Στις «κοινωνίες της ενοχής», οι «Ερινύες» γίνονται όργανα εκδίκησης και οι άνθρωποι νιώθουν άσχημα για πράξεις που έπρεπε να έχουν αποφύγει αλλά τελικά δεν τα κατάφεραν.
Για τον Αλέξη Τσίπρα, τον ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα την Αριστερά θα μπορούσε να ισχύει η δεύτερη περίπτωση αν δεν υπήρχε ο εξαγνισμός του «ηθικού πλεονεκτήματος»! Αν δηλαδή η εμμονική φαντασίωση της «επανάστασης» δεν έπαιζε τον ρόλο του «άγιου δισκοπότηρου», η ευθύνη της απολογίας στην κοινωνία θα έσπρωχνε την κυβέρνηση στο να λογοδοτεί και για το τελευταίο ευρώ που πληρώνει ο έλληνας φορολογούμενος.
Ο αμοραλισμός όμως, έχει ποτίσει τόσο πολύ τις συνειδήσεις τους, που συνεχίζουν να σηκώνουν τη σημαία της μισαλλοδοξίας, κάθε φορά που ελέγχονται. Τόσο πολύ που εκδίδουν ένα non paper στο οποίο «τρώνε» μια μέρα από το ημερολόγιο (την Τρίτη 31 Ιανουαρίου)!
Ζούμε έτσι κι αλλιώς, στην εποχή των «alternative facts». Και πλέον, τα «καλλιτεχνικά» σενάρια των πολιτικών πάνε να ξεπεράσουν σε γοητεία αυτά των δημιουργών.
Τώρα που το σκέφτομαι, ο Τσίπρας έχει δει ποτέ Γούντι Άλεν..;