Ο Μανώλης Μητσιάς, με την αφορμή της κυκλοφορίας του νέου δίσκου του, μιλά για την πιο επικίνδυνη «φυλακή» που ζούμε σήμερα, την πολιτική εκμετάλλευση της πανδημίας, το μέλλον του τραγουδιού στην ψηφιακή εποχή και το μεγάλο του απωθημένο
Την ημέρα που αναζήτησα τον Μανώλη Μητσιά στο τηλέφωνο, βρισκόταν με τη γυναίκα του στο νοσοκομείο. «Είχε μια έντονη αδιαθεσία και ήρθαμε προκειμένου να κάνει το τεστ», είπε σχεδόν απολογητικά ο πάντα ευγενής ερμηνευτής. Το ίδιο κιόλας βράδυ, εμφανώς ανακουφισμένος από το αποτέλεσμα της εξέτασης, με κάλεσε από την ασφάλεια του σπιτιού.
Επικαλέστηκα αμέσως τον καλό φίλο του από τα παλιά, τον ζωγράφο Γιώργο Σταθόπουλο, και τις ιστορίες που είχε αφηγηθεί από την κοινή παρέα που έκαναν στου «Φλόκα», στο «ιερατείο», όπως έλεγαν τότε οι «μυημένοι» το περίφημο καφέ. «Ο Γκάτσος, ο Χατζιδάκις, ο Ελύτης, όλοι τους μεγάλες μορφές, που μαθαίναμε κοντά τους», λέει με σεβασμό. Τότε, αυτή η παρέα δημιούργησε μια μικρή ελληνική αναγέννηση, μια δημιουργική δίνη φιλίας, που έβγαλε τραγούδια κλασικά, άφθαρτα στον χρόνο.
Συνέντευξη στον Γιώργο Μυλωνά:
- Φαίνεται πως το «ήθος» αυτής της παρέας σάς καθόρισε. Στο ξεκίνημα θητεύσατε στις παρέες της μπουάτ στη Θεσσαλονίκη και αργότερα στην πρώτη μπουάτ στην Πλάκα, το «Ζουμ», με τη Γαλάνη και τον Μούτση. Και αυτό που σας ξεχώρισε είναι ότι σε μια 50χρονη διαδρομή μείνατε μακριά από τις μεγάλες πίστες.
Τα απέφευγα τα κοσμικά κέντρα. Ηταν ένα «πανηγύρι», που δεν μου πήγε. Δεν μπορεί ν’ ακουστεί ο λόγος, ούτε μπορείς να εμβαθύνεις στη μουσική. Στην μπουάτ, αντιθέτως, άκουγες με προσοχή, ακόμη και το φάλτσο δεν διέφευγε από την προσοχή του κοινού. Αλλά το πλησίασμα του τραγουδιστή γινόταν με τον καθένα χωριστά μέσα στον χώρο. Κι αυτό δημιουργούσε μια σχέση πνευματική, μια ιερότητα ανάμεσα στον ερμηνευτή και τον κόσμο.
- Από τη μαγεία της παρέας και την ιερότητα της μπουάτ, το τραγούδι σήμερα ζει μέρες κοινωνικής αποστασιοποίησης, πίσω από το γυαλί της τηλεόρασης.
Εδώ υπάρχει δόλος. Ποτέ δεν παίζεται κάτι αυθόρμητα. Κατά κανόνα, βλέπουμε καλλιτέχνες που έχουν σχέση οικονομική με το κανάλι όπου προβάλλονται. Και σίγουρα, η συνθήκη της πανδημίας θα επιβάλει συγκεκριμένα ονόματα. Δεν υπάρχει εκπομπή με κοινωνικό τραγούδι, παρά τηλεοπτικά σόου για να περάσεις την ώρα σου, κυριολεκτικά, για να «χαζέψεις». Τραγουδιστές που ανακυκλώνουν το «σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς», σε σκοπούς που μοιάζουν μεταξύ τους. Ακόμη και τα ίδια πρόσωπα εναλλάσσονται στα κανάλια.
