Δεν θα δάνειζε κανείς σήμερα την Ελλάδα με βιώσιμο επιτόκιο, παρά μόνο αν πίστευε ότι σε δέκα χρόνια από σήμερα, η οικονομία της θα είχε πολλαπλασιάσει την παραγωγική της ικανότητα.
Αυτός είναι και ο λόγος που οδεύουμε προς ένα ακόμη χρηματοδοτικό πακέτο, δηλαδή ένα ακόμη Μνημόνιο, αλλά όχι με την κλασσική έννοια του όρου, όπως εκτιμά ο Μιχάλης Αργυρού, αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Cardiff.
Βλέπει το νέο αυτό "Μνημόνιο" να παίρνει τους επόμενους μήνες τη μορφή μιας μετάθεσης των πληρωμών για το χρέος στο μέλλον, που θα τελεί υπό την αίρεση της προόδου στις μεταρρυθμίσεις, και θα συνοδεύεται από πιστοληπτική γραμμή. Πιστεύει πάντως ότι μια άλλη κυβέρνηση θα κληθεί να εφαρμόσει την παραπάνω συμφωνία, αφού οι πολιτικές εξαρτήσεις της παρούσης, δεν θα της επιτρέψουν να προχωρήσει σε βαθιές μεταρρυθμίσεις.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Στην έκθεση του το ΔΝΤ βλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% το 2018 για την Ελλάδα αντί για 3,5% που έχει συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους η κυβέρνηση. Αμφότεροι Lagarde και Thomsen υποστηρίζουν ότι το Ταμείο δεν θα ζητήσει νέα μέτρα. Αλλά τα νέα μέτρα τα έχουμε ήδη ψηφίσει με το προληπτικό 4ο Μνημόνιο και τον "κόφτη". Τι σημαίνει επομένως ότι το ΔΝΤ βλέπει για την Ελλάδα πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% το 2018;
Σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτο, ότι το ΔΝΤ θεωρεί πως ο συνδυασμός υπερφορολόγησης και χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης δεν επιτρέπει την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018 και 2019. Δεύτερο, ότι αν προκύψει δημοσιονομικό κενό, θέμα των νέων μέτρων δεν θα τεθεί από το ΔΝΤ, αλλά από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, πιθανόν με ενεργοποίηση του ήδη ψηφισμένου δημοσιονομικού σταθεροποιητή (κόφτη). Στην πράξη, Lagarde και Thomsen λένε ότι με την παρούσα αναπτυξιακή δυναμική δεν μπορούν να προσυπογράψουν τους δημοσιονομικούς στόχους, άρα η διατήρηση του στόχου για πλεόνασμα 3.5% θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα στους Ευρωπαίους και την Αθήνα. Εάν ο στόχος διατηρηθεί και επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις του ΔΝΤ, τότε η μείωση του αφορολόγητου και των συντάξεων μπορεί να έρθουν νωρίτερα από το 2019-2020, οπότε προβλέπεται η εφαρμογή τους.
- Πέρα από τα νούμερα για τα πλεονάσματα, υπάρχει και η γενικότερη εκτίμηση του ΔΝΤ, ότι η Ελλάδα, είτε με μνημόνια, είτε χωρίς, δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια της. Το δείχνει η πρόβλεψή του για ανάπτυξη στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, της τάξης του 1%-2%. Πως το σχολιάζετε;
Η ποιοτική διάσταση των προβλέψεων του ΔΝΤ είναι ότι η Ελλάδα έχει αναξιοποίητο παραγωγικό δυναμικό το οποίο δίνει βραχυπρόθεσμα την δυνατότητα να καταγράψει σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αν και όχι τόσο υψηλούς όσο καταγράφονται σε άλλες χώρες. Όταν όμως καλύψει αυτό το παραγωγικό κενό, που υπολογίζεται περίπου στο 5% του ΑΕΠ, η πρόβλεψη του ΔΝΤ είναι ότι θα επανέλθει σε ασθενικούς ρυθμούς ανάπτυξης, γιατί η παραγωγική δυνατότητα της χώρας παραμένει στάσιμη. Αυτό που λέει το ΔΝΤ είναι ότι η Ελλάδα έχει χώρο να βελτιωθεί μέχρι να φτάσει την παραγωγική οροφή της, αλλά η οροφή αυτή είναι χαμηλή, και μόνο έπειτα από βαθιές μεταρρυθμίσεις μπορεί αυτή η οροφή να ανεβεί. Η εκτίμηση του ΔΝΤ ότι με τα παρόντα δεδομένα θα έχουμε μεγαλύτερη ανάπτυξη βραχυχρόνια και χαμηλότερη μακροχρόνια είναι κατά τη γνώμη μου σωστή. Εξίσου σωστό είναι και το επιχείρημα ότι με την προβλεπόμενη ανάπτυξη μακροχρόνια η Ελλάδα έχει πρόβλημα βιωσιμότητας χρέους.
