Λαϊκισμός 4.0: H Ελλάδα στην στενωπό της αντι-προόδου

Λαϊκισμός 4.0: H Ελλάδα στην στενωπό της αντι-προόδου

Της Μαριλής Μέξη*

Η 4η Βιομηχανική Επoχή η οποία είναι ήδη σε εξέλιξη φαίνεται ότι θα επιφέρει ραγδαίες αλλαγές στον κόσμο της εργασίας. Η τεχνητή νοημοσύνη, ο αυτοματισμός και η ρομποτική θα προάγουν τη δημιουργία θέσεων εργασίας σε νέα πεδία, παράλληλα όμως θα οδηγήσουν στην ανεργία όλους εκείνους τους λιγότερο εφοδιασμένους ως προς την εκμετάλλευση των νέων δεδομένων. Καθώς θα αυξάνεται το χάσμα μεταξύ των «πίσω και εκτός» αγοράς εργασίας και των εργαζομένων «survivors» τόσο θα μεγαλώνουν τα εθνικιστικά και λαϊκιστικά κινήματα και κόμματα, τα οποία έχουν ως στόχο να βάλουν φρένο στην πρόοδο.

Στο επίκεντρο της πρόσφατης «λαϊκιστικής στροφής» σε Ευρώπη και Αμερική βρίσκεται μια σειρά σκληρών πολιτικών αντιπαραθέσεων που περιέχουν πολύ δυσπιστία αλλά και φόβο για την τεχνολογική εξέλιξη. Ο αναδυόμενος τεχνολαϊκισμός - στον οποίο έχω αποδώσει τον χαρακτηρισμό «Λαϊκισμός 4.0» - λειτουργεί παράλληλα, αλλά σε αντίθεση, με την τεχνολογική πρόοδο της 4η βιομηχανικής εποχής γνωστή κι ως «Industrie 4.0». Οι σύγχρονοι νεολουδίτες λαϊκιστές δεν σπάνε μηχανές αλλά αναπτύσσουν εχθρική στάση απέναντι στον αυτοματισμό και την ψηφιακή καινοτομία, ενθαρρύνοντας περιορισμούς και απαγορεύσεις.

Είναι ο «λαϊκισμός 4.0» ένα φαινόμενο που αφορά μόνο τις αναπτυγμένες χώρες με υψηλή αυτοματοποίηση; Όχι. Ο τεχνολαϊκισμός αντιστρατεύεται την πρόοδο και τροφοδοτεί την πολιτική πόλωση σε διάφορα πεδία και χώρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τεχνολαϊκισμού στη χώρα μας είναι το πρόσφατο νομοθετικό πλαίσιο που παρενέβη αποτρεπτικά στη λειτουργία των ψηφιακών πλατφόρμων και εφαρμογών για επιλογή ταξί, βάζοντας φραγμό στην Uber και ορθώνοντας εμπόδια στην Beat. Οι ενέργειες που πάρθηκαν για να ρυθμίσουν το συγκεκριμένο πεδίο είναι σημάδι ενός καθεστωτικού και συντεχνιακού νεολουδιτισμού σε συνδυασμό με έναν παλαιάς κοπής λαϊκισμό και πελατειασμό που στηρίζει στενά συντεχνιακά συμφέροντα και κυνηγά την καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες.

Χαρακτηριστικό της νομοθετικής παρέμβασης είναι ότι εδραιώνει ένα σύστημα που πλήττει περισσότερο τους φτωχότερους καταναλωτές εφόσον περιορίζει τον ανταγωνισμό που θα μπορούσε να οδηγήσει σε χαμηλότερο κόστος υπηρεσιών. Αποσκοπεί δε να διχάσει την κοινή γνώμη σχετικά με ζητήματα που θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν με σύνεση και σε πιο τεχνοκρατική βάση και αφορούν: στο πώς ρυθμίζουμε αθέμιτες πρακτικές διαμόρφωσης τιμών (π.χ. «η μάχη της διπλής ταρίφας» που πλήττει τους παραδοσιακούς οδηγούς ταξί), στο πώς οι καταναλωτές μπορούν να βγουν κερδισμένοι από έναν υγιή ανταγωνισμό που σπάει μονοπώλια, αλλά και στο πώς μπορεί να αποτραπεί μια εργασιακή αγορά «δύο ταχυτήτων» μεταξύ των εργαζομένων στις παραδοσιακές επιβατικές μεταφορές και όσων απασχολούνται στις ψηφιακές πλατφόρμες. Συνεπώς, η ελληνική εκδοχή του τεχνολαϊκισμού φαίνεται να είναι μια βαθιά αντιλαϊκή, κλειστή και αναχρονιστική πολιτική απέναντι στις προκλήσεις που φέρει η νέα ψηφιακή εποχή.

