Η Μάγια Πλιτσέσκαγια (1925-2015) δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις για τον Έλληνα αναγνώστη. Τίμησε με την παρουσία της την χώρα μας, δίνοντας παραστάσεις, οι οποίες εντυπώθηκαν στη μνήμη του τυχερού κοινού που τις παρακολούθησε.
Διάσημη μπαλαρίνα, γύρισε όλον τον κόσμο, προσφέροντας απλόχερα το ταλέντο και την τέχνη της.
Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν τις σκοτεινές και δύσκολες σελίδες της βιογραφίες της.
Το 1994, λίγα χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, η Μάγια Μιχαήλοβνα έγραψε και δημοσίευσε ένα βιβλίο με τις αναμνήσεις της, με τίτλο «Εγώ, η Μάγια Πλιτσέσκαγια».
Από το βιβλίο αυτό επέλεξα τέσσερα κεφάλαια, στα οποία αναφέρεται στις τρομακτικές εμπειρίες που έζησε.
* * *
Δεν μας δήμευσαν αμέσως το διαμέρισμα στην πάροδο Γκαγκάρινσκι και το σπιτάκι στην Ζαγκοριάνκα. Το έκαναν αργότερα. Η μητέρα γυρνούσε ικέτιδα σε διάφορα γραφεία για το κοινό του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων. Οι συγγενείς την μάλωναν. Αδιαφόρησε. Οι γείτονες έκαναν πως δεν μας έβλεπαν. Η καθαρίστρια Βαρβάρα σώπαινε οργισμένη. Εγώ συνέχιζα να πηγαίνω με το μετρό που έφερε το όνομα ενός άλλου σταλινικού καθάρματος, του Καγκανόβιτς, στην σχολή μπαλέτου. Το πρωί πήγαινα, το βράδυ επέστρεφα.
Στην σχολή ευτυχώς, η συμπεριφορά των άλλων απέναντί μου, δεν είχε αλλάξει. Δεν ήμουν η μόνη που τη βρήκε η συμφορά. Στην τάξη μας, πολλά παιδιά είχαν στερηθεί τους γονείς τους. Ήταν η ίδια κι απαράλλαχτη σταλινική μανιέρα.
Ο πατέρας της Άτοτσα (υποκοριστικό του Άρτεμις) Ιβάνοβνα, αποχαιρέτησε τη ζωή παρουσία του πλήθους. Ήταν ένα από τα θύματα της δίκης κατά του Ζινόβιεφ. Το επίθετό του Ιβανόφ, είναι από τα πλέον διαδεομένα στη Ρωσία και εμφανιζόταν στους καταλόγους που δημοσίευαν οι φερόμενοι ως συνωμότες στο τέλος της μαύρης λίστας. Χωρίς κακή πρόσθεση, νομίζω. Σαν να ήθελαν να που πως η συνομωσία είχε μαζικό χαρακτήρα και για το λόγο αυτό ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη. Να είστε σε επαγρύπνηση σοβιετικοί πολίτες.
Ο πατέρας της Μάγιας Χολσεβνίκοβα που είχε το ίδιο όνομα με εμένα, απλά εξαφανίστηκε, σαν να τον κατάπιε το νερό. Ένα πρωί, λίγο πριν χαράξει.
Ο πατέρας της Γκάλιας Προυσίνσκαγια έκανε τον ίδιο κύκλο του Δάντη, όπως ο πατέρας μου. Τον κάλεσαν στην Μόσχα και τον φιλοδώρησαν με «10 χρόνια χωρίς δικαίωμα αλληλογραφίας». Αυτό έλεγαν και στην μητέρα του, όταν έκανε όλες εκείνες τις απέλπιδες ερωτήσεις...
Είχαμε όμως στην τάξη μας και μαθητές, οι γονείς των οποίων ήταν στην άλλη πλευρά των οδοφραγμάτων. Δεν ήταν κατηγορούμενοι, αλλά κατήγοροι, εκείνοι που εκτελούσαν τις ποινές που επέβαλαν οι «έκτακτες τρόικες». Η συμμαθήτριά μου Βάλια Μπολότοβα, ενημέρωσε γεμάτη περηφάνια την τάξη πως ο θείος της την προηγούμενη νύχτα καθόταν στην καρότσα ενός φορτηγού στο ερημικό Πιατάκοβο. Είχε δουλειά! Τα πτώματα των εκτελεσθέντων υπό την κάλυψη της νύχτας, τα μετέφεραν σε κρυφούς, ομαδικούς τάφους.
