Προχτές δόθηκε στη δημοσιότητα η μελέτη του Institute for Health Metrics and Evaluation σχετικά με τις παγκόσμιες δημογραφικές τάσεις. Το κείμενο του αξιόπιστου φορέα, ο οποίος χρηματοδοτείται από το ίδρυμα Γκέιτς, προβλέπει κορύφωση της πληθυσμιακής αύξηση στα 9,7 δισ., και κατόπιν μείωση των μεγεθών στα 8,8 δισ. ως το 2100.
Τεράστιες αυξομειώσεις μετά από πολλές δεκαετίες, όταν οι περισσότεροι από μας θα έχουν αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό ότι θα τις ζήσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας, άρα δε μπορεί να μας είναι αδιάφορες. Θα ήταν τουλάχιστον αστείο αν αδιαφορούσαμε για την επερχόμενη δημογραφική κρίση, όταν ήδη γίνεται τόσος ντόρος για την επίσης επερχόμενη περιβαλλοντική κρίση.
Στα μέσα λοιπόν αυτού του αιώνα, η Ελλάδα προβλέπεται να βρεθεί με πληθυσμό περίπου 5,5 εκατομμυρίων κατοίκων, πολύ μεγάλο ποσοστό των οποίων θα είναι ηλικιωμένοι. Ως απάντηση αυτής της πραγματικά δυσάρεστης εξέλιξης έχει διατυπωθεί η άποψη ότι θα πρέπει ν' ανοίξουμε τις πόρτες σε ακόμη περισσότερους μετανάστες. Σύμφωνα μ' αυτό το σκεπτικό, αν δε τους δεχτούμε, θα χαθούμε.
Περιττό ν' αναφέρω ότι η πρόκληση αυτή αφορά και άλλα κράτη, πολύ πιο πλούσια και ανεπτυγμένα από εμάς όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία• η δεύτερη μάλιστα δε διαθέτει και κουλτούρα υποδοχής νέων κατοίκων. Τι προτίθεται άραγε να πράξει η Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου ώστε να εξασφαλιστεί η επιβίωση της; Βασικά, ήδη έχει ξεκινήσει να κάνει αρκετά. Το Τόκιο επενδύει δυναμικά στους τομείς της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης, επιδιώκοντας μελλοντικά να παράγει αγαθά ίσης ή και μεγαλύτερης αξίας με μειωμένο αριθμό εργαζομένων, εργαζομένων όμως άρτια εκπαιδευμένων και συχνά προχωρημένης ηλικίας.
Ανάλογος είναι ο δημοσιευμένος σχεδιασμός και άλλων προηγμένων χωρών, που συνηθίζουν να κοιτούν στο μέλλον με ψυχραιμία και να θέτουν στόχους. Τα ίδια κράτη εμφανίζονται και εξαιρετικά γενναιόδωρα απέναντι σε όσους κατοίκους τους ξεκινούν νέες οικογένειες, επιλέγοντας να ανανεωθεί ο πληθυσμός τους από αυτόχθονες, ασχέτως φυλετικού ή θρησκευτικού προφίλ. Γνωρίζουν ότι ακόμη και πρόσφατων μεταναστών τα παιδιά έχουν πολύ καλύτερες πιθανότητες να ενσωματωθούν από νεοφερμένους. Γιατί όμως να ισχύει κάτι τέτοιο;
Η απάντηση βρίσκεται στις δεξιότητες εκείνων που αφήνουν τις πατρίδες τους για να βρουν μια καλύτερη μοίρα στην Ευρώπη, στη Β. Αμερική και στην Αυστραλία. Με εξαίρεση τους πρόσφυγες πολέμων, αυτοί οι μετακινούμενοι πληθυσμοί προέρχονται κατά κανόνα από χώρες όπου σημειώνονται σχεδόν ιλιγγιώδεις ρυθμοί ανάπτυξης, χάρη στο ελεύθερο παγκόσμιο εμπόριο. Εκεί καταγράφεται μεν υψηλή ανεργία, όμως όσοι είναι αρκετοί ικανοί να εργαστούν αποδοτικά σε εργοστάσια, ορυχεία και οικοδομές βρίσκουν δουλειά. Προς τον Βορρά κινούνται όσοι συντοπίτες τους δε μπορούν να απασχοληθούν πουθενά, προσελκυόμενοι από τα γενναιόδωρα επιδόματα και την ασφαλή διαβίωση.
