Του Τάσου Ι. Αβραντίνη
Η κυβέρνηση, σύμφωνα με τις εξαγγελίες της, σκοπεύει να αυξήσει τον κατώτατο μισθό. Υπενθυμίζουμε ότι ο κατώτατος μισθός είναι σήμερα 586 ευρώ. Το 2012 ανερχόταν σε 751 ευρώ. Η εξασφάλιση ενός ελάχιστου αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης στους λιγότερο ευνοημένους εργαζομένους είναι -σύμφωνα με τις απόψεις των υποστηρικτών του- ο κύριος λόγος ύπαρξης του κατώτατου μισθού. Η άποψή μου είναι ότι ο κατώτατος μισθός, εάν μάλιστα συνδυαστεί με την υπερπροστατευτική εργατική νομοθεσία, ζημιώνει μεταξύ άλλων και αυτούς που σε επίπεδο εξαγγελιών επιχειρεί να προστατεύσει, τους λιγότερο ευνοημένους. Επίσης αυξάνει την ανεργία και οδηγεί σε κλείσιμο τις οριακές επιχειρήσεις.
Έχει αποδειχθεί από πλήθος μελετών και από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία ότι η προστατευτική εργατική νομοθεσία περιορίζει τη ζήτηση για εργασία και αυξάνει τη μακροχρόνια ανεργία. Σε χώρες με ελαστική εργατική νομοθεσία, όπως λ.χ. οι ΗΠΑ, η ανεργία κυμαίνεται σε ποσοστό γύρω στο 3,8%, όταν ο μέσος όρος των χωρών της ευρωζώνης είναι σήμερα στο 8,5%, ενώ στην Ελλάδα αγγίζει το 21% παρά το γεγονός ότι έχει προηγηθεί μια τεράστια σε μέγεθος αποδημία εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού που υπερβαίνει τις 600.000. Ας επανέλθουμε στον κατώτατο μισθό.
Μια πρώτη αρνητική συνέπεια του κατώτατου μισθού -ιδίως όταν αυτός υπερβαίνει το όριο που θα καθοριζόταν σε μια ελεύθερη αγορά και τείνει να προσεγγίσει τον μέσο μισθό- είναι ο περιορισμός της ζήτησης για εργαζομένους των οποίων η παραγωγικότητα είναι χαμηλότερη από τον κατώτατο μισθό. Για να λειτουργήσει ο κατώτατος μισθός προστατευτικά υπέρ κάποιου αυτός πρέπει να εργάζεται. Μια αύξηση ακόμη του κατώτατου μισθού θα καταστήσει την παραγωγικότητα αρκετών εργαζομένων αρνητική και αυτοί αναπόφευκτα θα απολυθούν. Κάποιοι εργαζόμενοι ασφαλώς θα πληρωθούν καλύτερα από ό,τι θα πληρώνονταν χωρίς τον κατώτατο μισθό, αλλά αυτό θα αντισταθμιστεί από την ανεργία που θα δημιουργηθεί στους νέους, σε εργαζομένους με χαμηλή εξειδίκευση και ελάχιστα προσόντα, σε όσους προέρχονται από μειονότητες μεταναστών κ.λπ.
Ωστόσο, η κύρια διαφωνία μου με τον κατώτατο μισθό έχει να κάνει με τη φύση του ως κεκαλυμμένη φορολογία της εργασίας. Η επιβολή κάποιου περιορισμού στην τιμή της εργασίας έχει τις ίδιες αρνητικές συνέπειες, όπως ακριβώς η επιβολή οποιουδήποτε άλλου κρατικού ελέγχου στην τιμή ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας. Επηρεάζει αρνητικά τα κίνητρα των ανθρώπων για παραγωγή και δημιουργία. Κάθε στιγμή, εφόσον η αγορά λειτουργεί ελεύθερα, στέλνει μηνύματα στον καθένα από μας για να προσπαθήσουμε περισσότερο και να βελτιώσουμε το ανθρώπινο κεφάλαιο που διαθέτουμε. Ο κατώτατος μισθός περιορίζει σημαντικά τα κίνητρα των εργαζομένων για συνεχή βελτίωση και εξέλιξη. Είναι σαν να λέμε για παράδειγμα στον υποψήφιο των πανελλαδικών εξετάσεων: «Δεν χρειάζεται να διαβάσεις, το κράτος σού εγγυάται την είσοδο στη σχολή της επιλογής σου». Η αδικία εις βάρος όσων προσπαθούν να βελτιωθούν είναι προφανής.
Τελευταίο, μα όχι λιγότερο σημαντικό, επιχείρημα. Ο κατώτατος μισθός, ως καλυμμένος φόρος προσβάλλει τα περιουσιακά δικαιώματα όχι μόνο του επιχειρηματία και των μετόχων της επιχείρησης αλλά και των εργαζομένων εκείνων που διαθέτουν υψηλή εξειδίκευση και θα περίμεναν υπό άλλες συνθήκες τη βελτίωση των αποδοχών τους.