Του Κωνσταντίνου Σαραβάκου*
Η συζήτηση για την οικονομία αφορά δικαίως τις επενδύσεις, τη μεγέθυνση και τις δαπάνες του κράτους ως συνιστώσες της ανάπτυξης. Η ανάπτυξη όμως βασίζεται και σε προϋποθέσεις που δεν είναι τόσο εύκολα ανιχνεύσιμες, μιας και οι πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις των παραγόντων που συνθέτουν την οικονομία δεν είναι εύκολο να αποσαφηνιστούν ώστε να λυθούν τέτοια ζητήματα.
Θα γίνω αμέσως πιο σαφής ξεκινώντας από τον πρώτο παράγοντα, την απασχόληση. Στην Ελλάδα εργάζεται μόλις το 55% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, ένα ποσοστό που μας φέρνει τελευταίους ανάμεσα στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό σημαίνει πως περίπου ο μισός πληθυσμός της χώρας πρέπει να παράξει το εισόδημα που θα ζήσει περίπου 11 εκατομμύρια ανθρώπους. Αυτό το υπόλοιπο 45% που δεν εργάζεται ανήκει σε τρεις κατηγορίες: τους ανέργους, τους ανήλικους και τους συνταξιούχους.
Από εδώ οδηγούμαστε στον δεύτερο παράγοντα, το ασφαλιστικό σύστημα.
Στην Ελλάδα το 22% του συνολικού πληθυσμού είναι άνω των 65 ετών - πρόκειται για το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξαιρώντας τον πληθυσμό κάτω των 65 ετών που είναι στη σύνταξη (έχει τη δική του ξεχωριστή αρνητική επίπτωση στο μοντέλο ανάπτυξης) σε ένα αναδιανεμητικό ασφαλιστικό σύστημα όπως το ελληνικό οι εισοδηματικοί πόροι αυτού του 22% εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από το παραπάνω 55% απασχολουμένων της χώρας.
Ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα εξασφάλιζε ολόκληρο ή μεγάλο μέρος των συντάξεων γήρατος χωρίς να χρειάζεται πόροι να μεταβιβάζονται από τον ενεργό πληθυσμό. Άρα στο 55% των απασχολουμένων θα έμενε μεγαλύτερο εισόδημα και θα αντιστοιχούσαν μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές για επιχειρήσεις και εργαζομένους, αυξάνοντας τα κίνητρα για επενδύσεις.
Σε αυτή την ήδη περίπλοκη σχέση έρχεται να προστεθεί η γήρανση του πληθυσμού, ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ευρώπη συνολικά. Σύμφωνα με σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2070 στην Ελλάδα προβλέπεται το 34% του πληθυσμού να είναι άνω των 65 ετών (και πάλι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις προβλέψεις - Γράφημα 3). Ο απασχολούμενος πληθυσμός της Ελλάδας που τότε θα είναι ακόμα λιγότερος (υπολογίζεται στο 47% του συνολικού πληθυσμού) θα πρέπει να δίνει ακόμη περισσότερα απ'' όσα δίνει σήμερα για τις συντάξεις και την κοινωνική προστασία του γηραιότερου πληθυσμού.
Από τα παραπάνω προκύπτει λογικά πως η μεγαλύτερη εξάρτηση του ολοένα γηραιότερου πληθυσμού της χώρας από όσους και όσες εργάζονται, σε συνδυασμό με το αναδιανεμητικό ασφαλιστικό μοντέλο που επικρατεί στη χώρα μας, καθιστά τον στόχο της ισχυρής ανάπτυξης μακροπρόθεσμα ανεδαφικό. Με αναδιανεμητικό σύστημα το κράτος χρειάζεται έσοδα, τα οποία κυρίως προκύπτουν από τις ασφαλιστικές εισφορές.
Με αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών (και γενικά φόρων) και με ταυτόχρονη μείωση του παραγωγικού πληθυσμού της χώρας η κατάσταση δεν είναι εύκολη. Η ίδια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπει για την Ελλάδα μέση ετήσια μεγέθυνση μέχρι το 2070 της τάξης του 0,8%, μια πρόβλεψη που μοιάζει να ευθυγραμμίζεται με τις δυσκολίες που φέρνουν τα παραπάνω προβλήματα.
Τα προβλήματα αυτά φαίνεται να μπορούν, σε έναν βαθμό, να αντιμετωπιστούν κυρίως με δύο πολιτικές. Η πρώτη είναι πιο άμεση και αφορά ένα πολυπολιτισμικό μοντέλο ένταξης μεταναστών στη χώρα. Χρειαζόμαστε ανθρώπους να εργαστούν και να ζήσουν μαζί μας, που μέσα σε ένα φιλελεύθερο πλαίσιο θα τους προσφέρουμε τη δυνατότητα μιας καλύτερης ζωής και εκείνοι θα στηρίξουν την ελληνική οικονομία.
Επίσης θα στηρίξουν τη μετάβαση σε ένα κεφαλαιοποιητικό ασφαλιστικό σύστημα, που είναι η δεύτερη, μακροχρόνια, πολιτική που απαιτείται για να ξεφύγουμε από μια αντι-αναπτυξιακή εξάρτηση του πληθυσμού. Και δεν έχουμε καλύτερο παράδειγμα από το ασφαλιστικό, το οποίο ήταν προβληματικό πολύ πριν από την κρίση, στο οποίο η έλευση μεταναστών από το πρώην σοβιετικό μπλοκ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 έδωσε παράταση στο να εκδηλωθεί πριν από το 2009. Και αναφερόμαστε σε ανθρώπους που ήρθαν για να ζήσουν καλύτερα και εμείς χωρίς κανένα σχέδιο ένταξης αντιδράσαμε σθεναρά σε όλες τις πτυχές συμβίωσής μας μαζί τους. Και όμως τα κατάφεραν.
Και αφού η ευκαιρία χάθηκε το 2001 με την απόρριψη της μεταρρύθμισης του υπουργού Τάσου Γιαννίτση, δεν πρέπει να ξαναχαθεί. Πρέπει να είμαστε ανοιχτοί, με πολυπολιτισμικό σχέδιο ένταξης μεταναστών, σεβόμενοι τα ανθρώπινα δικαιώματά τους και το πόσο μπορούν να προσφέρουν. Ένα τέτοιο σχέδιο (ενταξιακή πολιτική μετανάστευσης και μεταρρύθμιση ασφαλιστικού συστήματος) αποτελεί κέρδος για όλους και όλες μας.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Σαραβάκος είναι πολιτικός επιστήμονας, ερευνητής του ΚΕΦίΜ