- Πόσο αξιόπιστοι είναι οι δημοσιονομικοί στόχοι που συμφωνήθηκαν με το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης;
Η πλειοψηφία των ανεξάρτητων οικονομικών αναλυτών δεν θεωρεί ότι η Ελλάδα μπορεί να πετύχει το σύνολο των δημοσιονομικών στόχων που συμφωνήθηκαν στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης τον Ιούνιο του 2017. Δεν είναι μόνο τα πλεονάσματα 3,5% ως το 2022, είναι και ο στόχος για 2% σε πολύ μεγάλο βάθος χρόνου μέχρι το 2040. Αυτός ο οδικός χάρτης δεν έχει οικονομική αξιοπιστία, γιατί δεν υπάρχει προηγούμενο χώρας η οποία έχει δεσμευτεί σε τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην Ευρώπη υπάρχουν βέβαια οι περιπτώσεις του Βελγίου, της Ιρλανδίας, και της Ιταλίας, που είχαν πετύχει την δεκαετία του 1980 και 1990 υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα επί σειρά ετών.
Εκεί όμως υπήρχαν δυο βασικές διαφορές: Η πρώτη ήταν ότι αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα είχαν επιτευχτεί σε συνθήκες χαμηλότερης ανεργίας και πολύ χαμηλότερου παραγωγικού κενού. Η δεύτερη, και κυριότερη, ήταν ότι όταν συνέβησαν αυτά δεν υπήρχε το ευρώ, άρα οι συγκεκριμένες χώρες μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την νομισματική τους πολιτική προκειμένου να εξισορροπήσουν την επίπτωση των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων στις συνθήκες βραχυχρόνιας ζήτησης. Στη δική μας περίπτωση η δυνατότητα αυτή δεν υπάρχει, αντίθετα έχουμε ένα τραπεζικό σύστημα που λειτουργεί σε συνθήκες πολύ χαμηλής ρευστότητας, με αποτέλεσμα η οικονομία να λειτουργεί υπό καθεστώς χρηματοπιστωτικής ασφυξίας. Με άλλα λόγια το περιβάλλον μέσα στο οποίο καλούμαστε να πετύχουμε αυτά τα πλεονάσματα είναι πολύ πιο περιοριστικό, κάτι που καθιστά την αξιοπιστία της συμφωνίας του Ιουνίου 2017 χαμηλή.
- Άρα λέτε ότι η συμφωνία του Ιουνίου 2017 εκ των πραγμάτων θα αναθεωρηθεί;
Αυτό πιστεύουν και οι αγορές, ότι δεν είναι η τελική συμφωνία. Υπεγράφη αφενός για να δοθεί κάποιος χρόνος στην Ελλάδα για να προωθήσει μεταρρυθμίσεις, αφετέρου οι ευρωπαϊκές χώρες, και κυρίως η Γερμανία να κάνουν εκλογές χωρίς να αποτελεί το ελληνικό ζήτημα θέμα επικαιρότητας. Νομίζω ότι οι αγορές αποδέχτηκαν το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης ως θετικό γεγονός, αφού περιόρισε σημαντικά την πιθανότητα επανάληψης της σύγκρουσης του 2015, παράλληλα όμως την ερμήνευσαν σαν ενδιάμεσο σταθμό προς μια συζήτηση διευθέτησης του χρέους που θα ξεκινήσει μετά τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης. Για αυτό και οι αγορές αυτή τη στιγμή κρατούν μια στάση αναμονής απέναντι στην Ελλάδα.
Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και πέντε μήνες, το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου της Ελλάδας παραμένει στην περιοχή του 5,5%, η δε έκδοση του πενταετούς ομολόγου τον περασμένο Ιούλιο έγινε με υψηλό επιτόκιο. Ο χρόνος όμως μετρά αντίστροφα. Όσο πλησιάζουμε προς τη λήξη του προγράμματος που θα πρέπει να συνοδευτεί με την ανακοίνωση κάποιων κρίσιμων αποφάσεων για την Ελλάδα, η πίεση πάνω στα ελληνικά ομόλογα ενδέχεται να αυξηθεί. Συνήθως, οι αγορές είναι ένα βήμα μπροστά από την πολιτική διαδικασία, και όταν μια κατάσταση δεν είναι βιώσιμη οικονομικά, επιβάλλουν την λήψη πολιτικών αποφάσεων συμβατές με την οικονομική βιωσιμότητα.
