«Με κεντρίζει ο τρόπος με τον οποίον ένας άνθρωπος υπονομεύει τον εαυτό του»

«Με κεντρίζει ο τρόπος με τον οποίον ένας άνθρωπος υπονομεύει τον εαυτό του»

«Το βασικό είναι να ξέρω τη φωνή του ήρωα, που συνήθως στις ιστορίες μου είναι και ο αφηγητής. Από εκεί ξεκινάω, από μια βασική κατάσταση στην οποία προσπαθώ να δω πώς μιλάει ο αφηγητής, ποια είναι η οπτική γωνία του απέναντι στα πράγματα.» Μας λέει ο νεότατος και ήδη πολυβραβευμένος Χρίστος Κυθρεώτης, ο οποίος ήρθε στα λογοτεχνικά πράγματα για να μείνει.

Κερδίζοντας το Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για το πρώτο βιβλίο του «Μια χαρά» και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Κύπρου καθώς και το Βραβείο Κλεψύδρας για το δεύτερο μυθιστόρημά του «Εκεί που ζούμε» με το οποίο ήταν στην τελική τριάδα διεκδίκησης και για το Ευρωπαϊκό. Εξάλλου σαν συγγραφέας «πατά» ήδη στα βασικά του: ιστορίες, ήρωες ακόμα και εμμονές. Ναι, ως και τις λογοτεχνικές εμμονές του ήδη τις γνωρίζει:

«Νομίζω πως με κεντρίζει πάντα ο τρόπος με τον οποίον ένας άνθρωπος αντιμάχεται, παρενοχλεί, υπονομεύει τον εαυτό του. Από την άλλη, αυτό ίσως είναι το θέμα ολόκληρης της λογοτεχνίας.» Υποστηρίζει ο Χρίστος Κυθρεώτης στο Liberal.gr σε μια συζήτηση σχεδόν εφ' όλης της ύλης.

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

- Κύριε Κυθρεώτη, η Μαντάμ Μποβαρύ, λέει, κουβαλά σε έναν κόκκο της άμμου που έχει στο φουστάνι της ολόκληρη τη Σαχάρα. Αυτό είναι και το 24ωρο του ήρωά σας, κύριε Κυθρεώτη; Η κάθε μέρα μας είναι σε σμίκρυνση μια ζωή;

Πράγματι, πιθανόν τελικά να είναι τα κομμάτια εκείνα που περιέχουν το σύνολο και όχι το αντίστροφο, ποιος ξέρει. Όμως μια ζωή (ίσως και μια έρημος) μάλλον δεν είναι κάτι τόσο κλειστό και συγκεκριμένο ώστε να επιδέχεται σμίκρυνση, ή γενικότερα αποτύπωση. Ίσως να είναι απλώς επιδεκτική ερμηνειών.

- Η δική μας ζωή; Και πώς και πόσο επηρεάζεται η δική μας ζωή, το δικό μας 24ωρο από την Ζωή; Η προσωπική ιστορία από την Ιστορία, δηλαδή.

Πολύ, με πολλούς και προφανείς τρόπους. Προσωπικά νιώθω ότι με ενδιαφέρουν περισσότερο εκείνα τα στρώματα της ζωής που δεν επηρεάζονται και τόσο, εκείνα που διατηρούν μια συνέχεια μέσα από τις μεγάλες τομές της Ιστορίας.

- Γίνεται να ξεφύγει από όλο αυτό κανείς;

Όχι, αλλά μπορεί να καταφεύγει όσο μπορεί σε εκείνα τα στρώματα που περιέγραψα.

- Και τι σημαίνει «ξεφεύγω» τελικά; Αντιμετωπίζοντας την κατάσταση μετωπικά και σε βάθος γράφοντάς την – μη ξεχνάμε το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για το «Μια χαρά» και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος στην Κύπρο, το Βραβείο Κλεψύδρας και την υποψηφιότητά σας για το μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το «Εκεί που ζούμε»- ή κάνοντας τα στραβά μάτια, σα να μην υπάρχει καν;

Φαντάζομαι ότι και οι δύο αφηγηματικές στρατηγικές είναι θεμιτές, όπως και οι αντίστοιχες επιλογές ζωής. Και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα σε δικαιώνει ή σε εκθέτει.

- Για έναν τόσο νέο συγγραφέα στο δεύτερό του κιόλας βιβλίο, τι σηματοδοτούν τρία βραβεία τόσο σημαντικά;

Είναι μια επιβράβευση, του είδους που ευχαριστεί κάθε συγγραφέα – εμένα τουλάχιστον με ευχαριστεί. Κυρίως γιατί επιβεβαιώνει και εμβαθύνει μια συνομιλία με τη λογοτεχνία της εποχής σου.

