Του Κώστα Χριστίδη*
Στην Ελλάδα το μοντέλο οργάνωσης και λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας που επικράτησε πλήρως επί δεκαετίες ήταν αυτό του κρατισμού. Ο κρατισμός είναι η πολιτική αντίληψη και πρακτική που αποδέχεται τη συγκέντρωση εκτεταμένων αρμοδιοτήτων και τη διενέργεια πολλών παρεμβάσεων και ελέγχων από το κράτος σε κάθε πτυχή της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Είναι ένα σύστημα αρεστό στους πολιτικούς, των οποίων η εξουσία διευρύνεται υπό συνθήκες κρατισμού, στους συνδικαλιστές, οι οποίοι καθοδηγούν ομάδες οργανωμένων συμφερόντων για να «περάσουν» μέσω πολιτικών πιέσεων κάποιο προνόμιο δύσκολο να ανατραπεί στο μέλλον, στους κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες και σε όσους άλλους στηρίζουν την ανέλιξή τους σε ένα διογκωμένο αλλά ταυτόχρονα πλαδαρό κράτος που να προσαρμόζεται πειθήνια στις επιθυμίες τους.
Τώρα που το μεγάλο και αναποτελεσματικό κράτος μάς έφερε στο χείλος του γκρεμού, οι κρατιστές ρωτούν: «Χρειαζόμαστε λιγότερο κράτος ή μήπως αυτό που χρειαζόμαστε είναι καλύτερο κράτος;». Η διατύπωση του ερωτήματος αυτού είναι παραπλανητική, γιατί η αντίθετη έννοια του «λιγότερου κράτους» είναι «περισσότερο κράτος», ενώ του «καλύτερου κράτους» είναι «χειρότερο κράτος». Ενώ, λοιπόν, μεταξύ του λιγότερου ή περισσότερου κράτους είναι πιθανόν να ευρεθούν ορισμένοι που θα επιλέξουν το πρώτο και άλλοι το δεύτερο, μεταξύ καλύτερου ή χειρότερου κράτους ασφαλώς δεν θα βρεθεί ούτε ένας που θα επιλέξει το χειρότερο. Οταν, επομένως, τίθεται το ερώτημα «λιγότερο ή καλύτερο κράτος», οι περισσότεροι δεν σκέφτονται τις παραπάνω εννοιολογικές διακρίσεις και τείνουν να απαντήσουν βιαστικά, «καλύτερο κράτος».
Ας αναλογισθούμε, όμως, ότι ένα οποιοδήποτε σύνολο ανθρώπων που είναι οργανωμένο για την επίτευξη ενός σκοπού, όταν διογκωθεί πέραν από κάποιο μέγεθος αρχίζει να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα συντονισμού και λειτουργικότητας. Σε μία ιδιωτική επιχείρηση ο τελικός συντονιστής (η γενική διεύθυνση) βασίζει τις αποφάσεις του στις πληροφορίες που διαβιβάζονται από τα ιεραρχικώς χαμηλότερα άτομα. Σε κάθε στάδιο διαβίβασης πληροφοριών ή εντολών δημιουργούνται αλλοιώσεις και καθυστερήσεις. Παράλληλα, επειδή η ικανότητα της γενικής διεύθυνσης να αφομοιώνει πληροφορίες και να εκδίδει εντολές είναι κατ' ανάγκην περιορισμένη, η λειτουργία της επιχείρησης μπορεί να εξακολουθήσει μόνον αν παραβλεφθούν πολλές λεπτομέρειες, τις οποίες πρόσεχε η γενική διεύθυνση πριν από την επέκταση της επιχείρησης. Επηρεάζεται έτσι η ποσότητα και η ποιότητα των διαβιβαζόμενων στοιχείων και αποφάσεων και δημιουργείται το φαινόμενο της απώλειας του ελέγχου (control loss).
Αυτό ακριβώς συνέβη στο ελληνικό κράτος τις τελευταίες δεκαετίες. Πριν από τα μνημόνια δεν γνωρίζαμε ούτε καν πόσοι απασχολούνται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, πώς πληρώνονται, γιατί πληρώνονται, πότε προσέρχονται στην «εργασία» τους, πότε αποχωρούν, τι έργο επιτελούν, ποια είναι η απόδοσή τους, τι συμβαίνει, γενικά, εντός του Λεβιάθαν.
Οχι ότι όλα αυτά τα ερωτήματα (και άλλα συναφή) μπορεί να απαντηθούν επακριβώς σήμερα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πάντως, πραγματοποιεί αρκετά βήματα προς την κατεύθυνση ενός καλύτερου κράτους. Μικρότερη είναι η πρόοδος προς την κατεύθυνση του λιγότερου κράτους. Χρειάζεται ένας συνδυασμός και των δύο, μέσω ψηφιακού μετασχηματισμού, συστημάτων αξιολόγησης δομών και ατόμων παντού, ιδιωτικοποιήσεων περιουσιακών στοιχείων και λειτουργιών, κατάργησης της μονιμότητας των νεοπροσλαμβανόμενων στις ΔΕΚΟ (ενθαρρυντικό το παράδειγμα της ΔΕΗ), μείωσης δαπανών και φόρων κ.λπ., για να βαδίσουμε ταχύτερα και ασφαλέστερα προς την ανάπτυξη και την ευημερία.
* Ο Κώστας Χριστίδης είναι νομικός - οικονομολόγος
** Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 29 Νοεμβρίου 2019.