Του Κώστα Μήλα*
Με την έναρξη άλλης μίας (ατέρμονης;) αξιολόγησης της Ελλάδας από τους «Δανειστές-Εταίρους» της, καλό είναι να έχουμε κατά νου το οφθαλμοφανές: Είτε μας αρέσει είτε όχι, από την στιγμή που δεν μπορούμε να αποπληρώσουμε από μόνοι τα χρέη μας, βρισκόμαστε, και θα εξακολουθούμε να βρισκόμαστε, ανεξάρτητα από τις υποσχέσεις του κ. Τσίπρα για έξοδο από τα Μνημόνια, υπό καθεστώς συνεχούς εποπτείας.
Τι σημαίνει αυτό; Εάν και εφόσον «κλείσει» και αυτή η καταραμένη αξιολόγηση στην ώρα της, μέχρι δηλαδή τα Χριστούγεννα του 2017, ή τουλάχιστον πριν τον...Καρνάβαλο του 2018, θα έχουμε πάρει μόνο μια...γρήγορη ανάσα έτσι ώστε να βρεθούμε αντιμέτωποι με την...επόμενη αξιολόγηση. Το πρόσφατο παρελθόν όμως σε σχέση με το πως τα πηγαίνουμε, ως ελληνικές κυβερνήσεις, με χρονοδιαγράμματα και προθεσμίες, υποδηλώνει ότι ούτε η νέα αξιολόγηση θα «κλείσει» στην (όποια) ώρα της.
Και όμως, πρέπει να βιαστούμε διότι η ελληνική οικονομία, υπό το βάρος της άγονης και ατέρμονης «αντίστασης» στους «Δανειστές-Εταίρους» μόνο και μόνο για τα «ωραία μάτια» του έλληνα/της ελληνίδας ψηφοφόρου έχει «λυγίσει». Για να αντιληφθούν οι αναγνώστες και οι αναγνώστριες το οικονομικό πρόβλημα της χώρας μας, παρουσιάζω στο Γράφημα 1 την οικονομική επίδοση της ελληνικής οικονομίας σε βάθος 100 ετών και..βάλε. Τα χρονολογικά στοιχεία προέρχονται από την βάση δεδομένων της διακεκριμένης καθηγήτριας Carmen Reinhart από το Harvard University. Η Ελλάδα έχει βιώσει (από το 2008 μέχρι σήμερα) οκταετή ύφεση με μοναδική εξαίρεση το 2014. Οι εκτιμήσεις του 2017 κάνουν λόγο για ανάπτυξη 1,8% ενώ το ΔΝΤ εκτιμά ότι, όταν με το καλό φτάσουμε στο 2022, η οικονομία μας θα «κατεβάσει» ρυθμούς έτσι ώστε να αναπτυχθεί μόνο κατά 1%. Εάν λοιπόν οι προβλέψεις αυτές επαληθευθούν, ο γνωστός «δημοσιονομικός κόφτης» θα ενεργοποιείται συνεχώς μήπως και επιτύχουμε τα αλλοπρόσαλλα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ τα οποία μας «επιβλήθηκαν».
Η οικονομική «νηνεμία» με την μορφή χαμηλών προσδοκώμενων ρυθμών ανάπτυξης μέχρι και το 2022 απογοητεύει και τούτο επειδή από ιστορική άποψη (ήτοι από το 1914 μέχρι σήμερα), η Ελλάδα έχει επιτύχει μέσο ιστορικό ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 3,2%.
Γράφημα 1: Ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης (%), 1914-2017 και Χρέος/ΑΕΠ (%), 1884-2017
Η δε απογοήτευση για την σημερινή οικονομική κατάσταση γίνεται ακόμα μεγαλύτερη διαπιστώνοντας (πάλι) από τα στοιχεία του γραφήματος ότι, από ιστορική άποψη, η Ελλάδα έχει στο παρελθόν βιώσει 4 έτη βαθιάς ύφεσης στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, 2 έτη «μικρής» ύφεσης μετά το «κραχ» του 1929 και, βέβαια, 8 έτη βαθιάς ύφεσης αμέσως πριν αλλά και κατά την διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Με άλλα λόγια, η διάρκεια (αν και όχι το μέγεθος) της ύφεσης από το 2008 μέχρι σήμερα είναι ανάλογη εκείνης που ζήσαμε στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
Εδώ λοιπόν επανέρχεται το βασικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας: Tο ελληνικό χρέος, για το οποίο υπάρχουν στοιχεία από το 1884 και μετά, παραμένει εξαιρετικά υψηλό-βλέπε πάλι το Γράφημα 1. Μάλιστα, το ΔΝΤ εκτιμά ότι από το 180,17% του ΑΕΠ το 2017, το χρέος θα αυξηθεί στο 184,48% του ΑΕΠ το 2018. Όσο λοιπόν το χρέος μας κρίνεται μη βιώσιμο, άλλο τόσο, αλλεπάλληλες ελληνικές κυβερνήσεις, θα καταλήγουν...μη βιώσιμες και τούτο επειδή θα καταρρέουν λόγω της ανάγκης λήψης περαιτέρω (υφεσιακών) μέτρων μήπως και, με μαγικό τρόπο, το χρέος μας «επιστρέψει» σε «βιώσιμο».
O Poul Thomsen του ΔΝΤ επανήλθε με δηλώσεις για την αναγκαιότητα κάποιας απομείωσης. Ίδωμεν! Σε κάθε περίπτωση, δύσκολα «βλέπω» να κλείνει η αξιολόγηση στην ώρα της και τούτο επειδή η (δημιουργική) «σύνθεση» της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία χειρίσθηκε προηγούμενες αξιολογήσεις, παραμένει δυστυχώς η ίδια.
*O κ. Κώστας Μήλας, Καθηγητής και Πρόεδρος του Ερευνητικού Τομέα στο Τμήμα Οικονομικών, Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.