Της Βίβιαν Ευθυμιοπούλου
Ομολογούμε ότι δεν αισθανθήκαμε μεγαλύτερη πολιτική συμπάθεια για τον Σεμπάστιαν Κουρτς, όταν πληροφορηθήκαμε από το ρεπορτάζ της Deutsche Welle ότι η κυβέρνηση που συγκρότησε με τους Πράσινους έχει περισσότερες γυναίκες από άντρες.
Μας διασκέδασε όμως η σιωπή για το θέμα στην ελληνική δημόσια σφαίρα που είναι λαλίστατη για το ζήτημα της συμμετοχής των γυναικών σε θέσεις ευθύνης και εξουσίας. Η είδηση έμεινε ασχολίαστη τόσο από τους προοδευτικούς κύκλους όσο και από τους νεοσυντηρητικούς που χλευάζουν κάθε φορά τις Ελληνίδες που διαμαρτύρονται για τους σχετικούς αποκλεισμούς, αποκαλώντας τες «feminazis» (αναρωτιόμαστε που μαθαίνουν αυτές τις «αμερικανιές». Μάλλον στο Netflix και το Breitbart News)
Ευκαιρία να διατυπώσουμε κάποιους προβληματισμούς.
Το φύλο κάθε πολίτη δεν λέει απολύτως τίποτα για τις ικανότητές του και αναφερόμαστε βέβαια στις δυτικές κοινωνίες, όπως η ελληνική, όπου άντρες και γυναίκες λαμβάνουν, υποχρεωτικά, την ίδια βασική εκπαίδευση, σπουδάζουν στα ίδια πανεπιστήμια, κάνουν τα ίδια μεταπτυχιακά, έχουν δηλαδή την ίδια πρόσβαση στην εκπαίδευση και ασκούν ελεύθερα το δικαίωμα στην μάθηση.
Μια κυβέρνηση στην οποία θα συμμετέχουν πολλές γυναίκες δεν θα είναι αναγκαστικά καλύτερη από αυτή που οι γυναίκες έχουν αποκλειστεί.
Το θέμα μας είναι να μην αποκλείονται γυναίκες ακριβώς λόγω τους φύλου τους ή γιατί η κοινωνία και οι διάφορες οργανωμένες ομάδες της (το πολιτικό σύστημα, το μηντιακό σύστημα, το πανεπιστημιακό σύστημα) χωρίς να εχθρεύονται τις γυναίκες, τις αποκλείουν γιατί δεν έχουν συνηθίσει την παρουσία τους στα πράγματα. Αν κάποιοι πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν κατάλληλες γυναίκες να αρθρογραφούν σε μια μεγάλη ελληνική εφημερίδα, για να φέρουμε ένα τυχαίο παράδειγμα, τότε και οι άντρες που αρθρογραφούν σε αυτή είναι εξίσου ακατάλληλοι γιατί έχουν τελειώσει τα ίδια σχολεία και τα ίδια πανεπιστήμια με τις γυναίκες που αποκλείονται ως ακατάλληλες. Είναι απλά τα πράγματα.
Ορθώς λοιπόν οι φιλελεύθεροι εχθρεύονται μεν την ποσόστωση αλλά δεν σταματούν να πιέζουν έμπρακτα και συνεχώς για τη συμμετοχή περισσότερων γυναικών σε θέσεις εξουσίας και επιρροής.
Στο ζήτημα των δικαιωμάτων και το γυναικείο ζήτημα, εν προκειμένω, οι κλασικοί φιλελεύθεροι (όσοι δηλαδή πολιτεύονται πάνω στο τρίπτυχο «ελεύθερη οικονομία, ανθρώπινα δικαιώματα, ανοιχτή κοινωνία») διαφοροποιούνται από τους αριστερούς φιλελεύθερους και σε κάτι ακόμα, θεμελιώδες κατά τη γνώμη μας: οι φιλελεύθεροι κρίνουν επιβλαβή την πολιτικοποίηση στη βάση της ταυτότητας.
Για τους φιλελεύθερους, στη δημοκρατική πολιτεία, υπάρχουν μόνο πολίτες που έχουν ίσα δικαιώματα τα οποία πρέπει να ασκούν ελεύθερα. Οι πολίτες δεν χωρίζονται σε μαύρους, άσπρους, γυναίκες, άντρες, Εβραίους, Χριστιανούς, Μουσουλμάνους, αρτιμελείς, ανάπηρους.
