Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Το δελτίο τύπου της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για τον Αύγουστο 2018 που αφορά στις εμπορευματικές συναλλαγές της Ελλάδας, καταγράφει για πολλοστή φορά πως ούτε η οικονομική κρίση, ούτε η περίοδος των μνημονίων, κατάφεραν πολλά στον τομέα της αλλαγής της φυσιογνωμίας, της δομής και του χαρακτήρα της Ελληνικής οικονομίας.
Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου από την αρχή του έτους ανέρχεται στα 14,5 δισ. ευρώ έναντι 14,8 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2017, παρουσιάζοντας μείωση κατά 1,8%. Δηλαδή υπήρξε μια οριακή βελτίωση σε ένα δείκτη που εν πολλοίς, δείχνει την υγεία της οικονομίας, καθώς αυτή η οριακή μείωση του ελλείμματος αποδεικνύει πως οι παθογένειες καλά κρατούν. Το εμπορικό ισοζύγιο είναι η διαφορά ανάμεσα στις εξαγωγές και τις εισαγωγές. Οπότε η αδύναμη μείωση του ελλείμματος κατά 1,8%, καταδεικνύει πως η ψαλίδα υπέρ των εισαγωγών δυσκολεύεται να μικρύνει, σε μια περίοδο που η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας είναι το ζητούμενο.
Η συνολική αξία των εισαγωγών από την αρχή του χρόνου ανέρχεται στο ποσό των 36,5 δισ. ευρώ, έναντι 33,5 δισ. ευρώ για το ίδιο διάστημα του 2017, παρουσιάζοντας μια αύξηση της τάξης του 9%. Αποδεικνύοντας έτσι πως η ελληνική οικονομία αδυνατεί να καλύψει α) τις ανάγκες των προμηθειών που έχει απαιτεί η εγχώρια παραγωγή και β) τις καταναλωτικές ανάγκες.
Η συνολική αξία των εξαγωγών κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου 2018 ανήλθε στο ποσό των 21,9 δισ. ευρώ, 18,7 δισ. ευρώ κατά το ίδιο διάστημα του έτους 2017, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξεως του 17,6%. Η αντίστοιχη μεταβολή χωρίς τα πετρελαιοειδή παρουσίασε αύξηση κατά 1,7 δισ. ευρώ, δηλαδή 12,9%.
Οι αριθμοί που φαντάζουν κουραστικοί, όμως μας οδηγούν προς ένα ασφαλές συμπέρασμα. Πως στην Ελλάδα δεν παράγονται προϊόντα υψηλής ποιότητας και υψηλής προστιθέμενης αξίας, τα οποία να μπορούν α) να διεισδύσουν αποτελεσματικά στις ξένες αγορές και β) να υποκαταστήσουν τα προϊόντα που εισάγονται. Αυτό το συμπέρασμα. ερμηνεύει σε μεγάλο βαθμό την συνεχή αποτυχία στην προσπάθεια της χώρας να μπει στο δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης και του διεθνούς ανταγωνισμού. Και δεν θα γίνει αναφορά στο χιλιοειπωμένο παράδειγμα για την εξαγωγή προς στη Ιταλία του «χύμα» ελαιόλαδου, που μετά τυποποιείται, αμπαλάρεται, πατεντάρεται και προωθείται ως είδος διατροφικής πολυτέλειας σε όλον τον πλανήτη. Καλό το ελληνικό ελαιόλαδο, καλό και το ελληνικό κρασί, τα σύκα, η ματζουράνα και το τσάι του βουνού και του λόγγου. Είναι αστείο όμως το 2018 να προβάλλεται ως καινοτομική η επιστροφή των νέων στην αγροτική παραγωγή, στη μεταποίηση αγροτικών προϊόντων και με τρόπο πεισματικό η εξαγωγή κυρίως προϊόντων, με χαμηλή προστιθέμενη αξία σε ένα κόσμο στον οποίο το σπουδαιότερο εμπόρευμα είναι πλέον η «πληροφορία» και τα «δεδομένα», που κινούνται μέσω των νέων ψηφιακών οδών και παράγουν «γνώση». Αν μπουν στη ζυγαριά, από τη μια το λάδι και η θρούμπα και από την άλλη η «πληροφορία» και η «γνώση», προς τα που θα γείρει ο δείκτης;