- Λείπει, λέτε, το μεγάλο έργο όπως η «Ρωμιοσύνη» ή το «Αξιον Εστί»;
Σίγουρα, δεν έχουμε τους ποιητές εκείνης της εποχής. Αναρωτιέμαι, όμως, ακόμη κι αν ζουν ανάμεσά μας, έχουμε μάτια να τους δούμε; Πού θα παρουσιάσουν έργο; Οι εταιρείες δεν θέλουν τέτοια τραγούδια, θέλουν να πουλάνε συνταγές εύκολες, μασημένα πράγματα. Τραγούδια που αποκοιμίζουν το κοινό και δεν το «ταρακουνάνε»! Μια εποχή κατέβαινες στους δρόμους τραγουδώντας. Τώρα, ποιο τραγούδι, αλήθεια, θα σηκώσει ψηλά το αίσθημα της εποχής; Μήπως δεν ζούμε όλοι με το παρελθόν;
- Ξέρω πως είστε άνθρωπος χαμηλών τόνων, αλλά δεν φταίει και το κοινό, που στον δημόσιο λόγο δίνει χώρο σε απόψεις, σαν αυτές του Κραουνάκη;
Εντάξει, ο καθένας κρίνεται από τη στάση του. Ακόμη και τα αιτήματα των καλλιτεχνών που δεν έχουν δουλειά, πάνε να τα κομματικοποιήσουν. Βεβαίως και είμαι στο πλευρό του άνεργου μουσικού, αλλά πάνω απ’ όλα έρχεται η ανθρώπινη υγεία. Θα νιώσουμε καλύτερα αν αύριο στήσουμε μια συναυλία με χιλιάδες ανθρώπους; Και αν φύγουν οι μισοί άρρωστοι; Αυτό θέλουμε; (εδώ, για πρώτη φορά, ανεβάζει τον τόνο της φωνής του).
- Συνάδελφοί σας, όμως, κατηγορούν ανοιχτά την πολιτεία πως αδιαφορεί για τον καλλιτεχνικό κόσμο.
Κανείς δεν πίστευε ότι ο κορονοιός είναι μια υπόθεση τόσο μεγάλη και επικίνδυνη. Βλέπουμε όμως τι συμβαίνει σε κράτη που είναι πολύ πιο προηγμένα από το δικό μας. Πρόκειται για μια εκμετάλλευση με κομματικά χαρακτηριστικά. Όλες οι παρατάξεις έχουν δώσει εξετάσεις και ξέρουμε τι έγινε στον τόπο. Δεν μπορούν λοιπόν να μιλάνε τώρα.
- Τη φοβάστε σ' αυτή τη συγκυρία; Σας ρωτώ γιατί δεν σας χαρίστηκε τίποτα κι έχετε ζήσει πολλές δυσκολίες, φτώχεια ακόμη και φυλακή (ως παιδί αριστερής οικογένειας είχε ενταχθεί στην αριστερή οργάνωση ΠΑΜ. Φυλακίστηκε στο Γεντί Κουλέ μέχρι να γίνει η δίκη του και καταδικάστηκε σε έναν χρόνο φυλάκιση με αναστολή).
Όλα τα έχω κάνει στη ζωή μου, δόξα τω Θεώ! (γέλια). Αλλά σίγουρα, αυτή είναι η πιο επικίνδυνη «φυλακή». Ναι, σήμερα φοβάμαι περισσότερο, γιατί την άλλη ήξερες πώς θα την αντιμετωπίσεις. Αυτήν όμως; Και, βέβαια, έχω μεγάλη ανησυχία και στενοχώρια για τα παιδιά. Τότε, υπήρχε η ατομική ευθύνη∙ τώρα, όμως, επιλέγει ο ιός.
- Ακόμη κι έτσι, όμως, βγαίνετε στη δισκογραφία σαν να ξορκίζετε το «κακό», με νέα τραγούδια στο «Συγγνώμη Πόλη μου» (κυκλοφορεί από το Ogdoo Music Group).
Είναι πολύ ωραία τραγούδια, αφιερωμένα στη μαγική Κωνσταντινούπολη. Εκεί, το ελληνικό στοιχείο έφτασε ψηλά και η ιστορία μας είναι δεμένη με το Βυζάντιο. Για μένα, είναι μια ερωτική εξομολόγηση προς την όμορφη Πόλη. Ετσι τη βλέπω, σαν μια όμορφη γυναίκα. Ο Μανώλη Καρπάθιος έγραψε μια καταπληκτική μουσική. Επηρεασμένος μεν από την παράδοση, μας χάρισε μια μουσική πρωτότυπη, δηλαδή φρέσκια, που μιλάει στο σήμερα. Ο δε Κώστας Μπαλαχούτης έγραψε στίχους με γνήσιο λαϊκό αίσθημα.
