Του Θοδωρή Πελαγίδη*
Το παγκόσμιο οικονομικό κλίμα, έτσι όπως καταγράφεται από το ινστιτούτο ifo του Μονάχου, σημειώνει περαιτέρω χειροτέρευση για το πρώτο τρίμηνο του 2019.
Ειδικότερα ο δείκτης που καταγράφει τις οικονομικές προσδοκίες σημειώνει τη χειρότερη επίδοση. Οι περιοχές και οικονομίες που πλήττονται περισσότερο φαίνεται να είναι η Ευρώπη και κατά δεύτερο λόγο η Αμερική. Μάλιστα πλήττονται χώρες παραδοσιακοί πελάτες της Ελλάδος όσον αφορά τις εξαγωγές αλλά και τον τουρισμό, όπως η Γερμανία ή και Ιταλία. Παρότι το σύνολο των αναλυτών παραμένει επιφυλακτικό ως προς το μέγεθος της οικονομικής προσαρμογής προς τα κάτω, το γεγονός είναι ότι η συρρίκνωση θα συνεχιστεί και θα ενταθεί. Οι προοπτικές επιβαρύνονται τόσο από το παγκόσμιο οικονομικό κλίμα που αφορά κυρίως το διεθνές χρέος και το μέγεθος του, όσο και της γεωοικονομικές εντάσεις. Κρίσιμο ρόλο σε αυτό θα παίξουν τα γνωστά γεγονότα του Brexit, οι εμπορικές αψιμαχίες αλλά και η φυσιολογική αποδυνάμωση των επιπτώσεων των φορολογικών περικοπών στην Αμερική.
Όλα αυτά αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, ανάκαμψη που αφορά την επιβίωση επιμέρους τομέων της, όπως το τραπεζικό σύστημα ή και η ομαλή εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους. Είναι γνωστό το πόσο έχει βοηθηθεί τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία όχι μόνο από τα κεφάλαια διάσωσης αλλά από τον τουρισμό και γενικότερα τις εξαγωγές, ιδίως για το 2018. Η περαιτέρω ανάκαμψη βασίζεται επίσης στην προσέλκυση διεθνών κεφαλαίων, πέραν της αυξήσεως των εξαγωγών.
Είναι κατανοητό ότι καθώς το διεθνές οικονομικό κλίμα επηρεάζεται αρνητικά, με επιταχυνόμενο μάλιστα ρυθμό, τα περιθώρια συνεισφοράς των ανωτέρω παραγόντων στην ελληνική ανάκαμψη περιορίζονται αισθητά. Να επισημάνω μάλιστα ότι όπως και με την διεθνή κρίση του 2008, οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία εμφανίζονται με κάποιους μήνες καθυστέρηση.
Πολύ δε περισσότερο όταν με την συμπλήρωση του 2018, και σε κάποιο βαθμό βέβαια και του 2019, εξαντλείται όλο το «παραγωγικό κενό» το οποίο δημιουργήθηκε από την οικονομική κρίση. Αυτό σημαίνει ότι από δω και πέρα ο όποιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης πρέπει να προέρχεται όχι απλώς εκτατικά από την απασχόληση των οποίων παραγωγικών συντελεστών που πλεονάζουν, κεφάλαιο ή και εργασία, αλλά από την ποιοτική βελτίωση αυτών. Αυτό σημαίνει κέρδη και εσωτερική αποταμίευση που γίνεται επένδυση από την αύξηση των εξαγωγών, αυτό σημαίνει ξένες επενδύσεις που βελτιώνουν την ποιότητα του φυσικού κεφαλαίου, αρχικώς. Αυτό σημαίνει θέσεις εργασίας πιο ποιοτικές.
Τα παραπάνω αρνητικά αυτά οικονομικά δεδομένα οπωσδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθούν περαιτέρω από τις ακραίες πολιτικές δυνάμεις της ανωμαλίας που επιβουλεύονται τη φιλελεύθερη δημοκρατία στην Ευρώπη αλλά και την Ελλάδα. Αυτό ενδέχεται να χειροτερέψει περαιτέρω τις οικονομικές προοπτικές ιδιαιτέρως μάλιστα στην χώρα μας.
Σε κάθε περίπτωση, ο δρόμος μπροστά μας γίνεται όλο και πιο δύσβατος.
* Ο Θοδωρής Πελαγίδης, καθηγητής οικονομικής ανάλυσης στο πανεπιστήμιο Πειραιώς και ανώτερος ερευνητικός εταίρος στο Brookings Institute, είναι σύμβουλος μακροοικονομίας του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας.