Το μεγάλο πολιτικό ρίσκο του Κυριάκου

Το μεγάλο πολιτικό ρίσκο του Κυριάκου

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μπορούσε στην Θεσσαλονίκη να ακολουθήσει τον εύκολο δρόμο: Να αναδείξει το πόσο ανίκανοι είναι ο Αλέξης Τσίπρας και η παρέα του και να μοιράσει κι αυτός μερικές ανέξοδες υποσχέσεις. Εκείνος επέλεξε να μιλήσει στους πολίτες μιας δυτικής χώρας. Θα του βγει; Θέλουμε έναν πρωθυπουργό που θα τα αλλάξει όλα ή έχουμε «κολλήσει» στο ΠΑΣΟΚ του 1981;

Ένα από τα συνθήματα εκείνα που δόνησαν τα αμφιθέατρα τα τελευταία χρόνια θα πρέπει να αποσυρθεί από την κυκλοφορία: Και Α και ΟΥ και ΔΑΠ ΝΟΥ ΔΟΥ ΦΟΥ ΚΟΥ. Θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι αν η ΔΑΠ ήταν ποδοσφαιρική ομάδα και όχι φοιτητική παράταξη, τότε θα ήταν ένα απολύτως πετυχημένο σύνθημα. Αλλά η ΔΑΠ είναι φοιτητική παράταξη. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι είναι ένας οργανισμός που όπως και όλοι οι άλλοι ανάλογοι οργανισμοί στα ελληνικά πανεπιστήμια, φροντίζει τα μέλη του. Από το να πάρουν το πτυχίο τους, να συμμετέχουν σε πάρτι και εκδρομές, μέχρι και την μετέπειτα επαγγελματική τους αποκατάσταση. Οι φοιτητικές παρατάξεις στην Ελλάδα δεν μοιάζουν με τις φοιτητικές λέσχες των αμερικάνικων πανεπιστημίων, όπως μας τις δείχνει ο αμερικανικός κινηματογράφος. Είναι η πηγή του κακού, είναι η βασική αιτία για την διάλυση των ελληνικών πανεπιστημίων.

Κι έρχεται ο Κυριάκος να παρουσιάσει το όραμά του για την Παιδεία και ξεκινάει από την αλλαγή του ρόλου των φοιτητικών παρατάξεων. Και κάνει ο ίδιος την αρχή από την δική του παράταξη, την ΔΑΠ. Δεν θα δούμε, λέει, άλλες αφισοκολλήσεις από την ΔΑΠ στα Πανεπιστήμια. Ο Κυριάκος καταργεί το επάγγελμα του αφισοκολλητή! Σκεφτείτε απλά ότι οι μισοί βουλευτές έχουν ως μοναδικό τους προσόν ότι υπήρξαν στο παρελθόν αφισοκολλητές. Ή ότι ήταν μέλη κάποιας νεολαίας και έκανε ταραχές. Κι αντί να έχουν βρεθεί στο αυτόφωρο εκείνη την στιγμή, βρέθηκαν μερικά χρόνια αργότερα βουλευτές!

Αυτή την αλυσίδα του κομματικού σωλήνα απειλεί να σπάσει ο κ. Μητσοτάκης. Κι είναι βέβαιο ότι θα συναντήσει σημαντικές αντιστάσεις. Θα ακούσετε, λοιπόν, πολλά στο επόμενο χρονικό διάστημα για την «παράδοση», για τους «αγώνες», για την «προσφορά» στην Δημοκρατία. Εμείς, όμως, δεν είμαστε που γκρινιάζουμε κάθε φορά για όλα αυτά; Εμείς δεν διαμαρτυρόμαστε για την αφισορύπανση στα Πανεπιστήμια; Για τα παλιόπαιδα που κλέβουν τις θέσεις εργασίας από τα δικά μας παιδιά, όταν το μόνο τους προσόν ήταν η αφισοκόλληση; Για να δούμε τι θα κάνουμε τώρα που κάποιος αποδέχτηκε πλήρως αυτά που εμείς λέγαμε και γράφαμε; Θα τον στηρίξουμε ή θα τον αφήσουμε μόνο;

Τι άλλο είπε ο Κυριάκος; Μίλησε για το κοινωνικό μέρισμα, ανέδειξε και την ευθύνη του επιχειρηματικού κόσμου στην προσπάθεια για την δημιουργία μιας άλλης Ελλάδας. Κι έτσι είναι! Το κράτος οφείλει να διευκολύνει στον μέγιστο δυνατό βαθμό τους επιχειρηματίες να βγάλουν χρήματα και οι επιχειρηματίες θα πρέπει ένα μέρος από αυτά τα χρήματα να τα επιστρέψουν στην κοινωνία. Το πώς είναι πράγματι μία μεγάλη συζήτηση. Δεν μπορεί για παράδειγμα να βγάζει κάποιος δισεκατομμύρια και να έχει κλειδωμένους στο αμπάρι της γαλέρας εργαζόμενους με 380 ευρώ. Δεν μπορώ να καταλάβω τι το «περίεργο» βλέπουν σε αυτό κάποιοι φίλοι φιλελεύθεροι. Κι έχω την εντύπωση ότι εμείς οι Φιλελεύθεροι ψάχνουμε τρόπους να αμφισβητήσουμε ακόμη και το γεγονός ότι ο Ήλιος ανατέλλει από την Ανατολή!

Μίλησε ο Κυριάκος για τον παρασιτικό καπιταλισμό. Για τους γελοίους που έχουν χρεοκοπήσει τις εταιρείες τους και γυρνάνε το Αιγαίο με τα σκάφη τους, σαν να πρόκειται για Άραβες πρίγκιπες. Δεν το βρίσκετε αρκετά φιλελεύθερο να τους ζητήσει κάποιος τον λογαριασμό; Να με συγχωρείτε, αλλά η επιχειρηματικότητα δεν έχει σχέση με την εγκληματικότητα.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε πολλά για το πώς ο ίδιος οραματίζεται το μέλλον. Ακούσαμε ένα πολιτικό μανιφέστο. Μίλησε για την μείωση του κράτους, για την αναδιοργάνωση του δημοσίου τομέα, για την επιχειρηματικότητα, για την πρωτογενή παραγωγή. Είπε όλα όσα έπρεπε να πει ένας μελλοντικός πρωθυπουργός μιας χώρας που επιβάλλεται να αλλάξει, αν θέλει να επιβιώσει. Ο Κυριάκος θα μπορούσε να βαδίσει στην πεπατημένη. Να βγάλει από το μαγικό καπέλο δύο τρία συνθήματα. Θα εισέπραττε το χειροκρότημα της κομματικής νομενκλατούρας και θα συνέχιζε, περιμένοντας να πάρει την εξουσία ως ώριμο φρούτο. Εκείνος επέλεξε έναν άλλο δρόμο. Πιο δύσκολο. Θα δικαιωθεί; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα. Οι Έλληνες πάντοτε αγαπούσαμε την προοπτική των μεταρρυθμίσεων, αλλά όχι τους μεταρρυθμιστές. Κι όταν ερχότανε η ώρα της αλήθειας, εμείς οι ίδιοι που πριν βγάζαμε λόγους ζωηρούς, αποφασίζαμε να τινάξουμε τα πάντα στον αέρα. Ακριβώς επειδή στην πραγματικότητα δεν ήμασταν ποτέ έτοιμοι να παραχωρήσουμε κάτι από τα δικά μας «κεκτημένα». Είμαστε έτοιμοι αυτή την φορά να κάνουμε κάτι διαφορετικό;

Θανάσης Μαυρίδης
[email protected]