- Τι πιστεύετε λοιπόν ότι θα συμβεί από εδώ και πέρα; Είναι γνωστό ότι το FDP που φαίνεται ότι θα συμμετάσχει στη νέα γερμανική κυβέρνηση, έχει ταχθεί κατά της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους…
Οι διαπραγματεύσεις για την οριστική επίλυση του θέματος του ελληνικού χρέους δεν θα είναι εύκολες, γιατί προφανώς τα διάφορα μέρη έχουν αντικρουόμενες επιδιώξεις. 'Όμως, ο εκτροχιασμός του 2015 κατέστησε την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους αναγκαία και μεγάλη. Εάν το χρέος ήταν ιδιωτικό και όχι επίσημο, το πιθανότερο αποτέλεσμα θα ήταν μια ονομαστική απομείωση του, αυτό όμως δεν προβλέπεται από τις ευρωπαϊκές συνθήκες και είναι πολιτικά απαράδεκτο στις πιστώτριες χώρες.
Η επόμενη, και υπό προϋποθέσεις πολιτικά εφικτή επιλογή, είναι μια συμφωνία απομείωσης του χρέους μέσω σταδιακής μεταφοράς πληρωμών, υπό την αίρεση προόδου στις μεταρρυθμίσεις. Αυτή θα είναι μια λύση που εξαιτίας του στοιχείου της αιρεσιμότητας θα αντιμετωπίζει τον ηθικό κίνδυνο και άρα έχει πιθανότητες να πείσει τους δανειστές ότι προστατεύει την περιουσία των φορολογουμένων τους, αφού απέναντι τους θα έχουν μια ελληνική κυβέρνηση που θα έχει δεσμευτεί σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να απομειώνεται σταδιακά το χρέος της χώρας. Για την Ελλάδα, μια τέτοια συμφωνία θα έχει το πλεονέκτημα της μείωσης των δανειακών αναγκών της τα αμέσως επόμενα χρόνια, κάτι που θα επιτρέψει την μείωση των φορολογικών συντελεστών και θα δώσει ώθηση στην πραγματοποίηση επενδύσεων στη χώρα. Από την άλλη, μια τέτοια συμφωνία θα έχει και κόστος για τη Ελλάδα.
Το πρώτο αναφέρεται στους βαθμούς ελευθερίας της εθνικής οικονομικής πολιτικής. Εξαιτίας της περιοδικότητας της μεταφοράς πληρωμών και της σύνδεσης τους με προσυμφωνημένους στόχους μεταρρυθμίσεων, η χώρα θα εξακολουθεί να τελεί υπό καθεστώς εκτεταμένης εποπτείας ανάλογο με το σημερινό. Με άλλα λόγια, ο εκτροχιασμός του 2015 έχει δεσμεύσει την Ελλάδα σε καθεστώς προγράμματος ανάλογο του σημερινού για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Το δεύτερο είναι θέμα δικαιοσύνης έναντι των νέων γενεών. Η μεταφορά πληρωμών μέσα από την οποία θα επέλθει η ελάφρυνση του ελληνικού χρέους υποχρεώνει τους νέους Έλληνες και Ελληνίδες να εξυπηρετήσουν ένα χρέος το οποίο δεν δημιούργησαν και από το οποίο δεν επωφελήθηκαν, τουλάχιστον στο βαθμό που επωφελήθηκαν οι προηγούμενες γενεές.
