Του Παναγιώτη Δουδωνή*
Την 25η Ιανουαρίου 2015, το πρώτο μεγάλο σοκ για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης προήλθε από την επιλογή κυβερνητικού εταίρου από τον Αλέξη Τσίπρα: αυτός δεν ήταν άλλος από τον Πάνο Καμμένο, ο οποίος καίτοι προερχόταν φαινομενικά από άλλο πολιτικό χώρο, συνδεόταν με τον ΣΥΡΙΖΑ στα πλαίσια του μετώπου της αντιμνημονιακής φαντασίωσης, που εν συνεχεία διολίσθησε σε εφιάλτη. 4 χρόνια μετά, οι σχέσεις του κυβερνώντος κόμματος και του Πρωθυπουργού προσωπικά με τον κ. Καμμένο ίσως σταθούν η αφορμή για τον τελευταίο -και θεσμικά σοβαρότερο- κλυδωνισμό αυτής της Κοινοβουλευτικής Περιόδου.
Μιλώντας για τις σχέσεις των δύο πρώην κυβερνητικών εταίρων, αξίζει να σημειωθεί ότι αυτές έχουν περάσει πια σε μια νέα φάση: ο αρχικός πολιτικός γάμος έλαβε επισήμως τέλος. Επιβιώνει όμως «?ν ?τέρ? μορφ?» ως μια εν κρυπτώ πολιτική σχέση που στηρίζεται αφενός μεν στην κοινή ροπή προς την περιφρόνηση των συνταγματικών και κοινοβουλευτικών θεσμών αφετέρου σε έναν αμοιβαίο εκβιασμό που ως αντικείμενο έχει την πολιτική επιβίωση και των δύο εντός του Κοινοβουλίου. Η εκζήτηση με την οποία λαμβάνει χώρα αυτός ο αμοιβαίος εκβιασμός, οι πέραν του πνεύματος του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής ακροβασίες και οι εκατέρωθεν τακτικισμοί τον καθιστούν τόσο πρωτότυπο στα κοινοβουλευτικά χρονικά ώστε θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης, γιατί όχι και θαυμασμού, από κάθε πρόσωπο που θα επιθυμούσε εξίσου να ευτελίσει τη σύνθεση και λειτουργία του Κοινοβουλίου στο μέλλον.
Η αρχή έγινε αφενός μεν με το «επεισόδιο της γκαζόζας» στην Ολομέλεια, αφετέρου με την ψηφοφορία στην αρμόδια επιτροπή για την επιλογή του Προέδρου της Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ). Και στις δύο περιπτώσεις κατέστη σαφές ότι η Κυβέρνηση αδυνατεί να λειτουργήσει ως κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε κάθε ζήτημα που καθορίζεται εκ του Κανονισμού και της πρακτικής της Βουλής βάσει της δύναμης των Κοινοβουλευτικών Ομάδων. Κι αυτό γιατί η κυβερνητική πλειοψηφία που προέκυψε από την ψηφοφορία για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης δεν καθιστά την Κυβέρνηση ούτε μονοκομματική πλειοψηφίας ούτε και Κυβέρνηση συνεργασίας δύο (ή και περισσότερων) κοινοβουλευτικών ομάδων αλλά μια ιδιότυπη «κουρελού» συναπαρτιζόμενη από 145 βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος καθώς και 6 «πρόθυμους» βουλευτές πολυποίκιλης προέλευσης.
Καθώς λοιπόν τόσο για την επίτευξη της λεγόμενης «τεκμαιρόμενης» ψηφοφορίας και πλειοψηφίας όσο και για τη σύνθεση των επιτροπών λαμβάνεται υπόψη η δύναμη των Κοινοβουλευτικών Ομάδων, και δεδομένης της εκβιαστικά αρνητικής στάσης του πρώην ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου, θα περίμενε κανείς ο κ. Τσίπρας να επιλέξει την ενσωμάτωση των «προθύμων» βουλευτών στην Κοινοβουλευτική του Ομάδα. Η ένταση όμως του απειλητικού μηνύματος από πλευράς Καμμένου φαίνεται πως τον έκανε να επιθυμεί να οδηγηθεί σε οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση πλην της συνταγματικά ενδεδειγμένης, καθώς η τελευταία θα στερούσε από τους ΑΝΕΛ την κατά το άρθρο 15 του ΚτΒ Κοινοβουλευτική τους Ομάδα και θα οδηγούσε τη σχέση τους με την Κυβέρνηση σε νέα όξυνση.