Αυτό που έχουν αποτύχει να δουν οι διαμορφωτές πολιτικής στη χώρα μας – αντιμετωπίζοντας το ζήτημα μονοδιάστα και μόνο με γνώμονα την εξυπηρέτηση του συντεχνιακού συμφέροντος επιδιώκοντας μικροπολιτικά οφέλη - είναι ότι, όπως για τους εργαζόμενους σε παραδοσιακές μορφές απασχόλησης, η εργασιακή πραγματικότητα για τους εργαζόμενους στις πλατφόρμες είναι σκληρή ενώ οι συνθήκες άνισες. Τα στοιχεία των διεθνών οργανισμών δείχνουν ότι για ένα σημαντικό τμήμα των εν λόγω εργαζομένων η εργασία στις πλατφόρμες δίνει διέξοδο από την ανεργία ενώ αποτελεί τη μοναδική πηγή εισοδήματος τους. Ωστόσο οι ψηφιακοί εργαζόμενοι δεν απολαμβάνουν τα ίδια δικαιώματα με τους «αναλογικούς» εργαζομένους (όσους δηλαδή απασχολούνται σε παραδοσιακές μορφές εργασίας), όπως είναι η ελάχιστη προστασία μισθών και οι συμβάσεις συλλογικής διαπραγμάτευσης.

Όπως αναφέρουμε στην μελέτη του ΔΙΚΤΙΟΥ «Άνθρωπος και Δουλειά στον 21ο Αιώνα – Ο Κόσμος και η Ελλάδα» που δημοσιεύσαμε πρόσφατα (βλ. εδώ: todiktio.eu/), η διαβούλευση σε διεθνές επίπεδο καθώς και η εμπειρία άλλων χωρών εντός και εκτός Ευρώπης δείχνει ότι τα ζητήματα αυτά αντιμετωπίζονται σωστά όταν υπάρχει τεχνοκρατική προετοιμασία αλλά και ουσιαστικός κοινωνικός διάλογος. Στόχος των νέων πολιτικών για την ψηφιακή μετάβαση είναι να διασφαλιστεί η προστασία ΟΛΩΝ των εργαζομένων ΧΩΡΙΣ όμως να εμποδίζεται η τεχνολογική πρόοδος και καινοτομία που είναι η μόνη εγγύηση για προαγωγή της ευημερίας των εργαζομένων και όλων των πολιτών.

Όσο κι αν είναι δύσκολο να γίνει αυτό αντιληπτό σε μια χώρα που η γενικότερη πολιτική κουλτούρα δεν χαρακτηρίζεται από μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, συναινέσεις και διαβούλευση, το νέο περιβάλλον της ψηφιακής οικονομίας και εργασίας είναι ήδη εδώ! Οι παλιές εποχές δεν θα επιστρέψουν και όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς, με πρώτη την ελληνική πολιτεία, πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη της προετοιμασίας και προσαρμογής της χώρας στις νέες συνθήκες.
Με ορίζοντα το μέλλον
Ο στόχος μιας κοινωνίας έτοιμης να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες ανάπτυξης της νέας ψηφιακής εποχής έχει να κάνει τόσο με το πώς μπορούμε καλύτερα να διαμορφώσουμε αποτελεσματικότερους θεσμούς και δικαιότερες πολιτικές απέναντι στις εργασιακές προκλήσεις της νέας ψηφιακής οικονομίας, όσο και με την ευθύνη ΟΛΩΝ μας, ως πολίτες, για το ποιές επιλογές κάνουμε. Από τη μια, η αντι-πρόοδος και η εσωστρέφεια που μπορούν να οδηγήσουν τη χώρα μας οι ηγεσίες που καθοδηγούνται από τον τεχνολαϊκισμό. Από την άλλη, ο προοδευτικός πραγματισμός και η προοπτική για ένα νέο μοντέλο υπεύθυνης ψηφιακής διακυβέρνησης που συγκρούεται μετωπικά με το σύνολο των αναχρονιστικών δυνάμεων του Λαϊκισμού 4.0. Ωστόσο, οι δυνάμεις του προοδευτικού πραγματισμού δεν παράγονται αυτόματα, κι όχι πάντα από τα πάνω. Θα προέλθουν από τα κάτω. Από τους ίδιους τους πολίτες, τις εμπειρίες, τις δράσεις και τις αντιδράσεις τους.

*Η Μαρίλη Μέξη είναι διευθύντρια του Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, todiktio.eu