- Πιστεύετε ότι η ελληνική λογοτεχνία χάνεται στη μετάφραση, τελικά;

Πέρα από την καθαρή λογοτεχνική αξία ενός βιβλίου, υπάρχει και μια σχετική αξία του – που έχει να κάνει με το δυνητικό κοινό του. Με άλλα φίλτρα ανάγνωσης προσέρχεται το ξένο κοινό στην ελληνική λογοτεχνία, άλλες προσδοκίες έχει από αυτή, και άλλες έχει το ελληνικό κοινό.

Όμως πρόκειται για μια διαφορά ουδέτερη, υπό την έννοια ότι μπορεί είτε να ευνοήσει είτε να αδικήσει την πρόσληψη ενός έργου, αν οι όροι εύνοια και αδικία είναι κατάλληλοι εδώ πέρα.

Για να αποτιμήσει ένα κοινό μια λογοτεχνία βέβαια, πρέπει πρώτα να τη γνωρίσει, και εκεί ίσως υπεισέρχονται ζητήματα πολιτικής του βιβλίου για τα οποία δεν νιώθω καθόλου αρμόδιος να μιλήσω.

- Στην ιστορία σας αναμονές, αναβολές, ατέλειωτες κι ατελέσφορες μετακινήσεις που ξαφνικά βάζει φρένο, σα να μπήκαμε σε ακίνητη παρένθεση- ο ιός. Θα γράφατε κάτι για τη βίαιη ακινησία μας μετά τη βίαιη και αδιάκοπη αδιέξοδη κίνησή μας;

Θα έγραφα κάτι για οτιδήποτε, το ζήτημα είναι αν θα ήταν καλό – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Γενικά, πάντως, με φοβίζει η άμεση ενασχόληση με ένα βίωμα, πριν κατακαθίσει, πριν μπορέσω να το δω από ένα σχετικά σταθερό σημείο.

- Τι θα έκανε ο ήρωάς σας την τελευταία χρονιά;

Υπομονή μάλλον, θα ανέβαλλε μερικές αποφάσεις ακόμα.

- Στα καθαρά περί γραφής τώρα: Υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Προτιμώ να γράφω στο σπίτι μου, σε συνθήκες ησυχίας, παρ’ όλα αυτά δεν έχω κάποια εμμονή με αυτό. Θα έλεγα πως αν το απαιτήσουν οι συνθήκες μπορώ να γράψω και εκτός σπιτιού, αν και μάλλον αυτό θα ακουγόταν σαν κακόγουστο αστείο πια.

- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Το βασικό είναι να ξέρω τη φωνή του ήρωα, που συνήθως στις ιστορίες μου είναι και ο αφηγητής. Από εκεί ξεκινάω, από μια βασική κατάσταση στην οποία προσπαθώ να δω πώς μιλάει ο αφηγητής, ποια είναι η οπτική γωνία του απέναντι στα πράγματα.

- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Δεν έχω γράψει και πολλά. Υποθέτω ότι το πρώτο είναι για όλους παράξενο, καθώς όσο το γράφεις δεν είσαι ακριβώς συγγραφέας αλλά το αποτέλεσμα πρέπει να είναι το βιβλίο ενός συγγραφέα.

- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Νομίζω πως με κεντρίζει πάντα ο τρόπος με τον οποίον ένας άνθρωπος αντιμάχεται, παρενοχλεί, υπονομεύει τον εαυτό του. Από την άλλη, αυτό ίσως είναι το θέμα ολόκληρης της λογοτεχνίας.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Να είναι εξαρχής ιστορία μου, με κάποιον πολύ αφηρημένο και έμμεσο τρόπο έστω. Να έχω ήδη μια στάση απέναντί της, να τη βλέπω καθαρά.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Το ίδιο, θα έλεγα.

- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Νομίζω ότι οι περισσότεροι δεν έφτασαν ως εμένα, ξεκίνησαν από μένα. Με την έννοια ότι ξεκίνησαν από κάτι πολύ δικό μου που άλλαξε πολλές μορφές. Δηλαδή καθόλου αλλόκοτα.

- Μας βρίσκουν οι ιστορίες μας ή είμαστε εκείνοι που τις επινοούμε εξ αρχής;

Νομίζω πως είναι λίγο και από τα δύο. Σίγουρα οι ιστορίες, ακόμα και αυτές στις οποίες φαίνεται να ασκούμε ελάχιστο έλεγχο, δεν συμβαίνουν ποτέ εντελώς ερήμην μας, δεν είναι κάτι που απλώς υφιστάμεθα, όπως ένα φυσικό φαινόμενο. Και μόνο η λέξη ιστορία προϋποθέτει κάποια συμμετοχή σου, κάποιον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο είδες και συνδύασες τα υποτιθέμενα «γυμνά» γεγονότα.