Γιατί μας άφησαν στην σχολή; Γιατί δεν μας έδιωξαν; Γιατί αργότερα μας έκαναν δεκτούς στο Μπολσόι, στο αυτοκρατορικό θέατρο; Πολλές φορές έκανα αυτή την ερώτηση τόσο στον εαυτό μου, όσο και στους δικούς μου. Οι συνομήλικοί μου θυμούνται καλά πως ο Στάλιν σε κάποια από τις ομιλίες του ενημέρωσε τον κόσμο πως ο «ο γιος δεν ευθύνεται για τον πατέρα», τα παιδιά ευθύνονταν όμως. Οι αναμνήσεις των νεαρών Γιακίροφ, Τουχατσέφσκι, Ρίκοφ, Μπουχαριν, Ουμπορέβιτς, Κοσιόροφ είναι πια γνωστές σε όλους. Άκουσα πολλά από εκείνους που γλίτωσαν για τα βάσανα που υπέστησαν. Εμάς, τα παιδιά ανθρώπων άσημων, μας άφησαν στην ησυχία μας. Δεν μας πείραξαν. Μας κοιτούσαν καλά - καλά μας δεν μας πείραζαν. Ήμασταν θαρρείς κάτω από ένα μικροσκόπιο. Στο τμήμα προσωπικού, κάθε χρόνο, μπορεί και δύο φορές μέσα στην ίδια χρονιά, ή και τρεις «φρέσκαραν» τον φάκελό μας. Δεν μπορούσες να κρυφτείς από το φακέλωμα. Πού είναι ο πατέρας, η μητέρα, πότε γεννήθηκε, πού υπηρετεί, με ποιο άρθρο καταδικάστηκε, ποια χρονιά. Συμπλήρωσα χιλιάδες τέτοια ερωτηματολόγια σε όλη μου τη ζωή. Πριν από κάθε περιοδεία. Πριν από κάθε ταξίδι, αναγνώστη. Οι ερωτήσεις ίδιες κι απαράλλαχτες, ο πατέρας, η μητέρα, πότε γεννήθηκε, πού υπηρετεί, με ποιο άρθρο καταδικάστηκε.
Ευγνωμονώ, ωστόσο, την μοίρα μου. Σπούδασα αυτό που αγαπούσα. Συμμετείχα σε παραστάσεις μεγάλων. Εμφανιζόμουν στη σκηνή του Μπολσόι. Υπό τους ήχους καταπληκτικής ορχήστρας. Σκηνοθετούσαν παραστάσεις ειδικά για μένα. Είχα πάντα ένα καθαρό κρεβάτι. Δεν πεινούσα. Η ταμπέλα κόρη «εχθρού του λαού» δεν κατέστρεψε τον σκοπό της ζωής μου. Απέφυγα την κόλαση του σοβιετικού ορφανοτροφείου, όπου ήθελαν να με στείλουν. Αυτό ήταν ένα επίτευγμα, στ’ αλήθεια, του Μίτια. Δεν βρέθηκα στην Βορκουτά, στο Άουσβιτς, στον Μαγκαντάν. Με βασάνιζαν, μα δεν με σκότωσαν. Δεν με έκαψαν στο Νταχάου...
Η μαθητεία στο μπαλέτο συνεχιζόταν.
Προσπαθώ να θυμηθώ. Τι ήταν; Κάθε μέρα είχαμε μάθημα, κάθε μέρα πλιε, ταντιού, ρον ντε ζαμπ, μεγάλα μπάτμαν, φοντί, το παίξιμο του πιάνου, ιδρώτας, γδαρμένα μέσα στο αίμα δάχτυλα... αριθμητική, γεωγραφία, η κακοτράχαλη γαλλική γλώσσα, ζωολογία. Καθημερινότητα, καθημερινότητά, καθημερινότητα.
Στο τρίτο έτος είχαμε καινούργια μαθήματα, τα οποία αγκάλιασαν τη ψυχή μας. Χορός χαρακτήρων και ιστορικός χορός. Τα δίδασκαν δύο καλλονές του Μπολσόι. Η Νάντια Καπούστινα και η Μαργαρίτα Βασίλιεβνα Βασίλιεβα. Στον χορό χαρακτήρων είχαμε ισπανικό, μαζούρκα, τσιγγάνικο, ουγγρικό, ρωσικό. Δεν τα πήγαινα καλά με τον τσιγγάνικο, εν αντιθέσει με τον ισπανικό. Σε αυτόν βρίσκονται οι απαρχές της Κάρμεν μου, του η Λαουρένσια του «Δον Κιχώτη», ο σημερινός ελεύθερος ισπανικός βίος. Ο ιστορικός χορός ήταν όμως πολύ μακρινός σε σχέση με όσα μας περιέβαλλαν, ήταν μία ανάπαυλα από την καθημερινότητα.
