Η Μάγια Πλιτσέσκαγια (1925-2015) δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις για τον Έλληνα αναγνώστη. Τίμησε με την παρουσία της την χώρα μας, δίνοντας παραστάσεις, οι οποίες εντυπώθηκαν στη μνήμη του τυχερού κοινού που τις παρακολούθησε.
Διάσημη μπαλαρίνα, γύρισε όλον τον κόσμο, προσφέροντας απλόχερα το ταλέντο και την τέχνη της.
Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν τις σκοτεινές και δύσκολες σελίδες της βιογραφίες της.
Το 1994, λίγα χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, η Μάγια Μιχαήλοβνα έγραψε και δημοσίευσε ένα βιβλίο με τις αναμνήσεις της, με τίτλο «Εγώ, η Μάγια Πλιτσέσκαγια».
Από το βιβλίο αυτό επέλεξα τέσσερα κεφάλαια, στα οποία αναφέρεται στις τρομακτικές εμπειρίες που έζησε.
* * *
Δεν πρόκειται να περιγράψω για άλλη μία φορά το Σπιτσμπέργκεν. Φτάνει. Δεν είχε αλλάξει τίποτα. Μόνο που είχε πιο πολύ χιόνι και μετακομίσαμε σε ένα λίγο πιο άνετο διαμέρισμα.
Η πολική νύχτα αυτή τη φορά κράτησε βασανιστικά πιο πολύ. Κυκλοφορούσα ξανά με πέδιλα το σκι. Εκνεύριζα τους γονείς μου. Ο πατέρας μου ήταν μονίμως πιο ευερέθιστος και σκυθρωπός. Κάτι τον έτρωγε από μέσα του.
Στα όνειρα μου μερικές φορές έβλεπα το στενό, αλλά φιλόξενο κτίριο της Σχολής Χορού στην οδό Πουσέτσναγια. Σαν θολές σκιές εμφανίζονταν οι νέες φίλες μου στο μπαλέτο. Η γαλανομάτα Μούζα Φεντιάγιεβα, η γελαστή Άτοτσκα Ιβάνοβνα, η συγκεντρωμένη στα αραμπέσκι Τάνια Λάνκοβιτς, την μιγάδα Νάντια Μάλτσεβα... Κουβαλούσα σε ένα μεγάλο γυάλινο δοχείο τα τρομακτικά πλάσματα του Σπιτσμπέργκεν μέσα σε οινόπνευμα. Μόνο και μόνο για να τα θαυμάσουν. Σαν να ήμουν σκυλάκι, έτρεμαν τα πόδια μου την ώρα που κοιμόμουν. Το κορμί μου θυμόταν τα μαθήματα της Ντολίνσκαγια.
Μου έλειπε ο χορός. Μου έλειπε το καθαρισμένο προσεκτικά πάτωμα της αίθουσας που κάναμε μαθήματα, οι σταγόνες του ιδρώτα στο ξύλινο στήριγμα, στον παλιό, θολωμένο στις γωνιές του καθρέφτη, στον οποίο μπορούσαμε να δούμε και να κρίνουμε τις πρώτες μας στάσεις, στην πικρή μυρωδιά της γεμάτης ενθουσιασμένο κόσμο αίθουσας...
Με τον ερχομό της άνοιξης, βλέποντας την στεναχώρια μου, ο πατέρας αποφάσισε με το πρώτο παγοθραυστικό να με στείλει με πρώτη ευκαιρία στη Μεγάλη γη, στην Μόσχα. Εγώ θα άνοιγα το νέο δρόμο από το Σπιτσμπέργκεν στην ηπειρωτική χώρα μέσω του Μούρμανσκ.
Συνοδός μου ήταν ο λογιστής που είχε πάθει σκορβούτο και με τα μέτρα των ορυχείων, η κατάστασή του είχε φτάσει στον νευρικό κλονισμό. Το επίθετό του ήταν ταιριαστό με την κλινική περίπτωση - Ζολοτόι (Χρυσός, σ.τ.μ). Ο λογιστής όλη την ώρα έκανε λογαριασμούς. Τα χείλη του κινούνταν σύμφωνα με τη διαδοχή των αριθμών.
