Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Συμβαίνει κάτι πολύ χαριτωμένο με τα social media, το ωραίο και ευρύχωρο αυτό μπαρ όπου περνάμε πολύ από τον χρόνο μας, και τον οποίο προσωπικά υπερασπίζω όποτε χρειαστεί: ξεχνάμε.
Ασφαλώς δεν ξεχνάμε να μισούμε, να οργιζόμαστε ή να οργιζόμαστε πολύ — να ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι μας, σε σημείο που να μην μπορούμε να ξεκολλήσουμε από την οθόνη ή να μη μας πιάνει ύπνος. Ασφαλώς δεν ξεχνάμε, ακόμη, να αισθανόμαστε πιο έξυπνοι, πιο όμορφοι και πιο ελκυστικοί, πιο in και πιο ειδικοί (δεν έχει σημασία ο τομέας: νιώθουμε πιο ειδικοί στα πάντα, σε ό,τι είναι σήμερα το πρωί τού συρμού). Όπως επίσης δεν ξεχνάμε να αναλύουμε (με την εκ των υστέρων γνώση) το παρελθόν —ρίχνοντας το ανάθεμα στα αντίπαλα από το δικό μας κόμματα— και να προβλέπουμε ή να σχεδιάζουμε το μέλλον — στο οποίο το δικό μας κόμμα θα μπορούσε να παίξει ασφαλώς μωσαϊκό ρόλο: να μας βγάλει από την έρημο και να μας οδηγήσει στη γη της επαγγελίας.
Αυτό που ξεχνάμε διαρκώς και ασύγγνωστα είναι η φτώχεια. Αλλά η φτώχεια είναι γάγγραινα και αγιάτρευτη αρρώστια και θάνατος μαζί, και δεν είναι να ξεχνιέται. Και δεν πλήττει μόνο αυτούς που έχουν ανάγκη τα συσσίτια της Εκκλησίας: πλήττει πελώρια στρώματα του πληθυσμού. Για την ακρίβεια, τον έναν στους τέσσερις Έλληνες σύμφωνα με τις μετρήσεις (ετήσιο εισόδημα κάτω των 4.500 ευρώ), ένα θηριώδες και ανατριχιαστικό 25%. Ένα ποσοστό ντροπιαστικό.
Είναι ωραίος ο τρόπος που επιλέγουμε να κοινωνικοποιούμαστε από το σπίτι μας. Ωραίος, και επιτυχημένος. Τον προτιμούν οι πάντες. Μέσα σε δυο λεπτά, έχεις καλή γνώση του Θέματος της Ημέρας, έχεις εντοπίσει και «κλειδώσει» στο σκόπευτρό σου τον Εχθρό της Ημέρας, και αρχίζεις να πολυβολείς — χαμογελώντας με όλα σου τα δόντια και τρίβοντας τον καβάλο σου. Είναι ωραίο: σαν τα games που παίζουν τα παιδιά, με τον δυνατό μοναχικό ήρωα που μπαίνει σε ένα κάστρο ή διασχίζει ένα δάσος και αντιμετωπίζει μία ποικιλία εχθρών. Σχεδόν κινδυνεύεις λιγότερο από αυτόν, που αν μη τι άλλο είναι αθάνατος και —εντέλει— ψηφιακός, ψεύτικος. Δεν έχει ανάγκη. Ούτε εσύ έχεις ανάγκη. Γίνεσαι ψηφιακός σιγά-σιγά κι εσύ, ψεύτικος. Και ξεχνάς. Συχνά, το ξεχνάς ακόμη και αν εσύ ο ίδιος βρίσκεσαι κοντά στο 25%. Ή αν θα πέσεις αύριο στην αγκαλιά τού 25%.
Είτε επιλέξουμε, παρ' όλα αυτά, να μιλήσουμε για την ανάγκη εκσυγχρονισμού της κοινωνίας με μεγάλες, εκρηκτικές αλλαγές (που η κοινωνία θα τις ακολουθήσει μια χαρά — έτσι έχει μάθει να κάνει: να υπακούει, και αυτός υπήρξε πάντα ο ρόλος των ηγετών), είτε επιλέξουμε να βρίσουμε σήμερα τον χι Ματσαγγάνη ή καθημερινώς τον Καμμένο (έχοντας περισσότερο ή λιγότερο κάθε φορά δίκιο), είτε μπλεχτούμε σε οποιαδήποτε κουβέντα, πολιτική ή μη, εκείνο που πάντα θα βρίσκεται στις παρυφές της, πίσω από τις πιο έξαλλες σκέψεις μας, σκεπασμένο από μια θολούρα, αφανές, μόνο, είναι η φτώχεια — η φτώχεια του άλλου.
