Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Είναι μεσημέρι Πέμπτης, περασμένες δύο, και είμαι πολύ, αφόρητα κουρασμένος. Έχω ξυπνήσει στις πέντε, έχω κάνει πολλά πράγματα από τότε, για την ακρίβεια δεν έχω σταματήσει λεπτό, και τα μάτια μου ήδη κλείνουν. Είμαι πολύ, αφόρητα κουρασμένος. Όπως ήμουν και χθες τέτοια ώρα. Και προχθές. Όπως θα είμαι και αύριο. Αύριο; Ναι, αμέ, το ξέρω από τώρα. Όπως το ξέρω και για μεθαύριο, και για τον άλλο μήνα, και για τον παράλλο. Και για του χρόνου. Πολύ, πολύ, αφόρητα κουρασμένος.
Έτσι θα πάει λοιπόν; Ναι, έτσι θα πάει. Από κάτι τέτοια δεν ξεφεύγεις: δεν ξεφεύγεις από την τάξη σου, ποτέ.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Είναι που στα διαλείμματα από τη δουλειά, από τις λέξεις (δουλεύω χειρωνακτικά με λέξεις), θα μιλήσω γραπτώς με ανθρώπους —με έναν αέρα συνωμοσίας να σκεπάζει την κουβέντα μας— που οι περισσότεροι θα μου πουν τη δική τους ασφαλή πρόγνωση για το μέλλον. Είναι πολύ, αφόρητα κουρασμένοι και αυτοί. Και ήταν και χτες. Και θα είναι και αύριο. Πολύ, αφόρητα κουρασμένοι. Άλλοι ζουν στην Αθήνα, άλλοι στη Θεσσαλονίκη, άλλοι έξω — οι πιο τυχεροί και οι πιο θαρραλέοι, έξω. Πολύ, αφόρητα κουρασμένοι και οι μεν και οι δε. Αν τους λείπει η Ελλάδα αυτών των τυχερών και θαρραλέων; Ναι, πολύ. Και οργίζονται με αυτό: γιατί δεν θέλουν να τους λείπει. Θέλουν ή να την ξεχάσουν τελείως (αμήν), ή να μην είχαν φύγει από μιας αρχής, να μην είχαν αναγκαστεί να φύγουν. Ακριβώς για να μην τους λείπει.
Λοιπόν, θυμάμαι πως παλιά έγραφα ότι η νοσταλγία είναι πια μια λέξη των λεξικών και μόνο. Ότι δεν υπάρχει νοσταλγία την εποχή του διαδικτύου και της αστραπιαίας επικοινωνίας. Ανοησίες, δεν ισχύει, έκανα λάθος. Και είμαι και εξ αυτού πολύ, αφόρητα οργισμένος. Όλοι μας είμαστε. Και λυπημένοι. Κυρίως αυτό. Όλοι. Κι εγώ είμαι λυπημένος.
Από την Παρασκευή το βράδυ έχω, στην ουσία, χάσει την ικανότητα να χρησιμοποιώ τη γλώσσα. Με κουράζουν οι φράσεις που έχουν περισσότερες από τρεις λέξεις. Η ιδέα και μόνο να βάλω στη σειρά λέξεις που θα ήταν καρπός μιας σκέψης με εξαντλεί. Έτσι κι αλλιώς είμαι ανίκανος να σκεφτώ. Μέσα στο μυαλό μου υπήρχε εκείνη που δεν κατάφερα να βρω, εκείνη που έπρεπε να διατηρήσω αλώβητη, και ο βόμβος αυτής της παρουσίας έσβηνε όλα τα υπόλοιπα.
