Δεν αισθανόμαστε καμία νοσταλγία για το ‘50 και το ‘60 και όχι γιατί δεν έχουμε βιώματα από εκείνη την εποχή αλλά γιατί η προ του 1974 Ελλάδα δεν μας γοητεύει στο ελάχιστο. Στα πολιτικά πράγματα κυριαρχούσε το ειδεχθές Παλάτι και η ορμή της νεολαίας του ‘60 είχε ανακοπεί από τη Χούντα.
Γι αυτό και αντιμετωπίζουμε με μεγάλο σκεπτικισμό τις συγκρίσεις που γίνονται με το χθες για να απορριφθεί το σήμερα ως «λαϊκό» ή «κακόγουστο» ενώ το σήμερα είναι απλώς «δημοκρατικότερο» από το χθες κι αυτό είναι που κατά βάθος ενοχλεί τους συντηρητικούς νοσταλγούς του παρελθόντος.
Έτσι λοιπόν, τη «μυθολογία» για την Αμαλία Μεγαπάνου την περίοδο που ήταν παντρεμένη με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή δεν την είχαμε «αγοράσει» ποτέ. Οι κοινές τους φωτογραφίες που κατά καιρούς κάνουν την εμφάνισή τους στα σόσιαλ μίντια ως τεκμήρια κομψότητας μιας άλλης εποχής, δεν αποδεικνύουν τίποτα περισσότερο απ'ότι ήταν δύο όμορφοι και εντυπωσιακοί, εμφανισιακά, άνθρωποι και αυτό, από μόνο του, δεν λέει κάτι για την εποχή που έζησαν.
Όμως, η Αμαλία Μεγαπάνου δεν ήταν απλώς «μια κομψή κυρία από καλή οικογένεια» ή μόνο η «πρώην σύζυγος του Κωνσταντίνου Καραμανλή». Ήταν άνθρωπος με ποιότητα και με τη δική της ανεξάρτητη προσωπικότητα. Σε μια Ελλάδα που η αξία των ανθρώπων μετριόταν από το πόσο εκτεθειμένοι ήταν στη δημοσιότητα, από το πόσο συχνά εμφανιζόταν στις κοσμικές στήλες η φωτογραφία τους, πόσο τους συζητούσαν, ακόμα και για να τους «θάψουν» στα έντυπα ευρύτερης κυκλοφορίας, η Αμαλία Μεγαπάνου επέλεξε να ασχολούνται μαζί της αποκλειστικα με αφορμή την έκδοση κάθε βιβλίου της.
Η Αμαλία Μεγαπάνου θα μπορούσε να είναι παρούσα στη δημόσια σφαίρα μέχρι και σήμερα. Αλλά ποιος μπορεί να τη φανταστεί να έχει λογαριασμό στο instagram και να ανεβάζει φωτογραφίες της από φιλανθρωπικές εκδηλώσεις κοσμικού χαρακτήρα; Ποτέ δεν εισπράξαμε την αποχή της από τα δημόσια πράγματα ως εκδήλωση υπεροχής ή σνομπισμού. Απλώς είχε καταλάβει ότι το αντίτιμο για τη δημοσιότητα είναι βαρύ. Κάθε φωτογραφία δημόσιου προσώπου δεν είναι απλώς τεκμήριο του ενδιαφέροντος που έχει γι αυτό η κοινή γνώμη, είναι περιεχόμενο που γεμίζει ΜΜΕ και πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης και η Αμαλία Μεγαπάνου δεν ήθελε να είναι «περιεχόμενο» προς κατανάλωση στα κάθε λογής Μέσα.
Το αξιοθαύμαστο για εμάς είναι ότι η Αμαλία Μεγαπάνου για να τη θυμούνται επέλεξε να εκδώσει βιβλία και όχι να περιφέρεται στα πάρτυ και τα εβέντ μ’ένα ποτήρι στο χέρι. Δεν μίλησε ποτέ για τον υπερδιάσημο σύζυγό της, κράτησε τον κοινό τους βίο αυτό που πραγματικά ήταν: ιδιωτική τους υπόθεση.
Κατάφερε να τη γνωρίζουν όλοι χωρίς να τη βλέπουν ποτέ.
Η Αμαλία Μεγαπάνου βέβαια δεν αντιγράφεται. Υπήρξε ένας κατεξοχήν άνθρωπος «της εποχής της» και αυτή η εποχή έχει παρέλθει προ πολλού.
Αυτό όμως που μπορούν να αντιγράψουν από εκείνη οι νεότερες γενιές και δη των γυναικών είναι ο τρόπος που ισορρόπησε ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο. Η ζωή με τους συντρόφους, τις οικογένειές μας και τους στενούς μας φίλους είναι ιδιωτική. Αν αυτή την ιδιωτική ζωή την αξιολογούμε ως πολύτιμη αποδεικνύεται από το πόσο πρόθυμοι είμαστε να την εκθέσουμε σε δημόσια θέα έστω και στο μικρόκοσμο που ορίζει ο αλγόριθμος στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης.
Η διάκριση μεταξύ του ιδιωτικού και δημόσιου βίου ξεπερνά κατά πολύ την ηθική επιλογή ή ακόμα και την αισθητική αντίληψη καθώς δεν είναι μόνο δείκτης αυτοσεβασμού και αναγνώρισης της αυταξίας μας. Είναι η πιο πολιτική θέση απ’όλες τις πολιτικές θέσεις που θα βρεθούμε να πάρουμε κατά τη διάρκεια της ζωή μας.
Οι ελεύθεροι, χειραφετημένοι άνθρωποι είναι που έχουν ιδιωτικό βίο τον οποίο σέβονται και περιφρουρούν.
Σε μια εποχή της υπερέκθεσης και με τη στυφή «επίγευση» που αφήνει η κατανάλωση κάθε ασημαντότητας όλα αυτά αξίζει να τα σκεφτούμε.