Του Αντώνη Πανούτσου
Παλιότερα οι πολιτικές ομιλίες αποτελούντο από μία φράση και μετά το προβλεπόμενο «κλαπ, κλαπ, κλαπ ή «ου,ου,ου». Η σχολή του Ανδρέα. «Λαέ του ΠΑΣΟΚ». Κλαπ, κλαπ, κλαπ. «Η δεξιά». Ου,ου,ου. «Δεν θα σταματήσει την πορεία του λαού». Κλαπ, κλαπ, κλαπ. Η κρίση και η εξέλιξη έκανε τις ομιλίες ουσιαστικότερες και πιο σοφιστικέ. Στις ομιλίες των αρχηγών υπάρχει ακόμα το κρεσέντο στην φωνή που διακόπτεται για να ακολουθηθεί από το χειροκρότημα, αλλά κάτι πρέπει να λένε. Και στο συνέδριο της ΝΔ στις ομιλίες ακούστηκαν πολλά.
Πρώτα αυτό που είπε ο Αντώνης Σαμαράς για την διαφορά ανάμεσα στην ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ «… η βαθύτερη διαφορά ανάμεσα σε μας και το ΣΥΡΙΖΑ; Είναι, ότι όσοι ψήφισαν εμάς το 2015, είναι σήμερα υπερήφανοι! Ενώ όσοι ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ τότε, σήμερα ντρέπονται! Όσοι μας ψήφισαν – περπατάνε σήμερα με το κεφάλι ψηλά… Ενώ όσοι τους ψήφισαν – χτυπάνε το κεφάλι τους».
Δεύτερον, με την υπόμνηση του για την συνεισφορά της κυβέρνησης του να μην αφήσει την ΝΔ να καταρρεύσει «Είχαμε την μικρότερη κυβερνητική φθορά – λιγότερο από 2 ποσοστιαίες μονάδες. Όταν το ΠΑΣΟΚ του Παπανδρέου, έχασε 32 μονάδες. Κι όταν ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει σήμερα, δημοσκοπικά μέχρι στιγμής, 10-15 μονάδες. Και κάνουν στο ΣΥΡΙΖΑ το σταυρό τους – όσοι κάνουν το σταυρό τους – μη χάσουν πολύ παραπάνω».
Τρίτον, με την παρατήρηση για την καταστροφή που ήταν η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ με τους μετανάστες που λιάζονται και εξαφανίζονται. «Είμαστε υπέρ της ανοικτής κοινωνίας και της ανοικτής οικονομίας. Αλλά δεν είμαστε ξέφραγο αμπέλι. Έχουμε σύνορα και πρέπει να τα φυλάμε. Όπως κάνουν όλοι οι εταίροι μας. Κι όπως αποδείξαμε στα δυόμιση χρόνια της διακυβέρνησής μας, μπορούμε να φρουρήσουμε τα σύνορά μας. Που είναι και σύνορα της Ευρώπης».
Τέταρτον, με τον ιδεολογικό προσδιορισμό του συντηρητισμού. «Συντηρητισμός είναι η πίστη στις διαχρονικές αξίες που διατηρούν τη συνοχή της κοινωνίας, όταν κάνει άλματα στο μέλλον. Γιατί πρέπει να έχεις βαθιές ρίζες, για να πας ψηλά».
Πέμπτον, με την αναφορά στην επίσκεψη του Ερντογάν. «Ούτε στον Κώστα Καραμανλή, ούτε σε μένα είχε διανοηθεί ποτέ να μιλήσει για αλλαγή της Συνθήκης της Λωζάνης».
Αλλά κυρίως με την παρατήρηση ότι οι ξένοι δεν έριξαν την κυβέρνηση του αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ, οι ΑΝΕΛ, η Χρυσή Αυγή και ο Κουβέλης που δεν ψήφισαν πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ενώ αναρωτήθηκε για το τι θέλει να πει ο Βούτσης: «Ομολογεί ότι υπήρξαν οι ίδιοι… “γερμανοτσολιάδες”, παίζοντας το παιγνίδι των ξένων; Ή ομολογεί ότι αποδείχθηκαν απλώς οι χρήσιμοι ηλίθιοι, γιατί δεν κατάλαβαν τι έκαναν τότε;».
Αυτό όμως που περίμενε ο κόσμος ήταν η ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη, που θα έκλεινε το συνέδριο αφού αυτός θα είναι εκείνος που θα εφαρμόσει την μελλοντική κυβερνητική πολιτική. Δεν τους απογοήτευσε.
Εάν όλη την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη καταστρεφόταν και μπορούσε να σωθεί μία μόνο φράση, θα ήταν αυτή που ήταν και το motto συνεδρίου. «Είμαστε έτοιμοι και έχουμε σχέδιο να κυβερνήσουμε και να αλλάξουμε την Ελλάδα». Διακριτικά υπενθύμιζε τι έγινε με τον ΣΥΡΙΖΑ που όταν έγινε κυβέρνηση ο ένας έλεγε ότι θα φέρει λεφτά από την Κίνα, ο άλλος από το Αζερμπαϊτζάν και ο τρίτος ότι η λύση είναι να γίνει η Ελλάδα μέλος της τράπεζας των χωρών BRICS (Βραζιλίας, Ρωσίας, Ινδίας, Κίνας, Νότιας Αφρικής). Μέχρι ο οικονομικός εγκέφαλος που το είπε να καταλάβει ότι αν η Ελλάδα γίνει μέλος δεν πρόκειται να πάρει χρήματα αλλά να βάλει.
Υπήρξαν όμως και άλλα σημεία. Στην οικονομική πολιτική ««Είμαστε έτοιμοι να μειώσουμε τους φόρους. Ξεκινώντας από φόρο επιχειρήσεων & ΕΝΦΙΑ και συνεχίζοντας με τις εργοδοτικές εισφορές». Κυρίως όμως στην ασφάλεια που τα μέτρα θα να είναι δραστικά. «Δεν θα ανεχτώ ούτε λεπτό τη θλιβερή εικόνα παρακμής που παρουσιάζουν σήμερα τα δημόσια πανεπιστήμια. Όπου στο όνομα του δήθεν ασύλου έχουν παραδοθεί σε κάθε είδους τραμπούκους. Τα φαινόμενα ανομίας θα παταχθούν από την πρώτη μέρα – τελεία και παύλα».
Σε ένα σημείο ήταν όμως συγκρατημένος. Εδώ και πέντε χρόνια η μέση τάξη έχει υβριστεί σαν γερμανοτσολιάδες, νενέκοι και δωσίλογοι από αυτούς που με το που έγιναν κυβέρνηση υπέγραψαν και τις χαρτοπετσέτες στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων. Η επιθυμία για εκδίκηση είναι μεγάλη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέφυγε όμως τον πειρασμό. «Για τον ΣΥΡΙΖΑ πάντα υπάρχουν δύο Ελλάδες: αυτοί και εμείς – το Ναι και το Όχι – οι πατριώτες και οι προδότες – οι καλοί και οι κακοί» θα μπορούσε να κλείνει με ένα «και αφού το ήθελαν θα μας βρουν απέναντι τους». Στην επιθυμία να μην αποκλείσει ένα κομμάτι του κόσμου. Το «… απαντήστε τους. Δεν είναι ο λαϊκιστής που εκφράζει τα αληθινά συμφέροντα του λαού. Είναι αυτός που του λέει την αλήθεια», μπορεί να μην πήρε το περισσότερο χειροκρότημα αλλά είναι απαραίτητο για να κλείσει μια σύγκρουση. Την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησε αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις.
Αν υπάρχει κάτι όμως για το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ανησυχεί είναι ότι ήλπιζε ότι στο συνέδριο θα έβρισκε την ΝΔ διαιρεμένη. Με πρώην αρχηγούς, που δεν θα πήγαιναν ή ακόμα και αν πήγαιναν θα έριχναν καρφιά και με την Ντόρα Μπακογιάννη να δείχνει την δυσφορία της. Είδε τον Κώστα Καραμανλή, τον Αντώνη Σαμαρά και τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη να κάθονται στην πρώτη σειρά, την Ντόρα να φιλάει τον Κυριάκο και κυρίως την βάση της ΝΔ να έχει φορέσει την στολή. Όχι τα κράνη και τις κουκούλες του ρουβίκωνα αλλά τις γραβάτες και τα κουστούμια. Με την περηφάνια που η αστική τάξη όταν χρειάζεται ξέρει να φοράει την στολή που έκανε την μεταπολεμική Ελλάδα, Ευρώπη.