Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Ένα από τα πιο βρώμικα deals μεταξύ εξουσίας και συνδικαλιστών ήταν αυτό που έκλεισε ο Καγκελάριος της Γερμανίας, Οττο Φον Μπίσμαρκ το 1880. Προώθησε μεταρρυθμίσεις, κόντρα στους φιλελεύθερους αντιπάλους του στο κοινοβούλιο, δίνοντας επιδόματα για περιπτώσεις ασθένειας, ατυχημάτων και ασφαλιστικής πρόνοιας στην τρίτη ηλικία. Το κίνητρο που κρυβόταν πίσω από τις παροχές αυτές ήταν πολύ κυνικό:να εξαγοράσει τα εργατικά σωματεία ώστε να σταματήσουν να διαμαρτύρονται. Τι ειρωνεία όμως. Η ασφαλιστική κάλυψη που προέβλεπε η μεταρρύθμιση του Μπίσμαρκ θα ξεκινούσε να ισχύει στην ηλικία των 70 ετών, μια ηλικία που ελάχιστοι εργαζόμενοι έφταναν...
Τα συνδικάτα απέκτησαν ρόλο στην διαχείριση του κράτους και οι συνδικαλιστές εξουσία στην ίδρυση ενός ιδιότυπου κρατισμού που αποτέλεσε το καταστροφικό πρότυπο για όλη την διάρκεια του 20ου αιώνα. Σπανίως, βέβαια, οι οικονομίες μπόρεσαν να ανταποκριθούν, χωρίς ελλείμματα και διόγκωση χρεών, προκειμένου να εξυπηρετήσουν ένα κράτος πρόνοιας το οποίο αναπτυσσόταν πέρα από τις δυνατότητές τους.
Ανεξάρτητα από τις θετικές κατακτήσεις τους υπέρ των εργαζομένων, οι απανταχού συνδικαλιστές, φύσει και θέσει, είχαν πάντα μια προνομιακή σχέση με το πολιτικό σύστημα. Ειδικά, στην Ελλάδα, επειδή δεν υπήρχε μεγάλο βιομηχανικό εργατικό δυναμικό, ο συνδικαλισμός υπήρξε κρατικοδίαιτος. Από την δεκαετία του ΄80 μάλιστα, μιλάμε για συνδικάτα δημοσίων υπαλλήλων και “εργαστήρια” παραγωγής κομματικών στελεχών τα οποία μεταπηδούσαν συστηματικά προς την κεντρική εξουσία.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς πως θα μπορούσε να λειτουργήσει ένας μηχανισμός διεκδίκησης δικαιωμάτων κρατικών υπαλλήλων από το ίδιο το κράτος. Στην ουσία, πρόκειται για μία “οικογενειακή υπόθεση” με αποκλειστική χρήση του δημοσίου χρήματος, υπέρ των πελατειακών δικτύων και της κάλυψης πολιτικών θέσεων.
Και για του λόγου το αληθές, ενώ σήμερα οι απολυμένοι του ιδιωτικού τομέα, πλησιάζουν το 1,5 εκ. οι κρατικοί υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι του Δημοσίου, υπέστησαν μόνο μειώσεις στις παχυλές τους αποδοχές.
Επομένως, για να είμαστε εντελώς ξεκάθαροι, οι Έλληνες συνδικαλιστές είναι το ίδιο το κράτος, σε μία προέκταση της κομματικής του ταυτότητας. Και στον αντίποδα, οι υπόλοιποι Έλληνες που συντηρούν αυτό το κράτος. Για τους οποίους δεν υφίσταται συνδικαλισμός αλλά απλά, μία καπηλεία της εργασιακής ιδιότητας. Είναι σαφές ότι η ΓΣΕΕ ποτέ δεν υπερασπίστηκε τα δικαιώματά τους.
Στη μάχη εν τω μεταξύ,της δεύτερης αξιολόγησης δύο είναι τα καυτά ζητήματα που η κυβέρνηση έθεσε τις “ροζ” και κόκκινες γραμμές της: Οι ομαδικές απολύσεις και ο συνδικαλιστικός νόμος. Για τις ομαδικές απολύσεις η ροζ γραμμή έγινε πολύ γρήγορα πράσινη αλλά για τον συνδικαλιστικό νόμο παραμένει ακόμα κόκκινη. Την κατεδάφιση του συνδικαλιστικού νόμου 1264/1982 ζητούν οι δανειστές, την κατάργηση των προνομίων και την λήψη δημοκρατικών αποφάσεων για τις απεργίες αλλά η κυβέρνηση αντιστέκεται!
Άδικος κόπος. Αυτή τη φορά και εκτός απροόπτου, η απαίτηση είναι επιβεβλημένη. Ο φάκελος που βρίσκεται στο συρτάρι του κ. Βρούτση από την εποχή Σαμαρά – δεν συναινούσε το ΠΑΣΟΚ- ξαναβγαίνει και μέχρι τις 5 Δεκεμβρίου (Eurogroup) η ψήφιση του νόμου πρέπει να είναι γεγονός.
Εκτός των άλλων, η επαναστατική διάταξη θα είναι το 50%+1 των εγγεγραμμένων μελών προκειμένου να ληφθεί απόφαση για τις απεργίες, ενώ τώρα αρκούσε η πλειοψηφία μιας ομάδας συνδικαλιστών για να “εκπροσωπήσουν” τους χιλιάδες συναδέλφους τους. Αρκούσε μια μικρή συντεχνία κομματικών μελών ενός πελατειακού δικτύου για να κάνει άνω κάτω, το κράτος, εισπράττοντας τα “λύτρα” από το ίδιο το ταμείο του!
Παρόλο που οι δανειστές φαίνονται αποφασισμένοι, ακόμα είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως θα θα σπάσει ένα από τα σκληρότερα κατεστημένα της χώρας, από καταβολής ελληνικού κράτους. Αν όμως, συμβεί, θα είναι η αρχή του τέλους για την σαπίλα του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού. Εν αναμονή λοιπόν των εξελίξεων. Οι δύο εβδομάδες που έρχονται θα είναι καθοριστικές και για τις μεταρρυθμίσεις αλλά και για την πορεία της κυβέρνησης στο εγγύς μέλλον...