Τα δημογραφικά στοιχεία της χώρας για τα επόμενα χρόνια είναι δεδομένα. Η χώρα μετατρέπεται σε ένα απέραντο γηροκομείο. Το 2050 θα είμαστε λιγότεροι κατά ένα εκατομμύριο, με τους γέροντες να αποτελούν την μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού. Το 2050 δεν είναι μακριά. Απέχει όσο το 1990. Και πιστεύει κανείς ότι με αυτά τα λίγα που ξέρουμε θα μπορούν οι σημερινοί ασφαλισμένοι να πάρουν τότε σύνταξη; Αδύνατον!
Οι τρεις πυλώνες που αναφέρει η επιτροπή του Νομπελίστα Πισσαρίδη είναι η μόνη διέξοδος. Πολύ απλά διότι η σύνταξη που δίνει σήμερα το κράτος θα είναι τότε ένα κοινωνικό βοήθημα, καθώς οι εργαζόμενοι – φορολογούμενοι θα είναι αισθητά λιγότεροι από τους συνταξιούχους. Αν κάποιος λοιπόν θέλει να «εξασφαλίσει» τα γηρατειά του, τότε δεν πρέπει να στηρίζει τις προσδοκίες του στο κράτος.
Ασφαλώς και υπάρχουν πολιτικοί που αμφισβητούν τον Νομπελίστα. Πώς το είπε προχτές ο Συριζαίος; Και τι είναι ο Πισσαρίδης; Ένας νεοφιλελεύθερος που του έδωσαν το Νόμπελ. Η αλήθεια είναι ότι οι ψεκασμένες θεωρίες τους κρύβονται καλά πίσω από μία αναμφισβήτητη αλήθεια: Το 2050 δεν είναι μακριά, αλλά δεν είναι και κοντά! Ποιος θυμάται σήμερα τι ακριβώς συνέβαινε το 1990; Μόνο ως όνειρο! Έτσι και το 2050 ποιος θα θυμάται τι έλεγαν οι ψεκασμένοι λαϊκιστές της Δεξιάς και της Αριστεράς για τον Πισσαρίδη και τις προτάσεις του; Με άλλα λόγια, πολιτική κάνουν οι άνθρωποι, σκοπεύουν στις ψήφους του σήμερα. Για αύριο, ποιος ζει και ποιος πεθαίνει…
Αυτά με την πολιτική. Αν όμως κάποιος πολιτικός θέλει να σπάσει το κύκλο της ρουτίνας και να περάσει στην ιστορία με δικό του κεφάλαιο, τότε θα πρέπει να αγνοήσει τις ψήφους του 2020 και να επενδύσει στην υστεροφημία του. Όταν το ζητάει κανείς αυτό από έναν πολιτικό είναι σαν να ζητάει από έναν ποδοσφαιριστή να σταματήσει το ποδόσφαιρο στην ώριμη ποδοσφαιρικά ηλικία του και να επενδύσει στην προπονητική. Το θέμα είναι με τον ποδοσφαιριστή ότι κάποια στιγμή δεν μπορεί να παίξει μπάλα και αναγκαστικά στρέφεται στην προπονητική. Ο πολιτικός δεν πιέζεται από την ηλικία και δικαίως πιστεύει ότι θα είναι αιώνια έφηβος και θα κερδίζει το κοινό στην κάλπη…
Η ουσία είναι ότι κάθε κυβέρνηση δεν θέλει να λύσει το πρόβλημα, επειδή αυτό έχει μεγάλο πολιτικό κόστος. Προτιμά να πετάξει την καυτή πατάτα στην επόμενη. Άλλωστε, το 2050 απέχει 30 χρόνια. Άντε, το 2040 απέχει 20. Αλλά δεν είναι σήμερα! Στο κάτω – κάτω της γραφής, ποιος νοιάζεται αν στο «μακρινό» 2050 πει κάποιος «τι καλά που τα έκανε τότε ο Μητσοτάκης». Θυμηθείτε μόνο τι συνέβη με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Σε πολλές του επιλογές δικαιώθηκε πολύ αργότερα. Όταν δεν ήταν πλέον πρωθυπουργός. Αυτό δεν τον ωφέλησε στη χαμένη εκλογική του μάχη του 1993…
Από την άλλη πλευρά, έχει σημασία για μία κυβέρνηση σε ποιο κοινό απευθύνεται. Ο Αλέξης Τσίπρας, για παράδειγμα, μπορεί να ζητάει πλήρη σύνταξη από τα 40, επειδή το κοινό του δεν μπορεί να πιστέψει στις βασικές αρχές της Οικονομίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όμως, απευθύνεται σε ένα τελείως διαφορετικό κοινό. Ή καλύτερα, μεταξύ των κοινών που απευθύνεται υπάρχει κι ένα μεγάλο κομμάτι που αγαπάει την κοινή λογική και γνωρίζει την γλώσσα των μαθηματικών. Είναι ο κόσμος που ξέρει ότι τα παιδιά του δεν πρόκειται αύριο να πάρουν σύνταξη κι επειδή πίστεψαν ότι θα έπρεπε κάτι να κάνουν γι αυτό, να αντιδράσουν με έναν τρόπο, ψήφισαν την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Έδωσαν την ψήφο τους και περιμένουν να πάρουν κάτι πίσω…
Θανάσης Μαυρίδης