- Προϋπόθεση ωστόσο για όλα αυτά, είναι να αποσπάσουν οι δανειστές της δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης για συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις. Πόσο εφικτό είναι αυτό; Και ποια είναι η θέση της γαλλικής πρότασης για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους σε αυτή τη συζήτηση;
Η γαλλική πρόταση είναι καταρχήν θετική για την Ελλάδα, γιατί ceteris paribus μειώνει την πιθανότητα ενός πιστωτικού γεγονότος έναντι των ιδιωτών πιστωτών. Σήμερα, ανάμεσα στους άλλους παράγοντες που καθιστούν τους ιδιώτες πιστωτές επιφυλακτικούς έναντι των ελληνικών ομολόγων είναι και το ζήτημα της προτεραιότητας αποπληρωμής (seniority) των ομολόγων του ελληνικού κράτους. Αν ένας ιδιώτης επενδυτής ξέρει ότι η Ελλάδα μια συγκεκριμένη χρόνια έχει μεγάλες πληρωμές προς τους επίσημους πιστωτές, θα διστάσει να εμπιστευτεί τα ελληνικά ομόλογα γιατί ξέρει ότι αν η Ελλάδα συναντήσει δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του χρέους της οι ιδιώτες πιστωτές θα περάσουν σε δεύτερη μοίρα έναντι των επισήμων. Για τον ιδιώτη επενδυτή, αυτό αυξάνει τον πιστωτικό κίνδυνο των ελληνικών ομολόγων σε επίπεδα μεγαλύτερα από την έκθεση των επίσημων πιστωτών στον ελληνικό δημοσιονομικό κίνδυνο. Ο αυξημένος αυτός κίνδυνος μεταφέρεται στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μην μπορεί να δανειστεί από τις αγορές σε επιτόκιο συμβατό με την διατηρησιμότητα του χρέους της.
- Σύμφωνοι, αλλά η γαλλική πρόταση αλλάζει την σειρά προτεραιότητας στην καταβολή δαπανών για την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους. Υπό μια έννοια αυτό είναι θετικό…
Ακριβώς, Εφόσον η ανάπτυξη υστερήσει μια χρονιά έναντι των προβλέψεων, τότε θα μετατεθούν οι πληρωμές στους επίσημους πιστωτές, οπότε και ο ιδιώτης επενδυτής θα πληρωθεί πρώτος. Με αυτό τον τρόπο η γαλλική πρόταση διευκολύνει την επιστροφή της Ελλάδας σε καθεστώς κανονικής χρηματοδότησης από τις αγορές, κάτι το οποίο αποτελεί βασική προϋπόθεση επιστροφής στην κανονικότητα και μακροχρόνια βιώσιμης οικονομικής ανάκαμψης.
'Όμως, εδώ υπάρχει ένα πολύ μεγάλο “αλλά”, το οποίο αναφέρεται στον ηθικό κίνδυνο για τον οποίο μιλήσαμε προηγουμένως. Με την γαλλική πρόταση όμως, το κόστος ανάπτυξης που δημιουργεί η απουσία μεταρρυθμίσεων, δεν έχει άμεσο πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση, αφού το δημοσιονομικό κόστος της συνακόλουθης χαμηλής ανάπτυξης μετατίθεται για το μέλλον. Η κυβέρνηση λοιπόν έχει κίνητρο να αναβάλλει αντί να προωθήσει τις μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να μην δυσαρεστήσει συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες που θα πληγούν από αυτές. Έτσι, στα χέρια μιας κυβέρνησης που πολιτεύεται με βραχυπρόθεσμο ψηφοθηρικό τρόπο, και η οποία δεν έχει την ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων (όπως συμβαίνει με τη σημερινή κυβέρνηση), η γαλλική πρόταση μπορεί να αποβεί από πλεονέκτημα σε μειονέκτημα για την οικονομική ανάπτυξη. Ο τρόπος για να εξαλειφθεί ο ηθικός κίνδυνος χωρίς να ακυρώνεται το πλεονέκτημα της γαλλικής πρότασης για την Ελλάδα είναι να συνδεθεί αφενός η απομείωση του χρέους με τις μεταρρυθμίσεις, και παράλληλα να συνδεθούν οι δαπάνες εξυπηρέτησης του ελληνικού επίσημου χρέους με τον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι μεταρρυθμίσεις προχωρούν.
- Πιστεύετε ότι αυτό το μοντέλο για τη διασύνδεση μεταρρυθμίσεων με απομείωση του χρέους, θα το εφαρμόσει αυτή ή μια άλλη κυβέρνηση;
Πιστεύω ότι στο σύνολο του θα εφαρμοσθεί από μια άλλη κυβέρνηση, γιατί η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων για τις οποίες συζητάμε, και γιατί έχει πολιτικές εξαρτήσεις από ομάδες που έχουν συμφέρον να μην προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις αυτές. Μεταρρυθμιστής δεν γίνεσαι από τη μια ημέρα στην άλλη και η στροφή στην επιχειρηματικότητα δεν γίνεται στα λόγια αλλά με τις πράξεις. Τα παραδείγματα μεγάλων επενδυτικών έργων που βρίσκονται μετέωρα εξαιτίας μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων και η διαρκής αμφισβήτηση των θεσμών δείχνουν πως η πρόσφατη φιλική ρητορική της κυβέρνησης υπέρ των επενδύσεων είναι επικοινωνιακή και όχι πραγματική. Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τι θα επιλέξει η κυβέρνηση, στο τέλος της ημέρας όμως, νομίζω ότι η ουσιαστική εφαρμογή ενός mainstream μεταρρυθμιστικού προγράμματος την υπερβαίνει, ακόμα κι αν το υπογράψει.