Παρ' όλα αυτά, όταν με πιάνουν κάτι τέτοια, έχω ένα φάρμακο για να τα κατασιγάσω. Σκέφτομαι δύο πράγματα. Το ένα είναι η θέση της Γης (του πλανήτη εννοώ) στο Σύμπαν. Ουσιαστικά, δεν πιάνει καθόλου τόπο, αν το καλοσκεφτείς. Υπό μία τέτοια, κοσμική οπτική, η Γη δεν υπάρχει καν. Είναι ένα σκουπιδάκι πάνω σε ένα κύτταρο πάνω σε μία τρίχα πάνω σε ένα ξέφτι ενός κυττάρου που δεν υπάρχει μικροσκόπιο για να το εντοπίσει. Τώρα, αλήθεια: ο Τσίπρας; και ο… Καμμένος; Seriously? Ε, όχι.
Αυτό είναι το ένα κόλπο που κάνω για να ηρεμώ και να καθησυχάζω. Το άλλο είναι ποιοτικά διαφορετικό: έχει να κάνει με το σύνολο του ανθρώπινου πόνου και της ανθρώπινης πικρίας. Είναι τέτοιο και τόσο, βάζω τον εαυτό μου και σκέφτεται με το ζόρι, που δεν υπάρχει σύμπαν να το χωρέσει. Δεν υπάρχει σύμπαν να το χωρέσει, τελεία. Όπως, καμιά φορά, δεν υπάρχει σύμπαν για να χωρέσει τη δυστυχία ενός μόνο ανθρώπου.
Οπότε εγώ είμαι καλά. Είμαι καλά.
Την Παρασκευή το βράδυ κλέψατε τη ζωή από έναν εξαιρετικό πλάσμα, από τον έρωτα της ζωής μου, από τη μητέρα του γιου μου, αλλά δεν θα σας χαρίσω το μίσος μου. Δεν ξέρω ποιοι είστε και δεν θέλω να το μάθω, είστε νεκρές ψυχές. Αν αυτός ο Θεός, στο όνομα του οποίου σκοτώνετε στα τυφλά, μας έπλασε κατ' εικόνα και ομοίωσή του, κάθε σφαίρα στο κορμί της γυναίκας μου είναι μια πληγή στην καρδιά Του.
Αυτά είναι τα κόλπα που κάνω. Τις προάλλες, μία φίλη μού είπε πως κάνει κι εκείνη κάτι παρόμοιο. «Ό,τι είναι να ζήσουμε», σκέφτεται, «έχει ήδη συμβεί στη σκέψη του Θεού. Οπότε δεν σκάω για το αύριο». Και έσπευσε να προσθέσει, καθώς διείδε ότι το πήρα μάλλον στραβά: «Είμαι κι εγώ άθεη, ίσως περισσότερο κι από σένα. Το εννοώ κάπως “λοξά” όλο αυτό, με καταλαβαίνεις». Καταλάβαινα. «Επίσης, όλα όσα θα ζήσουμε αύριο, ξέρεις, είναι αποτέλεσμα αυτών που κάναμε χθες. Δεν θα τα αποφύγουμε. Σημασία άρα έχει μόνο τι θα κάνουμε σήμερα, με καταλαβαίνεις;» Νομίζω ναι, νομίζω πως την καταλάβαινα. Κάπως.
Αυτό το βράδυ μαθαίνω καινούργια βήματα. Πρέπει να του κόψω τα νύχια. Δεν το έχω ξανακάνει. Κι αυτή τη φορά δεν γίνεται να περιμένω την επιστροφή της Ελέν. Τον καθίζω στα γόνατα μου. Δεν σαλεύει. Το χεράκι του μέσα στο δικό μου, πλησιάζω το ψαλίδι μη ξέροντας από ποιο δάχτυλο ν' αρχίσω. Ανυπομονεί. Ξεκινάω. Μια κραυγή σκίζει τη σιωπή που επικρατεί. Τον κοιτάζω για να βεβαιωθώ. Με παρατηρεί με έκπληκτο βλέμμα. Εγώ είμαι αυτός που φώναξε. Μόλις του έκοψα μιαν ακρούλα από το δαχτυλάκι του. Δεν έπρεπε ν' αρχίσω απ' το μικρό. Είχα αισθανθεί κάποια αντίσταση και είχα επιμείνει. Τον εξετάζω. Στην πραγματικότητα έκοψα μια ακρούλα δέρματος. Το δάχτυλό του, που εγώ ήδη το έβλεπα ακρωτηριασμένο, είναι ακέραιο, λιγάκι γδαρμένο μονάχα. Δεν ματώνει. Βάζω το δάχτυλό του στο στόμα μου. Έχω την εντύπωση πως η καρδιά του χτυπάει ανάμεσα στα χείλη μου.
