Του Κώστα Μποτόπουλου
Δύσκολοι καιροί για τη συνταγματική Δημοκρατία. Παγκόσμια άνοδος του λαϊκισμού, αιρετά αυταρχικά καθεστώτα (με αρχηγούς Ρωσία και Τουρκία), αντιφιλελεύθερος πυρήνας εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία), Brexit και Τραμπ έχουν αλλάξει τους όρους του δημοκρατικού παιχνιδιού και της συνταγματικής τάξης: όχι μόνο καταπατώνται αρχές απαραίτητες για την εκδήλωση της ελευθερίας και του πλουραλισμού (διάκριση των εξουσιών, έκφραση χωρίς φραγμούς, σεβασμός μειοψηφιών, ανεξιθρησκία), αλλά και στα ίδια τα κείμενα που θέτουν τους ανώτατους νομικούς και θεσμικούς κανόνες επιφυλάσσεται, όλο και πιο ανοιχτά, η τύχη κουρελόχαρτου.
Εντός του λεγόμενου «δυτικού κόσμου», ο Τραμπ ήταν αυτός που είχε ως τώρα δώσει τα πιο απτά δείγματα άμεσων και έμμεσων συνταγματικών παραβιάσεων: κήρυξη χωρών «εκτός νόμου», χωρισμός οικογενειών μεταναστών, άρνηση δημοσιοποίησης εγγράφων, μη νόμιμη χρήση διαταγμάτων και προνομιών, πόλεμος κατά αντιπολιτευόμενων βουλευτών και Τύπου, διαστροφή δικαστικών πορισμάτων, επεμβάσεις και απειλές κατά ανεξάρτητων αρχών.
Ο Τραμπ όμως είναι ο Τραμπ και οι ιδιαιτερότητες της αμερικανικής δημοκρατίας γνωστές. Είναι διπλά θλιβερό το γεγονός ότι στην πρώτη γραμμή του αντισυνταγματισμού βρέθηκε από προχθές μια χώρα με την πολιτική και κοινοβουλευτική παράδοση της Βρετανίας.
Με την «πρόταση» προς τη βασίλισσα να αναστείλει τις λειτουργίες του Κοινοβουλίου μόλις δύο μήνες πριν από την τελική έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ακριβώς τη στιγμή που το Κοινοβούλιο ετοιμαζόταν να ξαναρχίσει να συζητά περί Brexit, με δηλωμένη πρόθεση μεγάλου μέρους βουλευτών να αποφευχθεί μια έξοδος χωρίς συμφωνία, ο πρωθυπουργός Τζόνσον, εκτός από επίδειξη θράσους, τόλμησε και μια ωμή συνταγματική παραβίαση.
Το γεγονός ότι η Βρετανία δεν έχει γραπτό Σύνταγμα, διόλου δεν σημαίνει ότι δεν διαθέτει συνταγματικής περιωπής κανόνες και ότι δεν συμμετέχει στον λεγόμενο «συνταγματικό πολιτισμό» -αντίθετα, πολλούς από τους όρους του η Βρετανία τούς γέννησε. Πράττοντας όπως έπραξε, ο Τζόνσον έδωσε μια καθαρή νίκη στον λαϊκισμό επί του συνταγματισμού.
Όλα τα χαρακτηριστικά της λαϊκιστικής σφραγίδας ενυπάρχουν στην κίνηση αυτή. Η προβολή της τυπικής νομιμότητας (η αναστολή επιτρέπεται και μάλιστα συνηθίζεται) αδυνατεί να καλύψει το θεσμικώς απαράδεκτο (η αναστολή μπορούσε και έπρεπε να περιμένει, καθώς το επικείμενο Brexit αποτελεί μείζονα κρίση, το Κοινοβούλιο είναι κυρίαρχο με δικαστική βούλα και επιπλέον πολλά μέλη του, του προέδρου του συμπεριλαμβανομένου, εξέφρασαν την επιθυμία να συνεχιστούν οι εργασίες μέχρι να κριθεί το Brexit).
Η βούληση παγίδευσης των αντιπάλων (κομμάτων αλλά και οπαδών της μη άτακτης εξόδου) και του ίδιου του συστήματος (της βασίλισσας που δεν μπορεί να φέρει αντίρρηση, του Κοινοβουλίου που δεν μπορεί να αντιταχθεί στη μη διάλυσή του) επικρατεί του κοινού καλού (που μπορεί να διαφιλονικείται ως προς το αποτέλεσμα, είναι όμως βέβαιο ότι δεν μπορεί να κριθεί χωρίς το Κοινοβούλιο). Η βαθιά αντιδημοκρατικότητα (ένας πρωθυπουργός που προσπαθεί να θέσει τους εκπροσώπους του λαού σε ρόλο εχθρών του λαού) ενδύεται τη λεοντή του σεβασμού της λαϊκής βούλησης (του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος).
Όπως όλοι οι λαϊκιστές, ο Τζόνσον διαιρεί, ψεύδεται και ρισκάρει. Όπως με όλους τους λαϊκιστές, αυτός που κυρίως την πληρώνει είναι η Δημοκρατία. Οι Βρετανοί βουλευτές και ο βρετανικός λαός έχουν μια ύστατη ευκαιρία να εξουδετερώσουν ένα λαϊκιστικό πραξικόπημα και να διασώσουν το κύρος της χώρας τους.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 30 Αυγούστου