- «Κάποια τραγούδια μού ξυπνούν μνήμες και συγκινούμαι», έχετε πει. Το ίδιο συμβαίνει σ' αυτό τον δίσκο;
Ετσι ακριβώς. Πάντοτε με συγκινούσαν τα πολίτικα τραγούδια, όσα είναι γραμμένα σε δρόμους βυζαντινούς. Μου μιλούσαν από παιδί. Ο πατέρας είχε στο χωριό μου ένα καφενείο, όπου άκουγα δημοτικούς τραγουδιστές και τους θαύμαζα. Αλλωστε, από μικρός πήγαινα στην εκκλησία, έψελνα μέχρι τα 18-20 χρόνια μου. Το όνειρό μου μάλιστα ήταν να γίνω καλός ψάλτης, μέχρι που έφυγα για σπουδές στη Θεσσαλονίκη. Η πόλη τότε είχε τους καλύτερους ψάλτες: τον Καραμάνη, τον Ταλιαδώρο, τον Χρύσανθο, όλους αυτούς τους μεγάλους που πηγαίναμε στην εκκλησία να τους ακούσουμε και κλαίγαμε!
- Αυτή η παράδοση έχει χαθεί πια;
Βέβαια, δεν υπάρχουν τέτοιοι ψάλτες. Είναι κάτι για το οποίο φέρει ακέραια την ευθύνη η Εκκλησία μας. Επρεπε να χρηματοδοτεί καλλίφωνους ψάλτες. Δεν είναι καθόλου αμελητέο. Αντιθέτως, ο πιστός το χρειάζεται, ειδικά σήμερα.
- Εχετε τραγουδήσει όλους τους μεγάλους: Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο… (παρεμβαίνει συμπληρώνοντας: «Και τον Τσιτσάνη να λέτε στους μεγάλους»). Αναρωτιέμαι, λοιπόν, υπάρχει απωθημένο;
Ναι, υπάρχει. Με τον Μάνο Λοΐζο είχαμε συμφωνήσει να συνεργαστούμε. Οταν έφυγα από την εταιρεία μου, τότε, δυστυχώς, ήταν που αρρώστησε. Την ημέρα μάλιστα που έκανα το συμβόλαιό μου, ο Μάνος πέθανε. Τον εκτιμούσα, όχι μόνο σαν συνθέτη, αλλά και σαν άνθρωπο.
- Σημείωσα κάτι που μου έχει κάνει εντύπωση: ο καρδιοχειρουργός Παναγιώτης Σπύρου στη Θεσσαλονίκη, όταν τον ρώτησαν γιατί έρχεται κάθε βράδυ να σας ακούσει, δήλωσε ότι «κάθε φορά που ακούω τον Μανώλη γίνομαι καλύτερος άνθρωπος». Εσάς ποιος σας έκανε καλύτερο άνθρωπο;
Ο Γκάτσος (απαντά ακαριαία). Ηταν ένας φάρος στη ζωή μου, που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Βεβαίως, είναι ψηλά και ο Μάνος Χατζιδάκις. Και οι δύο, άνθρωποι υψηλού πνευματικού επιπέδου, αληθινά σπουδαίοι Ελληνες. Ακόμη και στη σιωπή τους, αυτοί οι άνθρωποι δίδασκαν.
- Τώρα, όμως, κάνατε λόγο για έλλειμμα ποιητών. Πώς βλέπετε το ελληνικό τραγούδι στην ψηφιακή εποχή;
Ακούστε, όπως η ζωή δεν τελειώνει, έτσι και το ελληνικό τραγούδι θα «βγάζει κλαριά». Και πάντα θα ξεπετάγονται άνθρωποι με «λόγο» ικανό να συγκινεί τον κόσμο, με ποιητική δύναμη και αλήθεια. Σαφώς δεν είναι όλα μαύρα και αν υπάρχει κάτι στο οποίο ελπίζω, είναι ότι το διαδίκτυο παρέχει άμεση πληροφόρηση που δεν την είχαμε παλιά. Οσο υπάρχει γλώσσα ελληνική τόσο θα ακούγεται το τραγούδι.
- Σχέδια κάνετε;
Για την παρουσίαση του νέου δίσκου («Συγγνώμη Πόλη μου») είχαμε οργανώσει συναυλία στην Κωνσταντινούπολη, παρουσία του Πατριάρχη, καθώς κι άλλες συναυλίες. Ε, ήταν να γίνει κι άλλη μία δική μου στο Ηρώδειο τον Σεπτέμβριο, για τα 50χρονα. Οταν, όμως, κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελάει. Ας είμαστε γεροί και όλα θα γίνουν!
* Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στον «Φιλελεύθερο» της 9ης Μαΐου