Την Ιωλκό τη θυμόμαστε όλοι, αφού από εκεί σύμφωνα με τον μύθο ξεκίνησε ο Ιάσωνας την Αργοναυτική εκστρατεία. Η έφορος αρχαιοτήτων Ανθή Μπάτζιου σκάβει εδώ και χρόνια το λιμάνι της προϊστορικής πόλης, στα Πευκάκια και τα ευρήματά της είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Δείχνουν πως επρόκειτο για ένα λιμάνι από όπου απέπλεαν και κατέπλεαν πλοία γεμάτα εμπορεύματα από κοντινά και μακρινά μέρη, κάτι που δείχνει σχέσεις της αρχαίας Ιωλκού με πολλές πόλεις ανά το Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
«Η μαγούλα Πευκάκια είναι ένας γνωστός προϊστορικός οικισμός στο μυχό του Παγασητικού, νότια της πόλης του Βόλου, που κατοικήθηκε από το τέλος της 4ης χιλιετίας έως και τη 2η χιλιετία π.Χ.» σημειώνει η ίδια η αρχαιολόγος. «Ανασκαφές στη μαγούλα πραγματοποιήθηκαν από τον Α. Αρβανιτόπουλο (1916), το Δ. Θεοχάρη (1957) και τους Δ. Θεοχάρη - Vl. Milojcic (1967-77). Οι σωστικές ανασκαφές που ακολούθησαν κατά τη δεκαετία του 1980 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας επιβεβαίωσαν την επέκταση του οικισμού εκτός των ορίων της μαγούλας κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο. Τα Πευκάκια ήταν ο ένας από τους τρεις μεγάλους οικισμούς στην περιοχή του Βόλου, μαζί με το Διμήνι και το Κάστρο/Παλαιά, που αποτελούν το μεγαλύτερο Μυκηναϊκό κέντρο της Θεσσαλίας, την Ιωλκό.»
Σύμφωνα με όσα λέει η Ανθή Μπάτζιου στο Liberal, ιο μεγαλύτερο τμήμα του οικισμού, ο οποίος κατοικούνταν συνεχώς από το 14ο έως και το 12ο αιώνα π.Χ., αναπτύχθηκε νοτιοανατολικά της μαγούλας. Από το 2006 η ανασκαφή στα Πευκάκια διεξάγεται ως συστηματική από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μαγνησίας, (υπό τη διεύθυνση της συνομιλήτριάς μας) με τη συνδρομή του Ινστιτούτου Αιγιακής Προϊστορίας (INSTAP) ενώ από το 2016 υλοποιείται το 3ο πενταετές ερευνητικό πρόγραμμα, σε συνεργασία με το Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Η ανασκαφή έχει επεκταθεί σε μεγάλη κλίμακα και έχουν αποκαλυφθεί οικίες, οι οποίες συνήθως διέθεταν σύνθετη μορφή, με πολλαπλά μικρά δωμάτια γύρω από ένα μεγαλύτερο κεντρικό χώρο, καθώς επίσης και δρόμοι, στενοί διάδρομοι και ανοιχτοί υπαίθριοι χώροι. Η μελέτη της κεραμικής αλλά και πολλών άλλων κατασκευών, που αποτελούσαν τον εξοπλισμό των σπιτιών αναδεικνύουν τις καθημερινές ασχολίες των κατοίκων. Παράλληλα, μέσα από την εξέταση των βιοαρχαιολογικών καταλοίπων, όπως είναι τα οστά των ζώων και τα κελύφη μαλακίων, αντλούνται πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες του πληθυσμού, με σαφή προτίμηση για το κρέας οικόσιτων ζώων (αιγοπροβάτων κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως χοίρων και βοοειδών).
«Πέρα όμως από τις καθημερινές δραστηριότητες που αφορούν ένα νοικοκυριό της εποχής εκείνης, η μελέτη των ευρημάτων σε συνδυασμό με τις ειδικές αναλύσεις που πραγματοποιούνται από εξειδικευμένους συνεργάτες του ερευνητικού προγράμματος συνέβαλαν στη διάκριση χώρων, οι οποίοι εξυπηρετούσαν ποικίλες βιοτεχνικές εργασίες» τονίζει.
«Πιο συγκεκριμένα, στο δυτικό άκρο της ανασκαφής εντοπίστηκε ένα σύνθετο κτιριακό σύνολο, με πέντε τουλάχιστον δωμάτια, όπου ανιχνεύτηκαν δραστηριότητες επεξεργασίας μαλακίων γνωστών ως «πορφύρων» για την παραγωγή χρώματος για βαφή υφασμάτων. Η πορφύρα του τύπου Hexaplex Trunculus είναι ένα μαλάκιο το οποίο ευδοκιμεί στο Μεσογειακό χώρο και η εκμετάλλευση του για την παραγωγή χρωστικών ουσιών ήταν μία ιδιαίτερα διαδεδομένη δραστηριότητα, που μαρτυρείται σε πολλές θέσεις από την προϊστορική περίοδο έως και τον 20ο αιώνα, πριν την επικράτηση των τεχνητών χρωμάτων.