Παρακολουθούσα με επιμέλεια όλες τις γενικές δοκιμές των παραστάσεων του Μπολσόι, τόσο του μπαλέτου, όσο και της όπερας. Ήταν μία όμορφη παράδοση. Έδιναν μία γενική δοκιμή για τους δικούς μας, για τους σπουδαστές της σχολής, για εκείνους που δούλευαν στα ραφεία, για τους συνταξιούχους. Οι χορευτές ήξεραν πως το κοινό στο θέατρο ήταν συνάδελφοί τους, απελευθερώνονταν, έπαιζαν με χαρά, εμπνευσμένα.
Την εποχή εκείνη καθιερώθηκε η συμμετοχή των παιδιών στο ρεπερτόριο. Έτσι αποκτήσαμε μεγάλη εμπειρία. Χόρεψα την μικρή νεράιδα στην «Ωραία κοιμωμένη», έκανα τα λουλούδια στην «Χιονάτη» του Ρίμσκι, την γάτα στο «Ασχημόπαπο».
Το καλοκαίρι μας πήγαιναν στην κατασκήνωση των πιονιέρων, όλους μαζί. Εκεί, το πρωί κάναμε γυμναστική, μετά είχαν επιθεώρηση, έπαρση της σημαίας, αναβάσεις στα βουνά, γενναίοι οδηγοί, αναφορές, πυρές τις νύχτες. Κοντολογίς, ήμασταν πιονιέροι. Κάτι σαν την χιτλερική νεολαία. Ήμασταν πειθαρχημένοι, πιστεύαμε στο μεγαλείο της πατρίδας...
Η μητέρα, άρχισε να πουλάει διάφορα πράγματα για να ζήσουμε. Το ένα μετά το άλλο. Ήταν ήδη έγκυος στον έβδομο μήνα, όταν πήραν τον πατέρα. Όσο εγώ έκανα παρέλαση υπό τους ήχους της μουσικής του Ντουνάεφσκι στην καλοκαιρινή κατασκήνωση των πιονιέρων, η μητέρα γέννησε τον Ιούλιο τον μικρό μου αδελφό. Δεν είχε όμως γάλα για να τον θηλάσει. Είχε διαρκώς τεράστια ανάγκη χρημάτων.
Στις αρχές Μαρτίου του 1938, δεν θυμάμαι την ακριβή ημερομηνία, η Μίτα χόρευε στην «Ωραία κοιμωμένη». Στο θεατρικό αρχείο θα είναι εύκολο να βρούμε το πρόγραμμα εκείνης της βραδιάς. Δεν πήγαινα σε όλες τις παραστάσεις της θείας, αλλά θέλαμε να πάμε σε αυτήν μαζί με την μητέρα μου. Αποφασίσαμε να αγοράσουμε λουλούδια. Ή καλύτερα, να βρούμε, πράγμα δύσκολο, ιδιαίτερα κατά την μοσχοβίτικη άνοιξη.
Βρήκαμε όμως λουλούδια∙ τα είχαμε στο σπίτι, στο κοινοβιακό διαμέρισμα στην πάροδο Γκαγκάρινσκι. Προσπαθώ πάρα πολύ τώρα να θυμηθώ τι έγινε και το βράδυ, στο θέατρο, ήμουν ξαφνικά μοναχή μου. Χωρίς την μαμά. Με μία μεγάλη ανθοδέσμη από μιμόζες της Κριμαίας. Έχω κενό στην μνήμη μου. Είναι του χαρακτήρα μου μέχρι τώρα, η συνήθεια να βυθίζομαι στις σκέψεις μου, να απομονώνομαι από τον κόσμο, να μην προσέχω τι γίνεται γύρω μου. Δεν μου αρέσει αυτό το γνώρισμα του χαρακτήρα μου. Αυτό συνέβη κι εκείνη τη βραδιά του Μαρτίου.
Η παράσταση τελείωσε, υποκλίσεις, χειροκροτήματα. Πού είναι η μαμά; Αφού ήμασταν μαζί.