Στο ατμόπλοιο τον ταλαιπώρησα πολύ. Κρυβόμουν, χανόμουν, με ξανάβρισκε και πάλι εξαφανιζόμουν. Νομίζω πως λόγω της ασθένειας του, η συμπεριφορά μου τον αποτελείωσε.
Ουσιαστικά, δεν πρόλαβα το τέλος της σχολικής χρονιάς. Στη δευτέρα τάξη αλλάξαμε παιδαγωγό. Αντί για την Ντολίνσκαγια, είχαμε την Ελιζαβέτα Πάβλοβνα Γκερντ. Μαθήτευσα δίπλα της επί έξι χρόνια.
Η Ελιζαβέτα Πάβλοβνα ήταν κόρη του Πάβελ Αντρέγιεβιτς Γκέρντ, σολίστ της Αυτοκρατορικής Μεγαλειότητάς του. Αυτό τον τίτλο στο θέατρο Μαρίινσκι, αν είχε δίκιο η Ε.Π. είχε μόνο αυτός.
Αν το μεταφράζαμε αυτό με σοβιετικούς όρους, ήταν κάτι σαν τον Ήρωας Σοσιαλιστικής Εργασίας. Μα, κατά την εποχή του αυτοκράτορα πασών των Ρωσιών, ο οποίος του έδωσε τιμητική σύνταξη 800 χρυσών ρουβλίων ετησίως, δεν ήταν καθόλου άσχημα. Οι σημερινοί κυβερνήτες είχαν υιοθετήσει από την αυτοκρατορική οικογένεια την αντίληψη περί πατρωνίας των ανθρώπων του μπαλέτου. Χωρίς όμως συντάξεις. Και, επιπλέον, είχαν την δική τους άποψη για μπαλέτο.
Μία φήμη θέλει την Αλεξάνδρα Φιοντόροβνα Ρομανόφ, την αυτοκράτειρα της Ρωσίας, να φεύγει οργισμένη από το θεωρείο, όταν ο Βάτσλαβ Νιζίνσκι εμφανίστηκε στο κοινό του θεάτρου Μαρίινσκι φορώντας στενό μεταξωτό κολάν. Σήμερα, τέτοιο κολάν φοράει κάθε δεύτερη από εκείνες τις γυναίκες που ακολουθούν τη μόδα και κυκλοφορεί στο κέντρο της πόλης. Αυτή η σκυταλοδρομία αντίληψης περί του τι είναι καλό και τι κακό στο μπαλέτο, τι είναι πρέπον και τι όχι, ξεκίνησε από την εποχή της αυτοκράτειρας και συνεχίζεται από τους τωρινούς μέχρι σήμερα.
... Έτσι λοιπόν, δασκάλα μου ήταν η Ε. Π. Γκερντ.
Η μητέρα της ήταν η μπαλαρίνα του Μαρίινσκι Σαπόσνικοβα. «Ήταν γέννημα θρέμμα του μπαλέτου...» Την σοβιετική εξουσία δεν την συμπαθούσε, μα την μισούσε ήρεμα. Στην μόνιμη και πονηρή μου ερώτηση: «Γιατί δεν φύγατε το 1917;», μονότονα, υπεκφεύγοντας, απαντούσε: «Δεν είχε θέση για μένα στο έλκηθρο του Ζιλότι...»
Σύζυγος της Ε.Π. για πολλά χρόνια ήταν ο διευθυντής ορχήστρας Γκάουκ. Μαζί του μετακόμισε από το Λένινγκραντ στην Μόσχα. Αμφότεροι ήταν ήρεμοι, ευγενείς, τρυφεροί. Μία ωραία ημέρα όμως ο Γκάουκ, ερωτεύτηκε παράφορα την Ουλάνοβα και για ένα διάστημα έζησε μαζί της. Η Ε.Π. χωρίς να το καλοσκεφτεί, έκοψε τις φλέβες της. Την έσωσαν. Ο δειλός Γκάουκ, αμέσως επίστρεψε εσπευσμένα. Και τα πράγματα επανήλθαν στην προτεραία κατάσταση. Όσο ζούσε ο Στάλιν, δεν απόλαυσε πολύ τις φροϋδικές του τάσεις.