Όπως ένα κράτος χωρίς πλούτο και ισχύ δεν μπορεί να ασκεί —ή να έχει καν— σοβαρή εθνική πολιτική και να διεκδικεί τα συμφέροντά του έναντι γειτονικών κρατών? όπως καμία πολιτεία ποτέ δεν μπορεί να διαφυλάττει τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τις Ελευθερίες εάν δεν παρουσιάζει αληθινά πλεονάσματα στους προϋπολογισμούς της χωρίς εκπτώσεις σε κανέναν από τους τομείς που κλήθηκε να προασπίσει? έτσι και καμία από τις μικρές, καθημερινές αποφάσεις μας, καμία από τις μικρές, έντονες καθημερινές μας συζητήσεις, δεν μπορεί να σταθεί στα σοβαρά σε απολύτως καμία ηθική ζυγαριά αν δεν έχει στη βάση της το στομάχι εκείνου που πεινά, εκείνου που δεν έχει, εκείνου που ζορίζεται να βγει, εκείνου που δεν του βγαίνει μιλιά πια από την απόγνωση, εκείνο που τον περιγελά το σκιάχτρο της φτώχειας. Λυπάμαι, αλλά είναι τόσο απλό. Όλα τα άλλα είναι κουβέντες σφαιριστηρίου.
Δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία, αύριο και συνέχεια χωρίς να πολεμάει το κράτος (και ακολούθως η Κοινωνία των Πολιτών) τη φτώχεια. Δεν μπορεί, και δεν γίνεται. Δεν μπορεί να υπάρξει φιλελεύθερη δημοκρατία που να μη μεριμνά για τους αθλίους και τους ενδεείς της, που να μη στηρίζει όσους έχει πετάξει έξω από το παιχνίδι η οικονομική δυσπραγία, που να μη δίνει μία δεύτερη και μία τρίτη ευκαιρία στους κοινωνικά αποκλεισμένους. Δεν μπορεί να υπάρξει όραμα για κανέναν ημι-προνομιούχο χωρίς κοινωνική μέριμνα από το κράτος για τους μη προνομιούχους: χωρίς σαφή και κοστολογημένη πολιτική ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, χωρίς ανάπτυξη, χωρίς νέες δουλειές και χωρίς χαμηλότοκα δάνεια, με γιγάντια ανεργία και δυσκίνητο περιβάλλον αποεπενδύσεων. Δεν μπορεί να τελεσφορήσει το κυνήγι της ευτυχίας για κανέναν, αν δεν δίνονται ευκαιρίες να το κυνηγήσουν όλοι.
Μην τα ξεχνάμε αυτά όταν επενδύουμε τον χρόνο μας στα social media. Είναι η ουσία και ο πυρήνας του φιλελευθερισμού, αν μη τι άλλο: η ελευθερία δεν είναι προνόμιο, ο φιλελευθερισμός δεν στοχάζεται για σένα και για μένα, αλλά για όλους — και για όσους έχουν εκδιωχθεί για τον ένα ή τον άλλο λόγο από την αγορά. Και χαίρομαι πολύ που (και) πάνω σε αυτά θα στηριχτεί η πολιτική του Κυριάκου Μητσοτάκη, και μάλιστα, κατά τις εξαγγελίες (που δεν έπαιξαν παραπάνω από ένα εικοσιτετράωρο στην ειδησεογραφία αφότου έγιναν), θα αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο.
Ο κόσμος έχει τρομάξει, και δικαίως. Δεν μιλάμε για «μικρότερο ΕΝΦΙΑ» πλέον, αυτή τη θηριώδη κοροϊδία τού ΣΥΡΙΖΑ. Μιλάμε για μία κοινωνία που έφτασε στο σημείο να πίνει λιγότερο γάλα.