Κρατώντας τα λουλούδια πήγα στο σπίτι της Μίτας. Για να την συγχαρώ. Ζούσε κοντά στο θέατρο, από την πίσω πλευρά, στη στοά Σεπκίνσκι, στην πολυκατοικία του Μπολσόι. Εκεί, όπου αργότερα, σε ένα κοινοβιακό διαμέρισμα, θα ζήσω για πολλά πολλά χρόνια. Η Μίτα, πήρε τα λουλούδια κι άρχισε να με κοιτάζει διεξοδικά για ώρα πολλή με τα σοβαρά μαύρα μάτια της. Ξαφνικά, μου πρότεινε να μείνω μαζί της εκείνη την νύχτα. Ταυτόχρονα, έλεγα διάφορα ανοησίες πως τάχα κάλεσαν ξαφνικά την μαμά να πάει να επισκεφτεί τον πατέρα κι εκεί αμέσως, από το θέατρο, πριν τελειώσει η παράσταση, με το βραδινό τραίνο έφυγε. Φυσικά, την πίστεψα. Ακόμη και τώρα είμαι πολύ εύπιστη. Στα 12 σου χρόνια μπορείς να πιστέψεις κάθε ανοησία.
Έτσι, εγκαταστάθηκε στο σπίτι της Μίτιας. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως η μητέρα μου είναι στη φυλακή. Πως την είχαν συλλάβει κι αυτήν. Εκείνη τη στιγμή, την αναπάντεχη και ακατάλληλη. Έχουν όμως οι άνθρωποι σκεφτεί ποτέ πότε είναι μία ώρα κατάλληλη για συλλήψεις; Για τις εκτελέσεις νομίζω πως ναι.
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μπορούσα να καταλάβω πως τα τηλεγραφήματα «που τάχα έστελνε η μαμά» τα έστελνε η Μίτα από το κεντρικό Ταχυδρομείο στην οδό Μιασνίντσκαγια (τότε την έλεγα οδό Κίροφ, όπως και το θέατρο, όλα τα είχαν ξαναβαπτίσει). Ορκίζομαι πως πολύ αργότερα κατάλαβα πως οι αποκρουστικά κουρεμένες γυναίκες που βρωμούσαν ιδρώτα τόσο πολύ, ώστε μετά από την επίσκεψή τους, έπρεπε να ανοίξουμε διάπλατα τα παράθυρα, οι οποίες μας επισκέπτονταν πολύ φορτικά και με ρωτούσαν για την μαμά και την Μίτα, ήταν από το ορφανοτροφείο. Κανονικά, έπρεπε να με στείλουν εκεί, ως άστεγο ορφανό, βλαστός «εχθρούς του λαού».
Το διαμέρισμα στην πάροδο Γκαγκάρινσκι το σφράγισαν και στην συνέχεια το δήμευσαν με όλα τα υπάρχοντά μας. Χάθηκαν τα γαμήλια μου ρούχα, το φόρεμα, οι καλτσούλες, οι κορδέλες, τα σανδαλάκια. Αναρωτιέμαι πως αυτοί οι φονιάδες μοίραζαν μεταξύ τους τα πράγματα, τα έπιπλα, τα πιατικά, τα παπούτσια, το βιος των θυμάτων του;; Τις νύχτες, τα χαράματα ή μήπως τα μεσημέρια; Φορούσαν οι χοντρές γυναίκες τους τα ξένα, φορεμένα ρούχα ή τα πήγαιναν στο παζάρι να τα πουλήσουν;
Για πολλά χρόνια δεν ήξερα την αλήθεια για την μητέρα και τον πατέρα μου. Για τους άλλους τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα, ήταν άσχημα. Εγώ όμως έπρεπε να αντέξω και όλα θα πήγαιναν καλά. Και τότε, η μητέρα και ο πατέρας, φορώντας τα καλά τους τα ρούχα, υγιείς, όμορφοι, χαμογελαστοί θα μπουν στο μικρό, στενάχωρο διαμέρισμα της Μίτας στην πάροδο Σεπκίνσκι, θα με αγκαλιάσουν χαρούμενοι.
Η γιαγιά μου, η μητέρα του πατέρα μου, λάμβανε ψεύτικα γράμματα, τα οποία αυτή τη φορά της έστελναν οι κόρες της, οι αδελφές του πατέρα μου. Τα γράμματα ήταν τάχα από τον γιο της Μίσα, κι έλεγαν: «Αγαπητή μανούλα, όλα είναι καλά στη ζωή μου, θα γυρίσω σύντομα και θα έρθω να σε δω στο Λένινγκραντ. Εσύ πως είσαι;...»
Πόσες τέτοιες ιερές απάτες έγιναν τότε σε αυτή τη δύστυχη, ξεχασμένη, καταραμένη από τον Θεό, αιματοκυλισμένη ρωσική γη...