Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Η πολιτική ζωή στην Ελλάδα λειτουργεί μετουσιώνοντας όλα τα χαρακτηριστικά μιας μεταπρατικής κοινωνίας σε εφόδια για την εξουσία. Με λίγα λόγια, η διοίκηση δεν είναι τρόπος για να βελτιώσουμε την πραγματικότητα με αποφάσεις αλλά μέσο προσωπικής καταξίωσης. Είτε με τα λεφτά των άλλων είτε με τον ολοκληρωτισμό.
Όλες οι κυβερνήσεις της Μεταπολίτευσης είχαν στην διάθεσή τους το «λεφτόδεντρο» για να πολιτεύονται με άνεση, διαχειριζόμενες απλώς τις αποφάσεις των ξένων. Ποτέ δεν υπήρξε ένα σοβαρό σχέδιο ανάπτυξης της χώρας που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τον διεθνή παράγοντα και ειδικά τις παροχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά το 1980. Απλά, το πολιτικό σύστημα καθόριζε την σχέση του με τους ψηφοφόρους, χρηματοδοτώντας τα πελατειακά δίκτυα και αδιαφορούσε για την ανάληψη ευθυνών.
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήρθε στην εξουσία πριν από δύο χρόνια, ήξερε ότι μπαίνει σε μια δύσκολη φάση διαχείρισης μιας de facto χρεοκοπημένης οικονομίας. Από την άλλη όμως, τα στελέχη του γνώριζαν καλά ότι η χώρα συνεχίζει να βρίσκεται στην Ευρωζώνη με τεράστιες πλέον εξαρτήσεις από τα κεντρικά της ταμεία. Γι΄αυτό άλλωστε, είχαν ανέκαθεν την πεποίθηση πως αν εκβιάσουν τους Ευρωπαίους «θα τους παρακαλάνε να τους δανείσουν»…
Ως «επαναστάτες» που είναι, δεν είχαν την σοβαρότητα να κατανοήσουν ότι στην Φρανκφούρτη, στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο δεν ζουν αφελείς κουτόφραγκοι που τελείωσαν τη βρώμικη δουλειά με τους «Σαμαροβενιζέλους» και τώρα θα μοιράσουν χρήματα. Και γι΄αυτό, από την πρώτη στιγμή, μετρούν μόνο ήττες και επώδυνες για τη χώρα, δυσμενείς αποφάσεις.
Αδυνατούν να ελέγξουν τις ροές εσόδων και εξόδων, αποτέλεσμα ενός απαρχαιωμένου λογιστικού συστήματος βασισμένου στις ταμειακές ροές. Δεν γνωρίζουν πως οι ευρωπαϊκοί κανόνες έχουν διαφορετική λογιστική βάση (δεδουλευμένα). Για να υπάρχει αποτελεσματική διαχείριση, πρέπει να υπάρχουν αξιόπιστα οικονομικά στοιχεία, κάτι που δεν ισχύει για το ελληνικό λογιστικό σύστημα. Το λογιστικό σύστημα της κυβέρνησης είναι δομημένο σε βάση που δεν επαρκεί ούτε για μικρή επιχείρηση!
Επομένως, δεν έχουν κανένα σκοπό να κυβερνήσουν τη χώρα, δίνοντας λύση στην οικονομία και στην κοινωνία. Και αφού δεν έχουν λεφτά να εξαγοράσουν συνειδήσεις, το μόνο που τους μένει είναι να ακολουθήσουν άλλες μεθόδους, προκειμένου να κρατηθούν στην εξουσία.
Αύριο, Πέμπτη 12 Ιανουαρίου, εκδικάζεται η αγωγή του ΥΠΕΘΑ Πάνου Καμμένου εναντίον του δημοσιογράφου Ανδρέα Πετρουλάκη και του protagon.gr για άρθρο που ισχυρίζεται πως τον «έθιγε». Επειδή λοιπόν, δεν είναι και τόσο προβλέψιμη η καταδίκη του Πετρουλάκη, ο κ. Καμμένος προχώρησε σε νέα καταγγελία εναντίον του διευθυντή της εφημερίδας «Παραπολιτικά» Παναγιώτη Τζένο και του εκδότη Γ. Κουρτάκη! Κανείς δεν μπορεί να κρίνει με βεβαιότητα τον λόγο που ο υπουργός εγκαλεί την εφημερίδα-δεν αποκλείεται να έχει σοβαρούς λόγους- αλλά το πιθανότερο είναι ότι ο καταγγέλων σκέφτηκε πως ο αντιπερισπασμός είναι μια πολύ καλή τακτική για την περίσταση. Είτε για να επηρεάσει τους δικαστές είτε για να συντηρήσει το ζήτημα των απειλών εναντίον της υπόληψής του.
Όσο δεν υπάρχει η δυνατότητα εξαγορά ψήφων με χρήματα, ο τακτικισμός θα γίνεται με «πρωτόγονα» μέσα και με εκφοβισμό των αντιπάλων. Άλλοτε σε επίπεδο υπουργών και άλλοτε σε χαμηλότερα στρώματα ημετέρων που θίγονται τα "συμφέροντά" τους.
Εν τω μεταξύ, σε ένα χρόνο προσέλαβαν 27.700 συμβασιούχους, 6.803 μονίμους και μονιμοποίησαν άλλους 1.750 με δικαστικές αποφάσεις. Αν τους προσθέσουμε και σε δεκάδες χιλιάδες άλλους «συντρόφους» που συνδέουν άμεσα την διαβίωσή τους με τη κυβέρνηση, αποτελούν έναν επαρκή αριθμό «πραιτωριανών» που είναι έτοιμοι να παλέψουν για την εξουσία των ευεργετών τους.
Υποθέτω λοιπόν, από τις κινήσεις Καμμένου, από την προηγούμενη λυσσαλέα προσπάθεια για έλεγχο του τηλεοπτικού τοπίου – κι ας απέτυχε- και την συνεχόμενη εκστρατεία του αρμόδιου υπουργού να ελέγξει την αγορά των ΜΜΕ, ότι ο πόλεμος, από δω και πέρα, θα μαίνεται διαρκώς.
Κι επειδή το λεφτόδεντρο ξεράθηκε- εκτός κι αν συνεργαστούν με τον Σώρρα!- το μόνο που μένει είναι οι απειλές. Και αργότερα, ο φανατισμός και η έξαψη των παθών στο εκλογικό σώμα που μπορεί να φτάσει και μέχρι το δίλημμα της δραχμής.
Μπορεί να σκεφτούν τα πάντα εκτός από το να κάνουν πολιτική με αποφάσεις. Χωρίς ευθύνη, χωρίς ενσυναίσθηση και χωρίς καμία ντροπή για τον ρόλο και την αποστολή τους…