- Τι βλέπετε επομένως να συμβαίνει στο τέλος του προγράμματος;
Με τα παρόντα δεδομένα η Ελλάδα φαίνεται ότι δεν θα μπορεί κάνει καθαρή έξοδο στις αγορές, δηλαδή να δανειστεί σε ποσά, επιτόκια και χρονικούς ορίζοντες που θα της επιτρέπουν να αναχρηματοδοτεί το χρέος της χωρίς κάποιας μορφής εξωτερική βοήθεια. Αυτό ισχύει ακόμα κι αν η χώρα καταφέρει να χτίσει ένα μαξιλάρι ασφαλείας ικανό να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες εξυπηρέτησης χρέους του 2019.
Έξοδος στις αγορές μετά το καλοκαίρι του 2018 με ένα 10ετες ομόλογο σημαίνει ότι ένας δανειστής προσδοκά να πάρει πίσω το κεφάλαιο που δάνεισε το 2028. Άρα, για να δανείσει την Ελλάδα με ένα δημοσιονομικά βιώσιμο επιτόκιο, θα πρέπει να έχει πειστεί ότι σε δέκα χρόνια από σήμερα η ελληνική οικονομία θα έχει πλουτοπαραγωγική ικανότητα σημαντικά μεγαλύτερη από τη σημερινή: Θα έχει υψηλή παραγωγικότητα (η οποία σήμερα μειώνεται), θα έχει πάψει να είναι ουραγός στις επενδύσεις –ο μέσος όρος των επενδύσεων στην Ευρωζώνη είναι 18% του ΑΕΠ έναντι 11% στην Ελλάδα- το θεσμικό της περιβάλλον θα έχει βελτιωθεί θεαματικά, όπως επίσης και ο δημογραφικός της χαρακτήρας, δηλαδή ότι οι γεννήσεις θα έχουν αυξηθεί, και το καλό παραγωγικό δυναμικό θα έχει επιστρέψει. Στα περισσότερα από τα παραπάνω θέματα, οι εξελίξεις είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση από την επιθυμητή.
- Επομένως, αυτό που λέτε, είναι ότι η χώρα θα χρειαστεί χρηματοδότηση…
Θα χρειαστεί χρηματοδότηση, που δεν θα έρθει με την μορφή ενός ακόμη Μνημονίου με την κλασική έννοια του όρου, καθώς αυτό πολιτικά δεν περνά ούτε στην Ελλάδα ούτε στο εξωτερικό. 'Όπως συζητήσαμε προηγουμένως, το πιθανότερο είναι ότι θα έχει τη μορφή της μετάθεσης πληρωμών στο μέλλον που θα τελεί υπό την αίρεση προόδου μεταρρυθμίσεων και μια πιστοληπτική γραμμή. Η τελευταία θα προσφέρει έναν δίκτυ ασφαλείας προκειμένου η χώρα να εκδώσει αρχικά περισσότερα 5ετη και αργότερα 10ετή ομόλογα. Αυτό θα είναι βήμα προς την σωστή κατεύθυνση, όμως από μόνο του μακροπρόθεσμα δεν επιλύει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας.
Τελικά, όση βοήθεια και να πάρει η χώρα από το εξωτερικό, η Ελλάδα μπορεί να σωθεί μόνο από τους ίδιους τους Έλληνες. Και αυτό θα συμβεί όταν η οικονομική πολιτική τους δώσει κίνητρα να βοηθήσουν τη χώρα βοηθώντας πρώτα τους ίδιους τους εαυτούς τους. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί με μια πολιτική υπερφορολόγησης, τιμωρίας της επιτυχίας και προαγωγής κοινωνικών αυτοματισμών που θέτει τη μια κοινωνική ομάδα έναντι της άλλης. Χρειάζεται μια νέα οικονομική πολιτική, που θα επιβραβεύει την επιτυχία, θα δημιουργεί κίνητρα για δημιουργία πλούτου από τα άτομα και τις επιχειρήσεις, θα προάγει τις συνέργειες μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και θα δημιουργεί πλεονάσματα που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μείωση της φτώχειας και αύξηση της κοινωνικής συνοχής.