Έχω όμως αφαιρεθεί. Τι δασκάλα ήταν; Σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ. Να αποφύγω τις ακρότητες, να υπεκφύγω ή να εξομολογηθώ, προσελκύοντας για μία ακόμη φορά βροντές και κεραυνούς στο κεφάλι μου;
Ήταν εξαιρετικός άνθρωπος. Ισορροπημένη, αγαθή, καλοπροαίρετη. Άνθρωποι μεγάλου βεληνεκούς ήταν οι συνοδοιπόροι της ζωής της. Ο Ραχμάνινοφ, ο Ζιλότι, ο Γκλαζουνόφ, ο Κουπρίν, ο Καρσάβιν, ο Κοροβίν, ο Κλέμπερερ, ο Μπλοκ. Τι να πούμε! Η συναναστροφή μαζί της ήταν κάτι το πολύ ενδιαφέρον και σαγηνευτικό. Δεν ήξερε όμως καλά το μπαλέτο, για να το διατυπώσω ευγενικά, δεν το γνώριζε σε βάθος. Αυτό το κατάλαβα, αφού δοκίμασα την έντονη διαύγεια της σχολή της Βαγκάνοβα. Αμφότεροι είχαν βγει από τα σπλάχνα του Μαρίινσκι. Αμφότεροι είχαν περάσει το ίδιο αυστηρό σύστημα παιδείας. Αμφότεροι είχαν τον ίδιο παιδαγωγό, ανέπνεαν την μαγική ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας του Βορρά. Αμφότεροι ζούσαν μόνο για το μπαλέτο. Η Γκέρντ όμως δεν είχε αποκτήσει την αναλυτική σοφία της επαγγελματικής διαύγειας. Έβλεπε τι ήταν σωστό και τι όχι, αλλά δεν μπορούσε να εξηγήσει, να διδάξει, γιατί δεν μπορούσε να απαλλαγεί από τις «ρετσέτες» που είχε στο μυαλό της. Έκανε σωστές διαγνώσεις, αλλά δεν γνώριζε τη θεραπεία...
«Κρέμεσαι στον στύλο, σαν τα απλωμένα εσώρουχα στο σχοινί», έλεγε, μα δεν έλεγε τι έπρεπε να κάνω για να μην κρέμομαι.
Η Βαγκάνοβα έλεγε ξεκάθαρα: «άπλωσε το χέρι μπροστά». Και η μπαλαρίνα, σαν μαγεμένη, αποκτούσε ισορροπία.
Αυτό θα πει σχολείο. Με μία απλή, ακατανόητη σε κάποιον τρίτο, φράση θα βάζεις τα πράγματα στη θέση τους. Ιδού, ένα μικρό παράδειγμα. Στην Βαγκάνοβα άρεσε να λέει:
- Καθ’ όλη τη διάρκεια του μαθήματος σφίγγε με τον κώλο σου μία πεντάρα, για να μην πέσει...
Και η μπαλαρίνα έμαθε για όλη της τη ζωή να κρατάει τον πισινό της μαζεμένο, συγκεντρωμένο, να μην είναι ποτέ χαλαρός. Έτσι ξεκινάει η σωστή στάση του σώματος, των γλουτών, της πλάτης. Το βλέμμα της Βαγκάνοβα ήταν σαν του γερακιού. Η Γκερντ δεν το είχε αυτό.
