Του Σάκη Μουμτζή
Μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ιταλία, κάποιοι σοβαροί διανοούμενοι της Αριστεράς και όχι μόνον, έκαναν την πολιτική εκτίμηση πως η μονεταριστική πολιτική του Βερολίνου έφτασε στα όρια της. Υποστηρίζουν—και έχουν δίκιο—πως το γερμανικό θαύμα δεν μπορεί να αποτελέσει τον απόλυτο οδηγό για την ευρωζώνη. Πως η δημοσιονομική πειθαρχία και η αποκαλούμενη αναπτυξιακή λιτότητα δεν μπορούν να εφαρμόζονται εσαεί και προς κάθε κατεύθυνση.
Αντιπαρέρχομαι τον αντίλογο, πως η μόνη επιμονή των Μέρκελ, Σόιμπλε και των λοιπών πολιτικών των «ενάρετων» χωρών, είναι η τήρηση της Συμφωνίας του Μάαστριχτ, που την υπέγραψαν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης.
Και τον αντιπαρέρχομαι, γιατί δεν είναι αυτό το πρόβλημα της πατρίδας μας. Το βασικό και κυρίαρχο πρόβλημα μας είναι πως δεν είμαστε μια κανονική Ευρωπαϊκή χώρα. Οι οικονομικές και κοινωνικές δομές της χώρας μας απέχουν έτη φωτός από αυτές των υπόλοιπων κρατών της ΕΕ.
Ακόμα και οι χώρες που βγήκαν από τον Μεσαίωνα του κομμουνισμού, εκσυγχρόνισαν την οικονομία τους, με γοργά βήματα, και συντόνισαν τον βηματισμό τους με αυτόν των άλλων χωρών της ΕΕ. Προσαρμόστηκαν ταχύτατα, γιατί υπήρχε η βούληση των πολιτικών ελίτ προς τούτο.
Η πατρίδα μας παραμένει ακόμα στα μνημόνια γιατί απλούστατα οι κοινωνικές και οι οικονομικές δομές της καθόριζαν και καθορίζουν την συμπεριφορά των πολιτικών ηγεσιών, κι έτσι αυτές δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των μνημονίων. Οι άλλες χώρες που είχαν μνημόνια, ξεπέρασαν γρήγορα αυτήν την κατάσταση, γιατί οι περιορισμένες παραμορφώσεις και οι δυσλειτουργίες των οικονομιών τους, δεν εμπόδισαν την επιτυχημένη εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων.
Δυστυχώς στην Ελλάδα, δεν έφταιγαν οι πολλαπλασιαστές του ΔΝΤ, που μια εκατοντάδα συνδικαλιστών, εδώ και 30 χρόνια, έδιωχνε τις επιχειρήσεις από την χώρα, ούτε ο Σόιμπλε που υπήρχαν και υπάρχουν συνταξιούχοι ετών 50, ούτε η «μονόπλευρη λιτότητα» ευθυνόταν που οι δικαστικές αποφάσεις τελεσιδικούν μετά από 20 χρόνια, στην καλύτερη περίπτωση.
Και βέβαια η σημαντικότερη παθογένεια της κοινωνίας μας είναι η άρνηση ενός σημαντικού τμήματος της να δεί την αλήθεια κατάματα, να κάνει τις επαναξιολογήσεις της, να σταθεί κριτικά στο παρελθόν της, να εξάγει τα συμπεράσματα της και να απαιτήσει από την πολιτική ηγεσία να καταστήσει την Ελλάδα μια Ευρωπαϊκή χώρα. Η επίκληση «τοπικών ιδιομορφιών»είναι υποκριτική και υπακούει και εξυπηρετεί την λογική του «να μην αλλάξει τίποτα.»
Η πατρίδα μας –ας το παραδεχτούμε—είναι μια συνομοσπονδία συντεχνιών, που βρίσκονται σε αλληλόσχεση με το πολιτικό σύστημα της. Αλληλοστηρίζονται και αλληλοεξυπηρετούνται. Ο νόμος της αδράνειας κυριαρχεί σε όλους τους αρμούς της κοινωνίας.
Συνεπώς, για την κατάντια μας δεν ευθύνεται ούτε ο μονεταρισμός ούτε το Μάαστριχτ. Κατά βάθος ένα κομμάτι της κοινωνίας δεν εγκπολπώθηκε ποτέ τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής ιδέας , αλλά είδε την ένταξη μας στην ΕΟΚ, κατά χυδαίο χρησιμοθηρικό τρόπο. Σαν πακέτα Ντελόρ, σαν ΜΟΠ, σαν κάθε μορφής επιδοτήσεις, που αντί να δημιουργήσουν εισόδημα, έγιναν, αυτές καθ΄εαυτές, εισόδημα.
Και σήμερα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε τα σοβαρά προβλήματα μας με δομές της δεκαετίας του 50 και με νοοτροπία της δεκαετίας του 80. Τελικά, «δεν είναι αυτή η Ευρώπη που ονειρευόμαστε»--όπως διακηρύσσει η Αριστερά—γιατί ποτέ δεν πιστέψαμε σε αυτήν αξιακά, καθώς την αντιμετωπίζαμε ανέκαθεν σαν την αγελάδα που αρμέγαμε.
Και τώρα που τελείωσε το γάλα, μας κακοφαίνεται.