Τις τελευταίες εβδομάδες η «Υπόθεση Παπαγγελόπουλου» μας θυμίζει αυτά τα ρεπορτάζ από τις δασικές πυρκαγιές, με την κάμερα να δείχνει ένα τόπο να έχει παραδοθεί κυριολεκτικά στις φλόγες και σε μια ταβέρνα της περιοχής κάποιοι να συνεχίζουν το γλέντι τους αμέριμνοι.
Κάπως έτσι και αυτή η υπόθεση.
Μέσα στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής ακούγονται τρομακτικά πράγματα και η κοινωνία γύρω-τριγύρω συνεχίζει αμέριμνη, σαν να μην την αφορά ως γεγονός η ποιότητα και η λειτουργία της Δικαιοσύνης στη χώρα, σαν να μην της έχει εξηγήσει ποτέ κανείς ότι η Δικαιοσύνη είναι το καταφύγιο του αδυνάτου και ό,τι συμβαίνει στη Δικαιοσύνη αφορά την πλειοψηφία της κοινωνίας.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Κατηγορίες για τρομακτικά εγκλήματα που έχουν διαπράξει κυβερνήσεις ή πολιτικοί κατά την άσκηση υπουργικών καθηκόντων τους καταλαμβάνουν κάθε τόσο τη δημόσια συζήτηση. Ρεπορτάζ αποκαλύπτουν αρκετές πτυχές κάθε υπόθεσης και με τρόπο που δεν αφήνει αμφιβολία ότι «κάτι έχει συμβεί».
Οι υποθέσεις φτάνουν στη Βουλή, προκαλούν διχασμό και αντιπαράθεση μέχρι υστερίας, γίνονται εξεταστικές επιτροπές κι εκεί τελειώνει το πανηγύρι. Και ειδικά δικαστήρια έχουμε δει να γίνονται στη Μεταπολίτευση.
Και μετά;
Και μετά, «Η αλήθεια δεν πέρασε από αυτή την αίθουσα» και δεν θα εξηγήσουμε σε τι αναφέρεται αυτή η ιστορική, πλέον, φράση. Αν η κρίση της προηγούμενης δεκαετίας ήταν πρωτίστως πολιτική κρίση και κρίση θεσμών, ποιο ρόλο να έχει παίξει στη δημιουργία της η σκανδαλολογία;
Δηλαδή, πόσο ευθύνεται η σκανδαλολογία στην άνοδο του αντι-συστημισμού; Πόσο ευθύνεται για τον λαϊκισμό η αντίληψη ότι το πολιτικό σύστημα μένει, εσαεί, ατιμώρητο;
Πόσο υπονομεύει τη δημοκρατία η διαπίστωση ότι η σκανδαλολογία δεν έχει σκοπό να αποκαλύψει και να τιμωρήσει ένα έγκλημα με πολιτικό συμφραζόμενο αλλά να λειτουργήσει ως μια...επικοινωνιακή τακτική για να κερδίσει ο καταγγέλλων τις εκλογές ή για να είμαστε πιο ακριβείς, για να τις χάσει ο αντίπαλός του;
Έχουμε την πολυτέλεια σήμερα να ζήσουμε άλλη μια θεσμική απαξίωση;
Είτε είναι αληθή είτε ψευδή όσα μαθαίνουμε ότι ακούγονται στην εξεταστική επιτροπή είναι βέβαιο πως είναι απολύτως αδύνατο όλα αυτά να τα έχει κάνει ένας υφυπουργός μιας κυβέρνησης μόνος του. Δηλαδή, ακόμα κι αν οι μάρτυρες λένε ψέματα πρέπει να εξηγήσουν πως όλα αυτά που καταγγέλλουν κατάφερε να τα οργανώσει ο κ. Παπαγγελόπουλος μόνος του. Είναι ποτέ δυνατόν;
Πιστεύει κανείς ότι ο κ. Παπαγγελόπουλος είχε οργανώσει μια τέτοια σκευωρία και κανείς άλλος στην κυβέρνηση δεν είχε υποψιαστεί τη δράση του;
Κι αν αυτή η προφανής απορία απαντηθεί και αποδειχθεί ότι ήξεραν κι άλλοι στην κυβέρνηση όσα κατηγορούν τον κ. Παπαγγελόπουλο οι μάρτυρες, τότε τι θα γίνει όταν ο πρωθυπουργός φέρεται, σύμφωνα με κυβερνητικές διαρροές, να έχει δηλώσει ότι εκείνος τους πολιτικούς του αντιπάλους δεν θα τους πάει στο Ειδικό Δικαστήριο.
Μην παρεξηγηθούμε! Κι εμείς αυτής της άποψης είμαστε. Όμως όλα δείχνουν ότι η υπόθεση αυτή έχει θηριώδεις διαστάσεις.
Μπορεί αυτή η υπόθεση να κλείσει χωρίς να εξηγηθεί πως ένας άνθρωπος τα έκανε όλα αυτά μόνος του; Κι αν δεν τα έκανε μόνος του; Κι αν είναι τελικά αθώος; Είναι δυνατόν ανώτατοι δικαστές να καταθέτουν ψέματα; Τι λένε όλα τα παραπάνω για την ελληνική πολιτεία και την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι θεσμοί της; Τι προτίθεται να κάνει το πολιτικό σύστημα για όλα αυτά; Θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τη σκανδαλολογία ως... επικοινωνιακή δράση;
Πολλά τα ερωτήματα. Και όλα χρήζουν απάντησης.
Κι αν τα θέτουμε σήμερα είναι ακριβώς γιατί κανείς δεν ασχολείται με το θέμα. Κανείς. Μάλιστα, αν πιστέψουμε τα Μέσα οι Έλληνες έχουν χάσει τον ύπνο τους για το ποιος θα είναι ο Υφυπουργός Γεωργίας μετά τον ανασχηματισμό και όχι για το γεγονός ότι στην ελληνική δικαιοσύνη υπάρχει περίπτωση να είχε στηθεί παραδικαστικό κύκλωμα;
Όσο δεν δίνουμε απαντήσεις, όσο οι εξεταστικές επιτροπές της Βουλής δεν είναι τίποτα περισσότερο από σκηνές θεάτρου για να ανεβαίνουν «πολιτικά νούμερα» όπως τα λένε στην επιθεώρηση, το σύστημα θα παράγει διαρκώς κρίσεις. Και ακόμα κι αν δεν παράγει κρίσεις θα παραμένει πολύ εύθραυστο. Όλα αυτά, να τα σκεφτούμε γιατί σε λίγο καιρό θα χρειαστεί να λάβουμε αποφάσεις για το πώς θα προχωρήσουμε και το «παραχώσουμε» άλλη μια τέτοια υπόθεση «κάτω από το χαλί» δεν πρέπει να υφίσταται ως δυνατότητα γιατί το κόστος της είναι πολύ μεγάλο για τη χώρα.