Του Δημήτρη Καμπουράκη
Λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου, θα σηκωθώ όρθιος στην κορυφή του γεμάτου τραπεζιού. Μ' ένα πιρούνι θα χτυπήσω διακριτικά το ποτήρι μου και θα περιμένω υπομονετικά ώσπου οι φίλοι μου να σταματήσουν να τρώνε. Οι εύθυμες συζητήσεις θα κοπάσουν και τα κεφάλια των καλοντυμένων συνδαιτυμόνων θα στραφούν προς το μέρος μου.
Τότε θα υψώσω το ποτήρι με το κόκκινο κρασί και θα πω τις ώριμες ευχές τού πενηνταπεντάρη, ο οποίος απευθύνεται σε ανθρώπους που έχουν ζήσει περισσότερα χρόνια απ' όσα αναμένουν να ζήσουν. Θα ευχηθώ καλή υγεία, ψυχική ισορροπία, ευτυχία στις καθημερινές στιγμές, τη μικρότερη δυνατή βλάβη από την οικονομική κρίση, δουλειά στα παιδιά μας και να ξαναβρεθεί ολόκληρη η παρέα χωρίς απώλειες, αρρώστιες ή καταρρεύσεις την ίδια μέρα του επόμενου χρόνου.
Αυτοί θα κουνήσουν το κεφάλι με νόημα, όπως πρέπει σε ανθρώπους που έχουν κατανοήσει πια την ουσία της ζωής. Θα αντευχηθούν, με μια κατάφαση που ξέρει καλά ότι η ανάμνηση της μεγάλης ευτυχίας στη νεότητα δεν ισοφαρίζει ποτέ την μαχαιριά της μεγάλης δυστυχίας στην ωριμότητα. Και παρά την εγνωσμένη αθεΐα της γενιάς μας θα μονολογήσουν ένα βαθύ «δόξα το Θεό», καθώς αντιλαμβάνονται πως η πορεία τους ως εδώ δίχως σοβαρούς έσω και έξω ακρωτηριασμούς, αποτελεί ήδη μια μεγάλη νίκη και τον σοβαρότερο λόγο να νιώθουν ευγνώμονες. Και θα ξανα-αποφασίσουν από καρδιάς να συνεχίσουν με συνειδητές απλές ισορροπημένες χαρές κι όχι με το ανούσιο κυνήγι μεγάλων ονείρων και αστραφτερών ψευδαισθήσεων, που απομακρύνουν απ' την ουσία της ζωής. Ώριμες ευχές, ώριμων ανθρώπων.
Μετά θ' αλλάξει ο χρόνος, θα φιληθούμε και θα σκορπίσουμε παρέες-παρέες στο μεγάλο σαλόνι συζητώντας για τα τωρινά και γελώντας με τα περασμένα, καθότι είμαστε πολλά χρόνια μαζί και γνωριζόμαστε σαν κάλπικες δεκάρες. Τότε εγώ, μια μπουκάλα ουίσκι θ' αρπάξω και θα κάτσω μονάχος στην άκρη τού πιο απομακρυσμένου καναπέ, παριστάνοντας πως βλέπω τηλεόραση. Κι όσο θα προχωρά η νύχτα θα πίνω, θα πίνω πολύ και θα καπνίζω όσο αντέχω. Θα θολώσει το κεφάλι μου, θα τρέξουν τα ζουμιά στα ρούχα μου και θ' αρχίσω να βλέπω διπλό το χαζό σκρίνιο με τα Swarovski απέναντι μου.
Κι έπειτα θα πεταχτώ επάνω με τα πουκάμισα έξω και θ' αρχίσω να στριφογυρίζω στο σαλόνι σκοντάφτοντας στα χαμηλά τραπεζάκια και στα σκαμπό. Και θ' αρχίσω να φωνάζω: «Μην ακούτε ρε τι σας λέω. Δε τις θέλω τις μικρές χαρές! Το μεγάλο ποτάμι θέλω να δω εγώ! Καταλάβατε; Το μεγάλο ποτάμι, που έχει τόσο πολλά νερά, ώστε συνεχίζει να 'ναι ποτάμι και μέσα στον ωκεανό!»
Και οι φίλοι θα μαζευτούν γύρω μου για να με περιμαζέψουν, καθώς την έχουν ξαναζήσει τη σκηνή κάμποσες φορές και την ξέρουν απ' έξω. Και θα με τραβούν γελώντας προς το μπαλκόνι μην ξεράσω στα χαλιά, αλλά εγώ θ' αντιστέκομαι: «Μείνετε εσείς εδώ ρε με τις μικρές κωλοχαρές σας! Εγώ δώδεκα μέρες με τη βάρκα θα το πηγαίνω το ποτάμι προς τα πάνω μέχρι να φτάσω στις πηγές του, μέχρι να χαθώ στην καρδιά του. Εκεί που οι γυμνές γυναίκες κολυμπάνε όλες μαζί. Αυτό θέλω!»
Οι φίλοι θα γελάνε δυνατά και θα λένε ο ένας στον άλλον: «Κάθε που μεθάει, μάς τα πρήζει με τον Αμαζόνιο. Τι κόλλημα κι αυτό... Γιατί δεν πάει τέλος πάντων ένα καλοκαίρι, να κάνουμε κι εμείς κανονική πρωτοχρονιά τον επόμενο χειμώνα; Πόσα λεφτά χρειάζονται διάολε; Να τού τα βάλουμε ρεφενέ, αν είναι να κάνει έτσι.»
Κι εγώ θα μανιάζω ακούγοντας τους και θα τους φωνάζω πιτσιλώντας τους με σάλια: «Είστε μαλάκες ρε! Σ' όσα μεγάλα ποτάμια κι αν πάω, πάντα θα υπάρχει ένα μεγαλύτερο να με περιμένει!» Αυτοί, κλείνοντας μεταξύ τους το μάτι, θ' απαντούν «πες μας τώρα και για τα λιοντάρια» κι εγώ θα φωνάζω για τον γέρο και τη θάλασσα τού Χέμινγουεϊ: «Κάθε βράδυ ρε, καταλαβαίνετε...; Κάθε βράδυ ονειρευόταν τα λιοντάρια που είχε δει πιτσιρικάς από την κουπαστή του πλοίου να παίζουν πάνω στην κατακίτρινη άμμο της Αφρικανικής ακτής. Μ' αυτή την εικόνα πέθανε ο γέρος! Καταλαβαίνετε ηλίθιοι;»
Αυτοί θα γελάνε καλοσυνάτα και θα με συγκρατούν μην καταρρεύσω, ενώ εγώ θα σκύβω πάνω στη δική μου ανάξια κουπαστή. Πάνω στο κάγκελο τού μπαλκονιού θα σκύβω και θ' αφήνω τα μεθυσμένα σάλια μου να τρέχουν τρία πατώματα κάτω και να πέφτουν στον απεριποίητο κήπο, καθότι με την κρίση η γενική συνέλευση της πολυκατοικίας απέλυσε τον κηπουρό.
(Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 2011)