Άκουσα για ένα περιστατικό, όταν για πρώτη φορά στη Ρωσία, στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, η Ιταλίδα μπαλαρίνα Πιερίνα Λενιάνι, έκλεισε τον κύκλο της «Σταχτοπούτας» με τριάντα δύο φουέτες. Οι χορευτές της Πετρούπολης που κοιτούσαν από τα παρασκήνια έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Δεν είχαν ξαναδεί ποτέ κάτι παρόμοιο.
Το επόμενο πρωί, στην ώρα των μαθημάτων, όλοι προσπάθησαν, θυμωμένοι να κάνουν τουλάχιστον τρεις ή τέσσερις φουέτες, μα έπεφταν. Η Ε. Π. μου αφηγήθηκε αυτό το περιστατικό, όπως το άκουσε από τον πατέρα της. Πάβελ Αλεξάντροβιτς, ο οποίος ήταν ένα από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, εκείνων των μακρινών και παράξενων για το ρωσικό κράτος γεγονότων. Τώρα όμως, ο Βαγκάνοβα, βγήκε στο κέντρο της σκηνής, στάθηκε στην στάση του ενός τετάρτου, ψθυρίζοντας παράλληλα μέσα από τα δόντια της «έτσι έκανε» και εν κινήσει, χωρίς κενά, έκανε όλες τις τριάντα δύο φουέτες. Την μία, μετά την άλλη.
Όλη μου τη ζωή με έτρωγε η νοσταλγία για το επαγγελματικό, κλασσικό σχολείο, στο οποίο από την παιδική μου δεν με δίδαξαν καλά. Κάτι ήξερα, κάτι είχε δει, κάτι κατάλαβα μόνη μου, άκουγα τις συμβουλές που μου έδιναν, αποκτούσα μώλωπες. Και όλα αυτά, μόνο περιστασιακά. Αχ, αν μου τα εξηγούσαν όλα αυτά μονομιάς όταν ήμουν 10-12 χρονών!
Πριν από λίγα χρόνια, σε μία επέτειό μου, η ιαπωνική τηλεόραση ετοίμασε μία μικρή, όμορφη ταινία από τις παραστάσεις μου στο Τόκιο. Μου έστειλαν την βιντεοκασέτα στην Μόσχα. Αφού την είδα, φώναξα ικανοποιημένη και είπα στο πνεύμα του Στσεντρίν:
- Νομίζω πως τώρα έμαθα να χορεύω.
Κι έλεγα την αλήθεια. Μα, είχε αργήσει που να πάρει ο διάβολος.
Ξέρω πως κάτι παρόμοιο συνέβη με τον Σεντρίν στη σχολή σύνθεσης. Με τον καθηγητή του στο Ωδείο Σαπόριν. Είχε χάσει κι αυτός πολύ χρόνο μέχρι να ανακαλύψει το ποδήλατο. Δεν μπορείς όμως να ξεφύγεις από την μοίρα σου.
Υπάρχει κι ένα ακόμη ενδιαφέρον περιστατικό με την Ελιζαβέτα Πάβλοβνα. Ελάχιστοι το γνωρίζουν. Κάποια στιγμή μαζί με τον Σεντρίν ήμασταν στο εξοχικό του Σοστακόβιτς στη Ζουκόφκα, και την ώρα που έφευγαν, φορώντας το παλτό, άκουσα ξαφνικά την ειρωνική ερώτηση του Ντμίτρι Ντμίτριεβιτς:
- Τι κάνει η αγαπητή μου Ελιζαβέτα Πάβλοβνα;
- Καλά είναι.
- Ξέρετε, άφησα τον Γκάουκ να μου φυλάξει τις παρτιτούρες των συμφωνιών μου, της Τέταρτης, της Πέμπτης, της Έκτης και η Γκερντ τις έχασε.
- Τι έκανε;
- Αυτά που λέτε...
Το επόμενο πρωί επιτέθηκα στην Ελιζαβέτα Πάβλοβνα.
