«Όλα τα βιβλία μου έχουν κάποια αλλόκοτη έναρξη, είτε επειδή είμαι εγώ σε μια περίεργη φάση εκείνη την εποχή, είτε επειδή η ίδια τους η ιδέα είναι αλλόκοτη. Ίσως να έλεγα την «Συμμορία της Τήλας» (εκδόσεις Πάπυρος), που γεννήθηκε σαν εικόνα μιας συμμορίας μαυροντυμένων γιαγιάδων να τριγυρνάνε με καλάζνικωφ στην Ομόνοια και να επιδίδονται σε παράνομο εμπόριο σεμέν. Ναι, αυτή ήταν από τις πιο αλλόκοτες εικόνες που είχα ποτέ. Και φυσικά αρκετά επηρεασμένη από τους Monty Python, που αγαπώ ιδιαίτερα». Μας αποκαλύπτει η συγγραφέας Μαρία Σούμπερτ και μας ανοίγει όλα της τα χαρτιά:
«Για να ξεκινήσει μια ιστορία μέσα μου χρειάζομαι καταρχήν μια εικόνα. Κάτι που να μου τραβήξει το ενδιαφέρον, να με αγγίξει. Μπορεί να είναι ένα τοπίο όπως στο «Πριν το πέρασμα», μία συζήτηση πάνω από μία μακαρονάδα, όπως στους Αποκλεισμένους, μια σατιρική εικόνα όπως στην «Συμμορία της Τήλας» (εκδόσεις Πάπυρος). Μπορεί να είναι απλώς και μόνο οι συζητήσεις που γίνονται για την ισότητα και την κακοποίηση, που με απασχολούν βαθύτατα τον τελευταίο καιρό και κατέληξαν να δημιουργούν το βιβλίο που τώρα περιμένουμε να εκδοθεί από τη Διάπλαση.»
Όπως ήδη θα καταλάβατε, σχέδια, ήρωες, εμμονές, όλα μας τα είπε στο Liberal.gr
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα
- Κυρία Σούμπερτ, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Μου αρέσουν οι τελετουργίες. Μου αρέσει η έννοια της μεταβατικής διαδικασίας από την καθημερινή πραγματικότητα στη φανταστική πραγματικότητα ενός βιβλίου –είτε το γράφω, είτε το διαβάζω. Θα ήθελα να μπορώ να πω πως πρέπει να στήσω μια ατμόσφαιρα στο ιδιαίτερο γραφείο μου, να βάλω ή να κλείσω τη μουσική, να προσέξω το φως, να έχω ένα σνακ κοντά μου. Η αλήθεια όμως είναι πως έχω γράψει βιβλίο («Οι αποκλεισμένοι», εκδόσεις Κριτική) στην Ιθάκη κατά τη διάρκεια των διακοπών σε ένα notebook που έκανε μισή ώρα να ανοίξει ένα αρχείο και κοιτώντας το βουνό από τη μια πλαγιά όπως ανέβαινε το Βαθύ· έγραψα το προσχέδιο βιβλίο («Πριν το πέρασμα», εκδόσεις Διάπλαση) πάλι σε διακοπές, στην Κάρυστο αυτή τη φορά, σε σημειώσεις στο κινητό μου, εν μία νυκτί. Έχω γράψει και γράφω στο τραπέζι της τραπεζαρίας, στο γραφείο που έχω μέσα στο σπίτι, σε φιλικά σπίτια, νομίζω πως έχω γράψει ακόμα σε καφέ και φαστφουντάδικα. Αποδεικνύομαι λοιπόν από τους ανθρώπους που γράφουν κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες –αρκεί να έχω όσο το δυνατό πιο καθαρό μυαλό. Νομίζω πως η δική μου τελετουργία αφορά ακριβώς αυτό: να βρω την κατάλληλη περίοδο που θα μπορώ να γράψω όσο το δυνατόν πιο απερίσπαστη. Και συνήθως –όπως παρατηρώ τώρα- αυτό συμβαίνει κυρίως σε περίοδο διακοπών.
- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Για να ξεκινήσει μια ιστορία μέσα μου χρειάζομαι καταρχήν μια εικόνα. Κάτι που να μου τραβήξει το ενδιαφέρον, να με αγγίξει. Μπορεί να είναι ένα τοπίο όπως στο «Πριν το πέρασμα», μία συζήτηση πάνω από μία μακαρονάδα, όπως στους Αποκλεισμένους, μια σατιρική εικόνα όπως στην «Συμμορία της Τήλας» (εκδόσεις Πάπυρος). Μπορεί να είναι απλώς και μόνο οι συζητήσεις που γίνονται για την ισότητα και την κακοποίηση, που με απασχολούν βαθύτατα τον τελευταίο καιρό και κατέληξαν να δημιουργούν το βιβλίο που τώρα περιμένουμε να εκδοθεί από τη Διάπλαση.
- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
Δεν ξέρω να απαντήσω σε αυτό. Όλα τα βιβλία μου έχουν κάποια αλλόκοτη έναρξη, είτε επειδή είμαι εγώ σε μια περίεργη φάση εκείνη την εποχή, είτε επειδή η ίδια τους η ιδέα είναι αλλόκοτη. Ίσως να έλεγα την «Συμμορία της Τήλας» (εκδόσεις Πάπυρος), που γεννήθηκε σαν εικόνα μιας συμμορίας μαυροντυμένων γιαγιάδων να τριγυρνάνε με καλάζνικωφ στην Ομόνοια και να επιδίδονται σε παράνομο εμπόριο σεμέν. Ναι, αυτή ήταν από τις πιο αλλόκοτες εικόνες που είχα ποτέ. Και φυσικά αρκετά επηρεασμένη από τους Monty Python, που αγαπώ ιδιαίτερα. Κατά τα άλλα, αλλόκοτη ήταν και η συγγραφή του εφηβικού «Νερό δε γίνεται» για το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας (εκδόσεις Καλειδοσκόπιο), το οποίο επειδή είχα υποσχεθεί να το παραδώσω, δεν είχα την ευχέρεια να το γράψω σε κάποιες διακοπές, με αποτέλεσμα να γράφεται μέσα στον πανικό της δουλειάς και της καθημερινότητας. Δεν θυμάμαι να το γράφω, γιατί έπρεπε να εφεύρω χρόνο εκεί που δεν υπήρχε.
- Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Υπάρχουν μοτίβα που εμφανίζονται συχνά, όπως η εξάρτηση και η βία. Υπάρχουν ζητήματα τόσο στις διαπροσωπικές μου σχέσεις, όσο και διαγενεακά κληρονομημένα που ακόμα τα επεξεργάζομαι, με ταράζουν και με κρατούν σε μια διαρκή αναζήτηση.
Ούτως ή άλλως δεν υπάρχει ουδέτερος συγγραφέας. Όλοι ξεκινάμε από την προσωπική μας εμπειρία να γράφουμε. Και αυτή την εμπειρία προσπαθούμε είτε να την αλλάξουμε, είτε να την κατανοήσουμε. Δεν αναφέρομαι φυσικά στη θεραπευτική διαδικασία της γραφής –αυτό είναι μια ξεχωριστή ψυχοθεραπευτική διαδικασία που απαιτεί ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και θεραπευτικό αίτημα. Μιλάω περισσότερο για την ανακουφιστική δύναμη της μετουσίωσης μιας - λιγότερο ή περισσότερο- τραυματικής εμπειρίας σε κάτι δημιουργικό. Αυτό φυσικά σημαίνει να πάρουμε απόσταση από το προσωπικό γεγονός, να το μεταμορφώσουμε σε ένα έργο τέχνης και μέσα από αυτό να εκφραστούμε. Οτιδήποτε άλλο, εμπίπτει σε άλλη κατηγορία αφήγησης.
- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Νομίζω πως πλέον πρέπει να είναι περίεργη, αλλόκοτη. Να με ρωτάει η ίδια η ιστορία κάτι παραπάνω και να μη με αφήνει σε κάτι χιλιοειπωμένο. Δεν είμαι από τους συγγραφείς που γράφουν ποιητικά, ή κεντούν με τις σωστά επιλεγμένες λέξεις. Για εμένα έχει σημασία η ιστορία, να ειπωθεί σωστά, λιτά και άμεσα. Σε αυτό το κομμάτι, με εκφράζουν περισσότερο οι Γερμανοί συγγραφείς.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Νομίζω πως όλοι οι χαρακτήρες, όλα τα πρόσωπα έχουν κάτι που θα μπορούσε να τους κάνει ιδανικούς ήρωες. Η ανθρώπινη ψυχή είναι πολύ βαθιά και σκοτεινή –ακόμα και τα πιο αδιάφορα πρόσωπα έχουν ίσως πλευρές που θα μας εξέπλητταν αν τις ανακαλύπταμε. Δεν ξέρω λοιπόν αν είναι τόσο οι ίδιοι οι ήρωες, όσο οι σχέσεις μέσα στις οποίες βρίσκονται. Και φυσικά το να τους φωτίσουμε με τον κατάλληλο φωτισμό.
- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Δεν ξέρω αν ήταν ο πιο αλλόκοτος τρόπος, αλλά η ίδια η ηρωίδα σίγουρα είναι αλλόκοτη. Δεν είναι άλλη από τη Βασιλικούλα Λάμπρου, την ηρωίδα του τελευταίου μου βιβλίου «Στη σφαίρα του μίσους», που αναδύθηκε την περίοδο της πρώτης καραντίνας και κουβαλάει πολλά από τα δυσφορικά συναισθήματα του περασμένου χρόνου. Ελπίζω πάντως όταν με το καλό συστηθεί στο κοινό, να αναγνωρίσουν το μεγαλείο της –γιατί περί μεγαλειώδους ηρωίδας πρόκειται. Μεγαλειώδους και βαθύτατα αλλόκοτης (μα τι ωραία λέξη!).
- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
Δεν το θυμάμαι. Εκτός κι αν αναφερόμαστε στην παιδική ηλικία, οπότε θα πω απερίφραστα τα άπειρα τεύχη «Άμπρα Κατάμπρα» με τα κλασικά παραμύθια που τα ακούγαμε στην κασέτα και τα διαβάζαμε αργότερα εικονογραφημένα. Σε εφηβική ηλικία θα έλεγα το «Στάσου πλάι μου» του Stephen King, και λίγο πριν την ενηλικίωση θα δήλωνα απερίφραστα την «Οικογένεια Μπες Βγες» του Γιάννη Ξανθούλη. Η κλασική λογοτεχνία μπήκε αργότερα στη ζωή μου.
- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
Επιστρέφω συχνά στο «Πέδρο Πάραμο» του Χουάν Ρούλφο, ένα βιβλίο που δυσκολεύτηκα να το καταλάβω την πρώτη φορά που το διάβασα, αλλά και το οποίο μου άνοιξε ένα πεδίο τελετουργικότητας στη γραφή, για το οποίο δε γνώριζα –και το οποίο ίσως κάποτε επιτύχω. Είναι σίγουρα ένα βιβλίο που έχω χρησιμοποιήσει συχνά στις δραματοθεραπευτικές συνεδρίες.
Κατά τα άλλα, νιώθω πως περισσότερο μου άλλαξε τη ζωή ο κόσμο των βιβλίων, η φανταστική πραγματικότητα όπως αναπτύσσεται εκεί μέσα, οι ιστορίες αυτές κάθε αυτές, και όχι τόσο ένα συγκεκριμένο βιβλίο.
Φυσικά υπάρχουν πολλά που με έχουν συγκλονίσει, σοκάρει –που με έχουν ταρακουνήσει βαθιά.
- Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;
Αγαπώ το χιούμορ και τις υπαρξιακές ανησυχίες των ηρώων Γιάννη Ξανθούλη, τα παραμύθια της Λίλης Λαμπρέλλη, την αγάπη για ζωή του Albert Camus, το παράλογο και υπαρξιακό στον José Saramago, την τελετουργική γραφή της Ευγενίας Φακίνου, τα βαθιά ανθρώπινα βιβλία του Stephen King, τα ψυχαναλυτικά βιβλία του Massimo Recalcati. Μου αρέσουν όμως και μεμονωμένα βιβλία πολύ χωρίς να έχω διαβάσει το σύνολο του έργου των συγγραφέων: το «Κανένα βλέμμα» του Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο, το «Μοιρολόι» της Karen Koehler, το «Unorthodox» της Deborah Feldman, «Η πιο πολύτιμη πραμάτεια» του Jean-Claude Grumberg, για να μιλήσω για κάποια από τα βιβλία που διάβασα πρόσφατα.
- Κατά τη διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Κατά τη διάρκεια της συγγραφής τείνω να απομονώνομαι. Έχω την τάση να αποσύρομαι στον κόσμο που δημιουργώ –κάτι που η οικογένειά μου ανέχεται όσο μπορεί καλύτερα. Αν παίζει μουσική εκείνη την ώρα, δεν την ακούω. Αν διαβάζω κάτι εκείνη την περίοδο δεν ξέρω αν προλαβαίνει να με επηρεάσει, νομίζω πως οι λογοτεχνικές επιρροές επιδρούν επάνω μου σε βάθος χρόνου.
- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Μέσα στην πρώτη πανδημία έγραψα το τελευταίο μου μυθιστόρημα «Στη σφαίρα του μίσους», που αναμένεται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Διάπλαση. Ηρωίδα του είναι η Βασιλικούλα Λάμπρου, η οποία γεννιέται σε μια οικογένεια που δεν θέλει κορίτσια.
Σίγουρα ήταν ένα βιβλίο που γράφτηκε μέσα στη δυσφορία, το άγχος και την πίεση της καραντίνας το Μάρτιο- Απρίλιο του 2020, και τα οποία συναισθήματα προσπάθησα να μετουσιώσω σε κάτι δημιουργικό –ελπίζω και απολαυστικό.