Ο όλος χειρισμός του ζητήματος από πλευράς Κυβέρνησης συνιστά μια πρώτη διευθέτηση στα πλαίσια του αμοιβαίου εκβιασμού που ξεδιπλώνεται ήδη από την πρώτη στιγμή της διακοπής της κυβερνητικής συνεργασίας. Θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο μέρη, τόσο κατά το αντικείμενό του όσο και κατά το είδος της κοινοβουλευτικής και συνταγματικής πρακτικής που παραβιάζει, αν υποθέσουμε καλόπιστα ότι αυτό δεν είναι εν τέλει το αντικείμενό του. Αναφορικά με τις επιτροπές, επελέγη, στην περίπτωση της ΑΔΙΠ, ο διορισμός υποψηφίου πρόεδρου ανεξάρτητης αρχής παρά το ότι δεν έλαβε τη σύμφωνη γνώμη κατά τη σχετική διαδικασία στη Βουλή, κατά παράβαση της κοινοβουλευτικής πρακτικής.
Αναφορικά με το ζήτημα των ψηφοφοριών, τα πράγματα γίνονται ίσως ακόμα πιο εντυπωσιακά: Οι πρωτοφανείς δηλώσεις των 6 βουλευτών που απεστάλησαν στον Πρόεδρο της Βουλής δεν έχουν καμία νομική ισχύ, δε συνιστούν προσχώρηση στην κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος. Ήταν μια χυδαία προσπάθεια να εκβιαστεί η ύπαρξη τεκμαιρόμενης πλειοψηφίας τέτοιας ούτως ώστε να μην οδηγείται η κυβέρνηση σε ονομαστική ψηφοφορία σε κάθε ένα νομοσχέδιο, καθώς και καταστρατήγηση ως προς τους κυρίους Παπαχριστόπουλο και Ζουράρι του πνεύματος του άρθρου 15 Παρ 4 του ΚτΒ που ορίζει πως «Κάθε βουλευτής μπορεί να ανήκει σε μια μόνο Κοινοβουλευτική Ομάδα». Περαιτέρω, συνιστούν μια πρωτοφανή παραβίαση του περιεχομένου της ελεύθερης εντολής (άρθρο 60 του Συντάγματος) αφού οι βουλευτές εκ των προτέρων παρέδωσαν την ελευθερία ψήφου τους στην Κυβέρνηση δηλώνοντας πως επιθυμούν εφεξής οι ψήφοι τους να συναριθμούνται με αυτές της συμπολίτευσης.
Η λύση ίσως είναι εντελώς προσωρινή αλλά καλύπτει τις δυο αλληλοεκβιαζόμενες πλευρές. Οι όροι της «ανακωχής» βρίσκουν Κυβέρνηση και Πάνο Καμμένο ικανοποιημένους. Κάποια tweet του τελευταίου στο συνηθισμένα έξαλλο ύφος δε μπορούν να αποκρύψουν το γεγονός πως σίγουρα η «διττή φύση» των Παπαχριστόπουλου και Ζουράρι επιτρέπει τόσο σε αυτόν να διατηρεί την Κοινοβουλευτική του Ομάδα και τα προνόμια του επικεφαλής της όσο και στην Κυβέρνηση να κάνει αποτελεσματικά «τη δουλειά της». Το πραγματικό θύμα όμως, όπως συμβαίνει συχνά με τις πολεμικές ανακωχές είναι άλλο: το πνεύμα, η ποιότητα και η λειτουργία των θεσμών μας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η εμπιστοσύνη πολιτών και πολιτικών στους κοινοβουλευτικούς και συνταγματικούς θεσμούς δύσκολα κατακτάται αλλά εύκολα δύναται να χαθεί. Και βέβαια, καθώς η απώλεια της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, ιδίως όταν είναι αποτέλεσμα ενός αγοραίου αλληλοεκβιασμού, συνιστά μια από τις βασικότερες οδούς διολίσθησης της δημοκρατίας, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο η πολιτική πλεονεξία μιας από τις δύο αλληλοεκβιαζόμενες πλευρές να οδηγήσει σε μια νέα, ακόμα πιο πρωτότυπη και οξεία παραβίαση του πνεύματος του Συντάγματος και των θεσμών.
*Ο κ. Παναγιώτης Δουδωνής είναι Λέκτορας, Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου της Οξφόρδης