- Είναι αλήθεια αυτό που μου είπε ο Σοστακόβιτς;
- Ναι, μου απάντησε ψιθυριστά η Ε. Π. με την επιτηδευμένα αδιάφορη κοριτσίστικη φωνούλα της. - Με τον Αλεξάντρ Βασίλιεβιτς στις αρχές του πολέμου, φύγαμε και πήγαμε στον Καύκασο. Τις παρτιτούρες του Μίτια τις είχα βάλει στην πιο γερή βαλίτσα μαζί με τα καλά μου τα παπούτσια. Τα παπούτσια ήταν καταπληκτικά, αφόρετα. Στον σιδηροδρομικό σταθμό Κουρσκι, μέσα στην αναμπουμπούλα, αφαιρέθηκα και κάποιος έκλεψε την βαλίτσα με τα παπούτσια μου. Μεγάλη συμφορά. Μαζί με τα παπούτσια, έκλεψε και τις παρτιτούρες του Μίτια...
Οι πρωτότυπες παρτιτούρες των συμφωνιών του Σοστακόβιτς χάθηκαν για πάντα. Αυτή την εξήγηση μου έδωσε ο Ελιζαβέτα Πάβλοβνα για την ιστορία της μουσικής.
Ποιος σπούδαζε μαζί μου, πόσοι ήμασταν;
Ήμασταν 25-30 άτομα, αγόρια και κορίτσια. Μαζί. Θυμάμαι τώρα. Θα απαριθμήσω τις φίλες μου. Η Νέλλη Σαμπουρόβα, η Λήδα Μένσοβα, η Βέρα Λογκνίνα, η Τάτα Τσερεμσάνσκαγια, η Ίντα Σόνια, η Προυσίνσκαγια, η Χολσεβνίκοβα, ο Έρικ Βολόντιν, ο Μάι Βλάσοφ, ο Γιούρι Σόμπολεφ, ο Μαλίσεφ, ο Μπερκόβτις, ο Βντοβτσένκο, ο Πάβελ Γκέτλινγκ, ο Γκέρμαν Μιούνστερ...
Κάθε όνομα και μία ζωή. Η πλειονότητα των συμμαθητών μου πήγε στο κορ ντε μπαλέ στο Μπολσόι. Πολλά από τα αγόρια σκοτώθηκαν στον πόλεμο, ενώ όσοι είχαν γερμανικά επίθετα εξορίστηκαν. Δεν έγιναν χορευτές. Ο Έρικ Βολόντιν έγινε σολίστας, χόρεψε αναρίθμητους ρόλους. Η Λήδα Μένσοβα με το όμορφο, καθαρόαιμο παρουσιαστικό χόρεψε βασίλισσες, αυταρχικές πριγκίπισσες, μητέρες. Η Μούζα Φεντιάγιεβα χόρεψε και σοβαρούς ρόλους. Το έκανε με αξιοπρέπεια. Παρόλα αυτά, μας έλλειπε η μαθητεία σε «Σχολή»...
Η τύχη των παιδαγωγών μας δεν ήταν καλή. Οι αγαπημένοι μου «άτυχοι», όπως θα έλεγε ο Οστρόφσκι. Οι δάσκαλοί μου στην γεωγραφία και στην φυσική, ο Αλτγκάκουζεν και Χέιστερ, σκοτώθηκαν. Ο Μπορίς Αλεξέγιεβιτς Νούρικ, ο οποίος προσπαθούσε να μας μάθει τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής, πέθανε στο δρόμο υπό παράξενες συνθήκες...
Τώρα όμως θα περάσω σε σελίδες θλιμμένες και τρομακτικές.
