Του Παύλου Μαρινάκη*
Αν κάνουμε ένα πείραμα, ρωτώντας τυχαία στο δρόμο πολίτες ποιο έχει υπάρξει το μεγαλύτερο εμπόδιο στις καταλήψεις πανεπιστημιακών σχολών τις τελευταίες δεκαετίες, αναμφίβολα η πιο συχνή απάντηση θα είναι η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ. Πράγματι, η φοιτητική μας παράταξη αποτελεί την πιο συνεπή -αν όχι και τη μόνη- πολιτική δύναμη που αντιτάσσεται συντονισμένα στις καταλήψεις.
Η θέση μας αυτή έχει επαληθευτεί πολλές φορές, σε καταστάσεις οριακές: ακόμα και σε περιπτώσεις που είχαμε σημαντικές ενστάσεις σχετικά με τις προωθούμενες αλλαγές στην οργανωτική δομή που προωθούσε το Υπουργείο Παιδείας αναφορικά με τις σχολές μας, η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ στάθηκε συντεταγμένα, σε κάθε σχολή της Ελλάδας, απέναντι σε αντιδημοκρατικές λογικές και πρακτικές.
Αυτό ακριβώς κάνει - και θα συνεχίσει να κάνει - η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ: θα κρατάει τις σχολές μας ανοιχτές έχοντας να αντιμετωπίσει τόσο τις ακραίες μειοψηφίες, όσο τη μοιρολατρία όσων σπεύδουν να υποταχθούν στους τραμπούκους. Και έχει έναν παραπάνω λόγο να το κάνει σήμερα, που στο τιμόνι της χώρας βρίσκεται μια κυβέρνηση που σκύβει πάνω από τα προβλήματα των φοιτητών και υλοποιεί τις θέσεις της παράταξής μας, η οποία εκφράζει τη συντριπτική τους πλειοψηφία.
Αυτό συμβαίνει αθόρυβα σε όλη την Ελλάδα: παρά τις προβλέψεις ότι «θα καούν τα πανεπιστήμια» λόγω της κατάργησης του ασύλου ανομίας, αυτή τη στιγμή ελάχιστα (πολύ κάτω του 10%) τμήματα τελούν υπό κατάληψη. Και θα είναι λανθασμένο αυτό να αποδοθεί μόνο στην απαξίωση των μειοψηφιών που τόσα χρόνια μπορεί να μην είχαν τη στήριξη, αλλά απολάμβαναν την ανοχή πολλών. Οφείλεται και στην καθημερινή παρουσία των ΔΑΠιτών, οι οποίοι φροντίζουν να ενημερώνουν τους συμφοιτητές τους με επιχειρήματα και μετριοπάθεια, πείθοντάς τους ότι το καλύτερο μέλλον για όλους μας περνά από την εφαρμογή όσων συμβαίνουν σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο.
Είναι λογικό όταν κάτι τηρείται απαρέγκλιτα επί δεκαετίες να μην αποτελεί πλέον είδηση - αλλά, αντίθετα, να είναι είδηση η παρέκκλιση από αυτό. Αυτό συνέβη τις τελευταίες ώρες, όπου ορισμένα ρεπορτάζ αναφέρουν την απουσία της παράταξής μας στη Γενική Συνέλευση ενός και μόνο τμήματος. Πρόκειται όμως για μια εξαίρεση μέσω της οποίας δίνεται η αφορμή να επιβεβαιωθεί ο κανόνας: ότι χάρη και στη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ οι αυτονόητες μεταρρυθμίσεις που τόσα χρόνια έβρισκαν σφοδρές αντιδράσεις τώρα υλοποιούνται με ελάχιστα εμπόδια.
Με ευκαιρία όμως του θορύβου που δημιουργήθηκε, καλό θα ήταν να ξαναθυμίσουμε δύο βασικές αρχές. Πρώτον, ότι η κατάληψη ως πράξη αντιστρατεύεται πρώτα και κύρια την ελεύθερη διακίνηση ιδεών, δηλαδή το ίδιο το πανεπιστημιακό άσυλο: σε έναν χώρο που μια (οποιαδήποτε) πολιτική δύναμη ελέγχει ποιος μπαίνει και ποιος μπορεί να παραμείνει εκεί, αυτονόητα δεν υπάρχει δικαίωμα στη γνώμη - εκεί, νόμος είναι το δίκαιο του ισχυρού και αυτό μόνο δημοκρατία δεν είναι.
Και δεύτερον, ότι αυτή η πράξη είναι παράνομη και αντίθετη στα συμφέροντα των φοιτητών, οι οποίοι στερούνται το δικαίωμα στη γνώση: έχουν χαθεί εξάμηνα επί εξαμήνων, έχουν δαπανηθεί χρήματα που δεν περισσεύουν σε κανένα νοικοκυριό για να κάνουν την επαναστατική γυμναστική τους διάφοροι δήθεν αγωνιστές - στην πραγματικότητα βολεμένοι είτε από το σύστημα, είτε από τους γονείς ή τους κομματικούς τους φορείς. Ως πότε κάτι τέτοιο θα θεωρείται ανεκτό και δημοκρατικό;
Μέσα στα χρόνια, η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ κατάφερε να αναγνωρίζεται ως ο μεγάλος αντίπαλος των καταλήψεων. Και αναγνωρίζεται τόσο από υποστηρικτές της, όσο και από ανθρώπους που δεν βρίσκονται κοντά της πολιτικά - και αυτό είναι θεμιτό, αν όχι ευκταίο, σε μια δημοκρατία. Το πέτυχε σε δύσκολα χρόνια, όπου η κοινωνία ήταν μοιρασμένη και το αποτέλεσμα αμφίρροπο. Θα το πετύχει και τώρα που έχει μαζί της το σύνολο σχεδόν των πολιτών. Και θα το πετύχει δημοκρατικά, εμφατικά και με πολιτικά μέσα.
* O Παύλος Μαρινάκης είναι δικηγόρος, πρόεδρος ΟΝΝΕΔ.