Στα Πευκάκια οι πορφύρες αλιεύονταν πιθανότατα με τα χέρια ή με κατάδυση στις κοντινές ρηχές, αμμώδεις ακτές, σε εκβολές ρεμάτων. Συνήθως επιλέγονταν τα μεγάλα μαλάκια, γεγονός που φανερώνει τη μέριμνα των αλιέων για την αναπλήρωση των φυσικών πληθυσμών για μελλοντική εκμετάλλευση. Στη συνέχεια μεταφέρονταν στο εργαστήριο, για τη διαδικασία επεξεργασίας, η οποία περιελάμβανε την αποθήκευση για μικρό διάστημα, την θραύση από έμπειρους ανθρώπους, το βρασμό σε ελεγχόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες και την παραγωγή της χρωστικής ουσίας. Το εργαστήριο των Πευκακίων ήταν σχεδιασμένο για μία τέτοια διαδικασία, καθώς διέθετε ένα μεγάλο χώρο, με πολλά ανοίγματα, τα οποία συνέβαλαν σημαντικά στον έλεγχο της θέρμανσης, του αερισμού και του φωτός του χώρου, για καλύτερο χρωματικό αποτέλεσμα. Στο δωμάτιο αυτό βρέθηκε μία μεγάλη πήλινη εστία και μεγάλες λεκάνες για το βρασμό των μαλακίων, μεγάλα πιθάρια για την αποθήκευση λαδιού και νερού και άλλων υγρών ουσιών, πολλά μικρότερα σκεύη, καθημερινής χρήσης, τα οποία χρησιμοποιούνταν σε διάφορες εργασίες, καθώς και αρκετά χάλκινα και λίθινα εργαλεία. Παρόμοια ευρήματα εντοπίστηκαν και στους υπόλοιπους βοηθητικούς χώρους.»
Σε μία άλλη θέση του οικισμού, και συγκεκριμένα στη νότια περιοχή, σε ένα μεγάλο υπαίθριο χώρο, αποκαλύφθηκαν διάφορες λίθινες κατασκευές, όπως ένας οχετός καλυμένος με πλάκες, μία μεγάλη τράπεζα, ένας πάγκος. Ο εξοπλισμός αυτός σε συνδυασμό με ένα σημαντικό αριθμό ευρημάτων, όπως λίθινα εργαλεία κρούσης, μία λίθινη μήτρα και τμήματα από λίθινα χωνευτήρια, που χρησιμοποιούνταν για τη χύτευση μετάλλων και πολλά τμήματα από σκουριές χαλκού, δημιουργούν την εντύπωση ότι πιθανότατα στη θέση αυτή λειτουργούσε ένα εργαστήριο μεταλλουργίας. Είναι προφανές ότι η προνομιακή θέση του οικισμού ευνόησε τον έλεγχο της διακίνησης πρώτων υλών και συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία μιας παράδοσης στον τομέα της μεταλλουργίας, με τους κατοίκους να έχουν αποκτήσει την απαραίτητη τεχνογνωσία μέσα από τη διαρκή τους ενασχόληση με τέτοιου είδους εξειδικευμένες δραστηριότητες.
Τα Πευκάκια «ελέγχουν την είσοδο στο μυχό του Παγασητικού και αποτελούν το λιμάνι και την πύλη του εμπορίου ανάμεσα στην Ιωλκό και στις υπόλοιπες μυκηναϊκές πόλεις. Μέσα από τη μελέτη του υλικού, αναγνωρίζονται οι εμπορικές επαφές του οικισμού με άλλες περιοχές της Ηπειρωτικής Ελλάδας, του Αιγαίου αλλά και της Μέσης Ανατολής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεγάλη ποσότητα και η ποικιλία ψευδόστομων αμφορέων όλων των μεγεθών από μικρούς που περιείχαν αρωματικά έλαια ως τους μεγάλους μεταφορικούς αμφορείς λαδιού ή κρασιού, ορισμένοι από τους οποίους είχαν κατασκευαστεί στη Δυτική Κρήτη αλλά και στη Νότια Ελλάδα. Εξαιρετικά ευρήματα αποτελούν και οι δύο χαναανίτικοι αμφορείς που βρέθηκαν κατά την περσινή ανασκαφική περιόδο, οι οποίοι εντάσσουν τα Πευκάκια σε ένα εμπορικό δίκτυο με την Ανατολή, πιθανότατα μέσω Κύπρου, απ’ όπου προέρχεται και ένας μεγάλος κρατήρας. Τέλος, ιδιαίτερη θέση στις εμπορικές επαφές του οικισμού κατέχουν οι Αιγινίτικες χύτρες, τα δημοφιλή μαγειρικά σκεύη από το νησί του Αργοσαρωνικού, τα οποία έφεραν πάντα τη σφραγίδα των εργαστηρίων προέλευσης και την εποχή εκείνη κατέκλυαν τις αγορές του Αιγαίου.»
Τα Πευκάκια ήταν πολυδιάστατο οικονομικό κέντρο, με ποικίλες βιοτεχνικές και οργανωμένες εμπορικές δραστηριότητες, οι οποίες πιθανότατα ελέγχονταν από έναν τοπικό άρχοντα. Παράλληλα όμως, απέκτησε σταδιακά μία κοσμοπολιτίκη και πολυ-πολιτισμική υπόσταση, καθώς εκτός από τα προϊόντα διακινούνταν άνθρωποι, τεχνικές και ιδέες, ήθη και έθιμα.
H συνέχιση του ερευνητικού προγράμματος, της ανασκαφής, της συντήρησης των αγγείων και των μικρών ευρημάτων και της μελέτης τόσο του κεραμικού υλικού, όσο και του υπόλοιπου υλικού από τους ειδικούς συνεργάτες της ερευνητικής ομάδας θα εμπλουτίσει τα δεδομένα για τον χαρακτήρα και τις δραστηριότητες του παράκτιου Μυκηναϊκού οικισμού των Πευκακίων και θα συμβάλλει σημαντικά στη συνολική του δημοσίευση.