Αυτοί όμως είναι και οι πλέον ασύμβατοι με τον δυτικό τρόπο ζωής. Κατευθύνονται προς έναν κόσμο όπου σήμερα απαιτούνται υψηλές ικανότητες για οποιοδήποτε επάγγελμα, όταν οι ίδιοι είναι εξοικειωμένοι με έναν απαρχαιωμένο αγροτικό τρόπο ζωής, μάλλον πιο απαρχαιωμένο από εκείνον των δικών μας προγόνων πριν εκατό χρόνια. Οι πιθανότητες να προσαρμοστούν μέσα στον ορατό ορίζοντα είναι μηδαμινές, και ουσιαστικά καλούνται να λειτουργούν ως υποκείμενα κατανάλωσης και όχι παραγωγής, ως συντελεστές διόγκωσης του ΑΕΠ αλλά όχι ενίσχυσης της πραγματικής ανάπτυξης.
Βέβαια τώρα κάποιοι θα σκεφτείτε πως τουλάχιστον τα παιδιά αυτών των νέων ανδρών από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, το Μπαγκλαντές, το Μαρόκο, την Αλγερία, τη Νιγηρία, τη Σομαλία και απ' όπου αλλού θα μετέχουν της ελληνικής παιδείας, άρα θ' ακολουθήσουν έναν δρόμο παραπλήσιο εκείνου των αδελφών Αντετοκούνμπο θα γίνουν χρήσιμα μέλη της κοινωνίας μας, δημιουργικά, νομοταγή και ανεκτικά απέναντι στους συνανθρώπους τους. Δυστυχώς η εμπειρία των κρατών εκείνων όπου η μετανάστευση έλαβε μαζικό χαρακτήρα τις τελευταίες δεκαετίες έδειξε ότι οι εκπαιδευτικές δομές δεν επιτυγχάνουν να βγάλουν σωστούς δυτικούς πολίτες, όταν τα παιδιά που έχουν στη διάθεσή τους εξακολουθούν να ζουν υπό τους παραδοσιακούς κανόνες των τόπων καταγωγής τους σε γκετοποιημένες κοινότητες.
Συνεπώς, καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: αν τους δεχτούμε όπως είναι, και σε αριθμούς μη διαχειρίσιμους, τότε σίγουρα θα χαθούμε. Σε πενήντα χρόνια το κράτος αυτό ενδεχομένως θα εξακολουθεί να ονομάζεται Ελλάδα, όμως θα έχει μόνο ονομαστική σχέση με τον τωρινό του χαρακτήρα, έναν χαρακτήρα που διαμορφώθηκε σταδιακά κατά την διάρκεια πάρα πολλών αιώνων, και ασυνείδητα διατηρεί πολιτιστικά στοιχεία που απαντώνταν ήδη στα ομηρικά χρόνια.
Με δύο λόγια, αν ακολουθήσουμε το σκεπτικό των υποστηρικτών της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης, τότε οι "Έλληνες" του 2050 θα αποτελούν κάτι εντελώς διαφορετικό, και το οποίο ελάχιστα θα αφορά εμάς και τα παιδιά μας. Πρέπει να στηριχθεί το μέγεθος του πληθυσμού μας, και γι αυτό θα χρειαστεί στρατηγική προσπάθεια. Πριν όμως ακολουθήσουμε την εύκολη λύση των ανοικτών συνόρων, ας φροντίσουμε πρώτα να προσελκύσουμε Ευρωπαίους επαγγελματίες και συνταξιούχους, ας στηρίξουμε οικονομικά και θεσμικά τις νέες ελληνικές οικογένειες, κι ας χτίσουμε μια οικονομία γνώσης, όπου λίγοι θα μπορούν να ζουν καλά και να προσφέρουν ακόμη και στα ασημένια χρόνια τους.
*Ο κ. Φάνης Ουγγρίνης είναι στέλεχος επιχειρήσεων