Το καλοκαίρι του 1935 κάλεσαν ξαφνικά τον πατέρα να πάει στην Μόσχα. Προϋπάντησα την μητέρα με τον πατέρα και τον τετράχρονο αδελφό μου Αλα, στον γεμάτο από σκυθρωπούς ανθρώπους σιδηροδρομικό σταθμό Καζάνσκι. Πόση θλίψη και δάκρυα θα είδε εκείνα τα εφιαλτικά χρόνια η πλατεία μπροστά στο σιδηροδρομικό σταθμό, την οποία είχαν μετονομάσει σε Κομσομόλσκαγια. Στην πλατεία αυτή από παλιά, υπήρχαν οι τρεις βασικοί σιδηροδρομικοί σταθμοί της Μόσχας. Ο Καζάνσκι, ο Γιαροσλάφσκι, ο Λενινγκράντσκι. Οι αρχιτέκτονες Τον, Στσούσεφ και Σέχτελ, οι οποίοι σχεδιάσαν τα κτίρια δεν είχαν την παραμικρή υποψία πόσοι Ρώσοι θα έβλεπαν την ζωή τους να τσακίζεται στη σκιά των δημιουργημάτων τους, στις αποβάθρες τους κάτω από τον ανοιχτό ουρανό...
Ο πατέρας ήταν σαν χαμένος, το χρώμα του ήταν γκρίζο, ήταν βυθισμένος στις σκέψεις του, τις οποίες αγνοούσα παντελώς. Δεν θέλω σήμερα να με παρουσιάσω σαν παιδί θαύμα, το οποίο καταλάβαινε τι συμβαίνει στην χώρα μου, στην πατρίδα-κάτεργο. Αυτό δεν μπορούσαν τότε να το καταλάβουν ούτε οι πιο διορατικοί από τους μεγάλους. Ο μόνος που το καταλάβαινε ήταν ο παρανοϊκός Στάλιν, ο οποίος έκανε το δικό του ματωβαμμένο έργο.
Η παράσταση κυλούσε σύμφωνα με τις νότες. Τον κάλεσαν ξαφνικά. Όχι για να τον τιμωρήσουν. Απεναντίας. Του έδωσαν νέο διαμέρισμα. Τον διόρισαν σε μία σημαντική θέση στην διοίκηση της εταιρείας «Αρκτικό κάρβουνο». Του παραχώρησαν αυτοκίνητο. Ένα μαύρο «Εμκ». Το οποίο οδηγούσε ένας οδηγός που ήταν πάντα προσεκτικά ντυμένος και επιμελής. Δημοσιεύτηκε και το διάταγμα στου Λαϊκού Κομισαριάτου Βιομηχανίας Κάρβουνου. Γιατί όμως ο πατέρας δεν ήταν χαρούμενος; Μήπως προαισθανόταν κάτι;
Το νέο διαμέρισμα μου φάνηκε πολύ παράξενο, ακόμη και μετά την μποέμ ζωή στην Σρετένκα. Βρισκόταν στο σοκάκι Γκαγκάρινσκι, στον Νο 3, σε μία διώροφη ξύλινη έπαυλη. Στον δεύτερο όροφο, μετά την σκάλα που έτριζε καθώς την ανέβαινες. Η σκάλα αυτή μας προειδοποιούσε με τα τριξίματά της πολλή ώρα πριν ο κάθε επισκέπτης χτυπήσει την πόρτα μας.
Το διαμέρισμα ήταν θα έλεγε κανείς αυτόνομα, μα και συνάμα κοινό για όλους. Εγκατασταθήκαμε σε δύο δωμάτιο. Το ένα θεωρητικά ήταν το σαλόνι και το άλλο η κρεβατοκάμαρα. Από το σαλόνι μας όμως περνούσε ο διάδρομος για τα υπόλοιπα «αυτόνομα» διαμερίσματα. Για να πας σε αυτά, έπρεπε να περάσεις από το σαλόνι μας. Όλοι παρακολουθούσαν τους πάντες. Επαγρυπνούσαν. Ηθελημένα ή άθελά τους. Αντάλλασσαν χαιρετισμούς εκατό φορές την ημέρα. Οι δύο οικογένειες που έμεναν δίπλα μας, είχαν αργότερα την ίδια τραγική τύχη με τον πατέρα μου...