Βέβαια, όλα αυτά —τα κόλπα τα δικά μου, της φίλης μου, τα δικά σου— μοιάζουν αρκετά με το παιχνίδι της Πολυάννας, σωστά; Εκείνο το παλιό, ανόητο Παιχνίδι της Χαράς. Μοιάζουν με ένα προπολεμικό παιχνίδι για παιδιά. Και μπορεί πράγματι να μην είναι παρά κάτι τέτοιο ακριβώς.
Έχει όμως σημασία; Αφ' ης στιγμής πιάνει —όσο πιάνει…—, έχει σημασία που είναι ένα παλιό παιχνίδι, και όχι ένα γερό συμπέρασμα αναστοχασμού;
Έχουμε πάντα την εντύπωση, όταν κοιτάζουμε κάτι από απόσταση, ότι αυτός που επιβιώνει από το χειρότερο είναι ήρωας. Ξέρω πως δεν είμαι τέτοιος. Η μοίρα χτύπησε, αυτό είν' όλο. Δεν ζήτησε τη γνώμη μου. Δεν θέλησε να μάθει αν ήμουν έτοιμος. Ήρθε να βρει την Ελέν, και με υποχρέωσε να ξυπνήσω χωρίς εκείνη. Από τότε δεν ξέρω πού πηγαίνω, δεν ξέρω πώς φτάνω, δεν είμαι να με υπολογίζει κανείς. Σκέφτομαι τον Φιλίπ, αυτόν που έγραψε τούτες τις φράσεις. Σκέφτομαι όλους τους άλλους που μου έγραψαν. Θέλω να τους πω ότι οι λέξεις μου με ξεπέρασαν. Ακόμη και να προσπαθήσω να πείσω τον εαυτό μου ότι είναι δικές μου, δεν θα 'μαι ποτέ σίγουρος ότι μου ανήκουν ολοκληρωτικά. Από τη μια μέρα στην άλλη μπορεί και να πνιγώ.
Πιάνει όμως πάντα το κόλπο; Αυτό το παιχνίδι;
Όχι, όχι πάντα. Καμιά φορά δεν σου αρκεί η δυστυχία του άλλου, ή των πολλών — ούτε το μέγεθος, η απεραντοσύνη του σύμπαντος. Σκέφτεσαι πως όλο το σύμπαν είσαι εσύ και άλλος κανείς, και πως, αν εσύ κινδυνεύεις να χάσεις ένα deadline, τότε όλο το σύμπαν κινδυνεύει να το χάσει. Και ξαφνικά, εκείνη τη στιγμή, φοβάσαι. Μη μείνεις χωρίς δουλειά, μη μείνεις χωρίς λεφτά, μη μείνεις χωρίς νοιάξιμο από τους άλλους. Ξαφνικά: φοβάσαι.
