Του Γιώργου Κακλίκη, Πρέσβη επί τιμή
Δυσαρέσκεια στους ευρωπαίους εταίρους προκάλεσε –όπως αναφέρει ξένο ειδησεογραφικό πρακτορείο – η απόφαση της Ελλάδας να αποτρέψει την ομόφωνη δήλωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα. Χαρακτηριστική ήταν η, μετά την ελληνική άρνηση, δήλωση της Ύπατης Εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, κ. Mogherini ότι «η παγκόσμια ατζέντα για τα ανθρώπινα δικαιώματα εξυπηρετείται καλύτερα όταν την Ευρωπαϊκή Ένωση μιλάει με μία φωνή».
Ο σημαντικός θεσμός του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων –στην τρέχουσα σύνοδο του οποίου επρόκειτο να γίνει η δήλωση της ΕΕ- είναι ένας ξεχωριστής σημασίας θεσμός των Ηνωμένων Εθνών. Ένας θεσμός που έχει τη δυνατότητα να ζητήσει τη δράση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ –της οποίας είναι επικουρικό όργανο- σε περιπτώσεις παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από κράτη – μέλη του.
Η Ελλάδα διακηρύσσει το αμείωτο και διαρκές το ενδιαφέρον της για θέματα σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα ενώ είναι παρούσα στις διαδικασίες που αφορούν την προώθηση, την ενσωμάτωση και την ένταξή τους σε όλες τις πολιτικές και δράσεις της ΕΕ. Λογικό είναι λοιπόν να συντάσσεται με τους εταίρους της όταν τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται σε διάφορες χώρες.
Η ΕΕ θέλησε να καταγγείλει την έλλειψη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα και την αντιμετώπιση αντιφρονούντων και ακτιβιστών από την κινεζική κυβέρνηση. Η Ελλάδα, όμως, επέλεξε τη φορά αυτή, να μη συμφωνήσει με τους εταίρους της ενώ –όπως αναφέρεται- παρατήρησε ότι «η κριτική που επιθυμούσε να ασκήσει η ΕΕ και εποικοδομητική δεν ήταν και θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το διμερές Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Ευρώπης – Κίνας που θα ακολουθήσει».
Η Αθήνα δεν είναι η μόνη που έχει εγείρει τέτοιας μορφής αντιρρήσεις στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Όπως και άλλες χώρες έχουν εκφράσει επιφυλάξεις, έτσι και η Ελλάδα επαναλαμβάνει μια κίνηση που, όπως αναφέρθηκε στον Τύπο, έχει κάνει στο παρελθόν τόσο σε σχέση με την Κίνα όσο και με την Αίγυπτο. Και στο σημείο αυτό, ας μην παραβλέπεται ότι τα κίνητρα κάποιων δηλώσεων στον χώρο του Συμβουλίου δεν έχουν πάντα ανθρωπιστική αφετηρία αλλά πολιτική.
Η Ελλάδα έχει δικαίωμα να εκφράσει την άρνησή της να συνταχθεί με τους εταίρους της προβάλλοντας την εκτίμηση για το ασύμφορο μιας συγκεκριμένης πρωτοβουλίας. Εννοείται, βέβαια, ότι θα ακουστούν πολύ περισσότερα από όσα αρνητικά για εμάς λέχθηκαν ήδη («ανέντιμη συμπεριφορά» μετά την πρόσφατη απόφαση του Εurogroup για την εκταμίευση οκτώμισι δις. ευρώ κτλ) και τίποτα δεν αποκλείει να μεσολαβήσουν τιμωρητικού χαρακτήρα υπονομεύσεις των κινεζικών επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα. Εδώ θα χρειαστεί ξεχωριστή προσοχή και καλά σταθμισμένες κινήσεις ώστε, τόσο οι εταίροι όσο και το Πεκίνο να έχουν την αίσθηση ότι η Αθήνα τιμά τις σχέσεις της μαζί τους.