Η ιδιότητα του πολίτη είναι αυτή που δίνει το διαβατήριο, την πρόσβαση στην ισότιμη συμμετοχή στην οργανωμένη πολιτεία.
Έτσι λοιπόν γίνεται σαφές γιατί κάθε συζήτηση που γίνεται στη βάση της ταυτότητας καταλήγει να αποδυναμώνει την πανίσχυρη ιδιότητα του πολίτη.
Το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες είναι η ανισότητα. Οι ανισότητες πλήττουν εξίσου άνδρες και γυναίκες ειδικά στις νεαρές ηλικίες. Οι νέοι άντρες έχουν το ίδιο πρόβλημα με τις νέες γυναίκες να βρουν καλές δουλειές, να καταλάβουν θέσεις εξουσίας. Χρειάζονται κι αυτοί στήριξη.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία διαφορά;
Υπάρχει μια βασική και θεμελιώδης διαφορά. Όταν έρθει η ώρα της δημιουργίας οικογένειας και της τεκνοποίησης το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στις γυναίκες. Τα παιδιά δεν γίνεται να καταλήγουν να λειτουργούν ως εμπόδιο στην επαγγελματική και κοινωνική ζωή των γυναικών.
Γι αυτό πιστεύουμε ότι το φεμινιστικό κίνημα στις δυτικές κοινωνίες και ειδικά στη χώρα μας πρέπει να επικεντρωθεί στη βελτίωση των συνθηκών για την εργαζόμενη μητέρα.
Δεν θέλουμε επιδόματα.
Θέλουμε περισσότερους και καλύτερους δημόσιους παιδικούς σταθμούς.
Θέλουμε τη δυνατότητα εργασίας από το σπίτι, εφόσον κάποια το επιθυμεί.
Θέλουμε αυστηρούς ελέγχους από την επιθεώρηση εργασίας και σκληρή τιμωρία των επιχειρήσεων που δεν διευκολύνουν την εργαζόμενη μητέρα, παραβιάζοντας την ισχύουσα νομοθεσία.
Χρειαζόμαστε μεγαλύτερη κοινωνική αλληλεγγύη και στήριξη στις εργαζόμενες μητέρες, να ευαισθητοποιηθούμε απέναντι στις ανάγκες τους που συχνά ντρέπονται να τις εκστομίσουν για να μην εκληφθούν ως αδύναμες, να απλώσουμε ένα χέρι βοήθειας στη φίλη, τη συνάδελφο που βλέπουμε ότι πνίγεται.
Επείγει να γίνουμε κοινωνία όχι μέλη ομάδας που συγκροτείται στη βάση της ταυτότητας κάτι που αντί να περιορίζει τις διακρίσεις, τις ισχυροποιεί και τις αναπαράγει.
Το γυναικείο κίνημα δεν εξαντλείται στην αστυνόμευση του λόγου, δεν αρχίζει και τελειώνει σε καυγάδες για την ανατροπή των πολιτισμικών και φυλετικών στερεοτύπων. Τα στερεότυπα δεν αποδομούνται με άρθρα στον Τύπο και σχόλια στα social media. Θα αποδυναμωθούν όταν αποκτήσουμε κοινωνίες πολιτών, όχι ομάδων που οργανώνονται στη βάση της ταυτότητας πολεμώντας η μία την άλλη.
Δεν αισθανθήκαμε, λοιπόν, καμία συμπάθεια για τον υπερσυντηρητικό (έως ακροδεξιό) Σεμπάστιαν Κουρτς επειδή έβαλε στην κυβέρνηση περισσότερες γυναίκες και δη ομοϊδεάτισσές του. Καταγράφουμε όμως την πολιτική του ευφυΐα να συγχρονιστεί με τις απαιτήσεις της εποχής. Θα κριθεί για τις επιδόσεις του όπως και οι κυβερνητικοί του εταίροι, οι Πράσινοι, θα κριθούν από το βαθμό που θα καταφέρουν να ακυρώσουν την αντιμεταναστευτική ρητορική Κουρτς που λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για την υπόλοιπη Ευρώπη.