Ο πατέρας χανόταν ημέρες ολόκληρες στη δουλειά του. Η μητέρα φρόντιζε τον αδελφό μου. Εγώ κάθε μέρα έκανα τη διαδρομή μέχρι την οδό Πουσέτσναγια, για να πάω στο σχολείο. Το σοκάκι Γκαγκάρινσκι ήταν απέναντι από τη στάση του μετρό «Παλάτι των Σοβιέτ». Ήταν πολύ βολική η διαδρομή. Και είναι γνωστό πως από το σχέδιο των Μπολσεβίκων να φτιάξουν ένα Παλάτι με τον Λένιν ταριχευμένο, απέτυχε. Απλά άδικα ανατίναξαν τον πανέμορφο ναό του Χριστού Σωτήρα... Για άλλη μια φορά απέτυχαν. Το έδαφος ήταν ακατάλληλο. Τώρα στο σημείο αυτό δροσίζουν τα ηλίθια κορμιά τους στην πισίνα «Μόσχα» οι εργαζόμενοι της Μόσχας και των περιχώρων της. Μα οι υδρατμοί της ανοιχτής, τεράστιας, θερμαινόμενης καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, πισίνας, κάνουν καλό σε όλους τους Ρέμπραντ και Ρούμπνες που φυλάσσονται ακριβώς απέναντι, στο μοναδικό μουσείο «Πούσκιν» (πόσο φαρμάκι έχω μέσα μου, εκπλήσσομαι).
Ένα βράδυ, ο πατέρας γύρισε νωρίτερα από το συνηθισμένο. Χωρίς να φάει, έπεσε με τα ρούχα στο κρεβάτι. Ξάπλωνε ακίνητος μία ολόκληρη αιωνιότητα, με το κεφάλι ανάμεσα στα μακριά του χέρια και το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι. Επικράτησε μία παγωμένη, καταθλιπτική ησυχία. Τον πλησίασα κι έκατσα στην άκρη του κρεβατιού.
- Είσαι άρρωστος μπαμπά;
- Με διέγραψαν από το κόμμα, κορούλα μου.
Ποιος τον έδιωξε; Γιατί; Για ποιό λόγο; Τι κόμμα είναι αυτό; Γιατί βασανίζουν τον πατέρα μου, αφού είναι καλός άνθρωπος;
Όλη την νύχτα ψιθύριζαν με την μητέρα μου. Δεν μπορούσες να μιλήσεις δυνατά, και οι τοίχοι είχαν αυτιά.
Ακολούθησε η έλευση στον κόσμο του ένδοξου σταλινικού Συντάγματος, το οποίο όλοι γνωρίζουν πως είχε συντάξει ο δολοφονημένος Μπουχάριν. Ακούσαμε την ομιλία του ηγέτη από το Θέατρο Μπολσόι όλοι μαζί οικογενειακώς μαζί με τους γείτονες μας (δεν μπορείς να γλιτώσεις από το Μπολσόι). Ήταν πλέον Δεκέμβριος του 1936. Ο Στάλιν μιλούσε χωρίς να βιάζεται, επίτηδες, δεν είχε να πάει πουθενά, με εκείνη την εγκληματική, γεωργιανή του προφορά, σχεδόν συλλαβίζοντας. Η αίθουσα, χειροκροτούσε παραληρώντας. Το ταλαιπωρημένη, χάρτινο μεγάφωνο του ραδιοφώνου που ήταν καρφωμένο στον τοίχο, έτριζε αναίσχυντα, έκανε παράσιτα. Δεν είπε το παραμικρό. Ούτε οι γείτονες, ούτε εμείς.
Το αυτοκίνητο με τον καλοντυμένο οδηγό έπαψε να έρχεται στο σπίτι μας τα πρωινά για να πάρει τον πατέρα. Ο πατέρας έμενε στο σπίτι. Ξυριζόταν περιστασιακά. Με τις ώρες έμενε ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Δεν απαντούσε στις ερωτήσεις. Δεν έτρωγε τίποτα. Είχε μαυρίσει, είχε γεράσει ξαφνικά. Τον είχαν απολύσει από τη δουλειά.
