«Κύριε Καραθανασόπουλε, όσες πορείες κι αν κάνει η αριστερά, περπατώντας στη Γη του Πυρός να πάει, οι μισθοί δεν πρόκειται να αυξηθούν, αν δεν παραχθεί πλούτος στη χώρα», είπε ο Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών αρμόδιος για τη Δημοσιονομική Πολιτική, Θεόδωρος Σκυλακάκης, στην Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής.
Αυτή η αφοπλιστική απάντηση του υπουργού, προς έναν από τους αρχιερείς των κομματικών λιτανειών του ΚΚΕ στους δρόμους της Αθήνας, μου ήρθε στο μυαλό, μετά από τη συνέντευξη που έδωσα χθες στον δημοσιογράφο Γιώργο Γκόντζο από το Δημοτικό ραδιοφωνικό σταθμό των Ιωαννίνων.
Το αντικείμενο της συζήτησης ήταν η έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη. Όμως το ενδιαφέρον των ακροατών, το οποίο εκφραζόταν μέσα από τις ερωτήσεις του δημοσιογράφου, εστίαζε στα παγιωμένα στερεότυπα και στις στείρες αντιλήψεις διαρκούς άρνησης και στρέβλωσης της πραγματικότητας.
Έτσι έπρεπε να συζητήσουμε με τον δημοσιογράφο και να εξηγήσω, γιατί οι θέσεις που εκφράζει η επιτροπή Πισσαρίδη δεν είναι νεοφιλελεύθερες. Να περιγράψουμε τι είναι ο φιλελευθερισμός και ποιες είναι οι αρχές του, να εξηγήσουμε τις έννοιες της ατομικής ελευθερίας, του δικαιώματος ιδιοκτησίας, της οικονομικής ελευθερίας, του κοινωνικού συμβολαίου και την ανάγκη για ένα μικρό κράτος που δεν θα παρεμβαίνει στην οικονομική και κοινωνική ζωή, αλλά αντιθέτως θα προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών.
Έπρεπε ακόμα να αποδομήσουμε το σκιάχτρο του νεοφιλελευθερισμού, που υψώνουν οι μαρξιστές και οι εθνικιστές, στη προσπάθεια τους να αντιμετωπίσουν τις αρχές του φιλελευθερισμού και τις πολιτικές του, με κραυγές και αναθέματα. Διότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν επιχειρήματα, που να αντιστρατεύονται τον φιλελευθερισμό, παρά μόνο οι απηρχαιωμένες θεωρίες του σκουριασμένου κολλεκτιβισμού.
Πραγματικά τι μπορεί να λέει στους νέους σήμερα, η θέση των μαρξιστών οικονομολόγων, που παρουσιάζει το «νεοφιλελευθερισμό» ως μία ιδεολογία που «επεβλήθη από την άρχουσα τάξη για να εδραιώσει την επικράτησή της έναντι των άλλων κοινωνικών τάξεων»;
Συζητώντας για τη έκθεση Πισσαρίδη φτάσαμε στο σημείο, που αναφερθήκαμε στην ανάγκη προετοιμασίας των απαραίτητων υποδομών για τη προσέλκυση επενδύσεων. Και εκεί με την βοήθεια του δημοσιογράφου προσπάθησα να εξηγήσω, ότι οι επενδύσεις θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Ότι οι επενδυτές θα φέρουν κεφάλαια, ότι οι κύκλοι εργασιών των εταιρειών θα προσφέρουν απασχόληση και αλλού. Ότι θα υπάρχουν έσοδα για την εφορία, για τη ντόπια κοινωνία, για τα ασφαλιστικά ταμεία. Και όμως οι ερωτήσεις ήταν σταθερές. Αναφερόντουσαν στο αν οι επενδύσεις, θα έχουν θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο. Δεν αντιλαμβάνονταν ότι η παραγωγή πλούτου είναι προϋπόθεση, για οτιδήποτε άλλο.
Μετά φτάσαμε σε πιο εστιασμένες ερωτήσεις για τις μεταρρυθμίσεις στο χώρο της παιδείας και της υγείας και για το αν τα πράγματα θα γίνουν καλύτερα ή χειρότερα. Η αντίσταση των πολιτών, απέναντι σε κάθε πιθανή αλλαγή, δρα αποτρεπτικά σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση. Είναι άραγε η νοοτροπία του «αυτό ξέρουμε, αυτό κάνουμε»; Είναι ο φόβος για το αύριο; Ή μήπως είναι η επιφυλακτικότητα, διότι οι πολίτες έχουν ξανακούσει για αλλαγές, που τελικά δεν άλλαξαν τίποτα;
Ή μήπως διότι εκτιμούν, ότι με δήθεν αγώνες και πορείες, θα μπορέσουν να αντισταθούν στις τεχνολογικές εξελίξεις και στη νέα πραγματικότητα;
Οι δυο τελευταίες ερωτήσεις που μου υπέβαλε ο Γιώργος Γκόντζος, ήταν και οι πιο ενδιαφέρουσες. Η πρώτη ήταν, το κατά πόσο υπάρχουν επαρκείς μεταρρυθμιστικές δυνάμεις στη Νέα Δημοκρατία, που θα υπερνικήσουν τις δυνάμεις του κρατισμού και της αδράνειας. Και η δεύτερη ήταν, το κατά πόσο θα γίνει με ορθολογικό τρόπο η διαχείριση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, λόγω της συσσωρευμένης αρνητικής εμπειρίας των προηγουμένων ευρωπαϊκών πακέτων. Τολμώ να πω, ότι αυτές ήταν και οι πιο δύσκολες ερωτήσεις. Και αυτό, διότι ούτε εγώ είμαι σίγουρος για τις απαντήσεις.