Και ξαφνικά φοβάμαι. Περιμένουν από μένα πολλά, και φοβάμαι πως δεν στέκομαι στο ύψος τους. Έχω ακόμη το δικαίωμα να μην είμαι γενναίος. Το δικαίωμα να είμαι οργισμένος. Το δικαίωμα να μην αντέχω άλλο. Το δικαίωμα να έχω κουραστεί. Το δικαίωμα να πίνω πολύ και να καπνίζω ακόμα περισσότερο. Το δικαίωμα να δω μιαν άλλη γυναίκα, ή να μην ξαναδώ ποτέ, καμιά. Το δικαίωμα να μην ξαναγαπήσω, ποτέ πια. Να μην ξαναφτιάξω τη ζωή μου και να μη θέλω μιαν άλλη ζωή. Το δικαίωμα να μην έχω όρεξη να παίξω, να πάω στο πάρκο, να αφηγηθώ μια ιστορία. Το δικαίωμα να κάνω λάθη. Το δικαίωμα να πάρω λάθος αποφάσεις. Το δικαίωμα να μην έχω χρόνο. Το δικαίωμα να μην είμαι παρών. Το δικαίωμα να μην είμαι αστείος. Το δικαίωμα να είμαι κυνικός. Το δικαίωμα να έχω άσχημες μέρες. Το δικαίωμα να ξυπνάω αργά. Το δικαίωμα να καθυστερώ όταν είναι να πάρω τον Μελβίλ από τον παιδικό σταθμό. Το δικαίωμα να αποτυγχάνω όταν αποπειρώμαι να φτιάξω σπιτικά «φαγάκια». Το δικαίωμα να μην έχω καλή διάθεση. Το δικαίωμα να μη λέω τα πάντα. Το δικαίωμα να μη μιλάω πια γι' αυτό. Το δικαίωμα να είμαι βαρετός. Το δικαίωμα να φοβάμαι. Το δικαίωμα να μην ξέρω. Το δικαίωμα να μη θέλω. Το δικαίωμα να μη μπορώ.
Αυτά. Και κάτι ακόμη: ίσως τελικά σήμερα για πρώτη φορά χάσω το deadline μου. Αν μη τι άλλο, είναι περασμένες δύο και τα μάτια μου ήδη κλείνουν. Έχω αυτό το δικαίωμα, ναι;
«Μαμά, σου γράφω αυτές τις λέξεις για να σου πω πως σ' αγαπώ. Μου λείπεις. Με βοηθάει ο μπαμπάς γιατί ακόμη είμαι λίγο μικρός. Μην ανησυχείς γι' αυτόν, θα τον αναλάβω εγώ. Τον πάω περίπατο, παίζουμε με αυτοκινητάκια, διαβάζουμε ιστορίες, κάνουμε μαζί μπάνιο και πολλές αγκαλιές. Δεν είναι το ίδιο με τότε που ήσουν εδώ, αλλά τα καταφέρνουμε. Μου λέει πως όλα θα πάνε καλά, αλλά εγώ το βλέπω, είναι λυπημένος. Κι εγώ είμαι λυπημένος».
Χθες το βράδυ, για να κοιμηθώ, ξεφύλλιζα ένα μικρό βιβλίο ανάμεσα σε άλλα. Και ξαφνικά σταμάτησα να νιώθω κούραση. Σήμερα —είναι μεσημέρι Πέμπτης, περασμένες δύο— είμαι και πάλι πολύ, αφόρητα κουρασμένος. Έχω ξυπνήσει στις πέντε, έχω κάνει πολλά πράγματα από τότε, για την ακρίβεια δεν έχω σταματήσει λεπτό, και τα μάτια μου ήδη κλείνουν. Είμαι πολύ, αφόρητα κουρασμένος.
Αλλά είμαι καλά. Είμαι καλά.
ΥΓ. Στο σημερινό σημείωμα αντλήσαμε αποσπάσματα από το συνταρακτικό αφήγημα του Antoine Leiris (ο οποίος έχασε τη γυναίκα του στις 13 Νοεμβρίου 2015, στην τρομοκρατική επίθεση των ισλαμιστών στο Μπατακλάν), «Και όμως δεν θα σας μισήσω» (μετάφραση Κατερίνα Σχινά, Εκδόσεις Στερέωμα). Αποκτήστε το οπωσδήποτε. Ή/και χαρίστε το κάπου.