Το τηλέφωνο που πριν δεν έλεγε να σταματήσει να χτυπάει, είχε πια σωπάσει. Δεν μας επισκεπτόταν πια κανείς. Ο πατέρας άρχισε να τρελαίνεται. Τον φοβόμασταν.
Λίγες ημέρα πριν την Πρωτομαγιά, τον κάλεσαν κάπου. Επέστρεψε ξανανιωμένος, έδειχνε πιο νέος:
- Μου έδωσαν πρόσκληση για το θεωρείο του Κρεμλίνου. Θα πάμε μαζί Μάγιοτσκα την Πρωτομαγιά στην Κόκκινη πλατεία, στη διαδήλωση.
Άρχισα να φωνάζω, φτιάχνοντας με τα χέρια μου ένα χωνί: Ζήτω! Ποιο φόρεμα θα βάλω; Η μητέρα άρχισε να μου φτιάχνει κάτι εξαιρετικό, μα επίσημο...
Ήταν 30 Απριλίου 1937. Στο ξημέρωμα, λίγες ώρες πριν την Πρωτομαγιά, στις 5 η ώρα το πρωί, η σκάλα έτριξε από το βάρος των μαντεμένιων ξαφνικών βημάτων. Ήρθαν να συλλάβουν τον πατέρα. Οι συλλήψεις στα χαράματα έχουν περιγραφεί πολλές φορές στη λογοτεχνία, τις έχουν δείξει στο σινεμά, στην θεατρική σκηνή. Πιστέψετε όμως πως είναι πολύ τρομακτικό να τις ζήσει κανείς. Άγνωστοι άνθρωποι. Χυδαιότητα. Έρευνα κατ΄οίκον. Κάνουν άνω κάτω το σπίτι. Η έγκυος μητέρα με την μεγάλη της κοιλιά, να κλαίει και να αρπάζεται από πάνω τους. Ο μικρούλης αδελφός μου, να κλαίει αδιάκοπα μιας και τον είχαν ξυπνήσει ξαφνικά. Ο πατέρας μου άρχισε να ντύνεται με τα χέρια του να τρέμουν κάτωχρος σαν χιόνι. Ένιωθε άβολά. Τα πρόσωπα των γειτόνων που φανέρωναν αποστροφή. Η πρησμένη καθαρίστρια Βαρβάρα με το αναμμένο τσιγάρο στα χείλη, η οποία δεν έχανε ευκαιρία να κολακέψει τις αρχές («να τους εκτελέσετε το γρηγορότερο, καθάρματα, καταραμένοι, εχθροί του λαού!». Και εγώ, εντεκάχρονη, αδυνατούλα, τρομαγμένη, δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει, έχοντας μόνο στο μυαλό μου τα αραμπέσκι και τις διάφορες στάσεις. Δεκάδες φορές είχα προβάρει μπροστά στον καθρέφτη το πρωτομαγιάτικο φόρεμά μου για την Κόκκινη πλατεία, εκείνο που θα φορούσα μετά από τρεις - τέσσερις ώρες. Ήλπιζα πως δεν θα κρατήσει πολύ όλο αυτό, πως ύστερα από μερικές ημέρες, η ζωή θα ξαναγυρίσει στον κανονικό της ρυθμό. Και ο πατέρας που προσπαθούσε να με καθησυχάσει, όλα θα φτιάξουν μου έλεγε...
Και το τελευταίο πράγμα που άκουσα από τα χείλη του πατέρα, λίγο πριν η πόρτα κλείσει πίσω του για πάντα:
- Δόξα τω Θεώ, επιτέλους, θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα...
Τώρα, όταν τυχαίνει να περάσω μπροστά από το κακότυχο, γωνιακό σπίτι στο σοκάκι Γκαγκάρινσκι, παγώνω. Δεν με έχει εγκαταλείψει ποτέ το αίσθημα της φρίκης. Το ίδιο το σπίτι, σε αντίθεση με τους ενοίκους του, έχει διασωθεί.