Της Κατερίνας Γαλανού
Η πολιτική και η τεχνοκρατική επάρκεια του Κυριάκου Μητσοτάκη μαζί με το συγκροτημένο αναπτυξιακό σχέδιο Δημιουργίας, Αναγέννησης, Δράσης και Προόδου που παρουσίασε στο Βελλίδειο δικαιώνουν τις προσδοκίες ότι επί θητείας του ακόμη και η ΔΕΘ μπορεί να μεταμορφωθεί από «άμβωνας» παροχολογίας σε βήμα ετήσιου κυβερνητικού προγραμματισμού και αντίστοιχης λογοδοσίας!
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε πως είναι πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων. Το επιβεβαίωσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο διότι δεν διαχώρισε τις επιχειρήσεις και τους εν δυνάμει επενδυτές από τον κόσμο της εργασίας. Οι βίοι είναι παράλληλοι και η επιτυχία του εγχειρήματός του μπορεί να έρθει μέσα από τη στήριξη του κόσμου της εργασίας. Καλύτερα αμοιβόμενες θέσεις εργασίας, μεγαλύτερος διαθέσιμο εισόδημα θα αποτελέσουν τη βάση για τις αλλαγές που απαιτούνται.
Τα μηνύματα που έστειλε σαφή. Μόνο όλοι μαζί μπορούν οι πολίτες αυτής της χώρας να κερδίσουν το μεγάλο στοίχημα της ανάπτυξης και της αλλαγής σελίδας.
Προσδιορίζοντας την φετινή Έκθεση Θεσσαλονίκης ως «το σύνορο» ανάμεσα στην «δημαγωγία» και την «ευθύνη», στις «ανέξοδες υποσχέσεις» και «στο σχέδιο» ο κ. Μητσοτάκης είχε το σπάνιο για πρωθυπουργό διάρκειας μόνο δυο μηνών, προνόμιο να κάνει και έναν σημαντικά θετικό απολογισμό υλοποίησης προεκλογικών εξαγγελιών πριν προχωρήσει στις προγραμματικές του δεσμεύσεις.
Πάντως η κυρίαρχη πολιτική δέσμευση που ανέλαβε στο Βελλίδειο ήλθε μέσα από τα λόγια του Ελευθέριου Βενιζέλου με τα οποία έκλεισε την ομιλία του: Θα… σπρώξωμεν την Ελλάδα εις τον δρόμον της προόδου. Και να την καταστήσωμεν αγνώριστον».
Ανάπτυξη για όλους και παντού
Το μόνο εργαλείο για να επιτευχθεί ο εθνικός αυτός στόχος της προόδου όπως το περιέγραψε και το εξειδίκευσε στη συνέχεια ο πρωθυπουργός είναι η ισχυρή ανάπτυξη. Που θα στηριχθεί στο τρίπτυχο: επενδύσεις, μείωση φορολογίας, στήριξη της εργασίας.
«Χωρίς ισχυρή ανάπτυξη δεν υπάρχει προοπτική και ελπίδα…» είπε υπογραμμίζοντας ότι αυτή είναι η απόλυτη πολιτική προτεραιότητα γιατί αυτός είναι μόνος τρόπος να γεφυρωθούν τα ρήγματα μεταξύ των μη προνομιούχων και των προνομιούχων.
Κινούμενος στον αντίποδα όσων επιχείρησαν να εκπαιδεύσουν τους πολίτες στον ελάχιστο παρανομαστή και στην επιδοματική «ψευδοδιαβίωση» σημείωσε ότι η «δημιουργία νέου πλούτου» είναι όρος κοινωνική ευημερίας που θα οδηγήσει σε μείωση της ανεργίας με καλές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και βελτίωση του εισοδήματος.
Εξειδίκευσε την φράση «Ανάπτυξη για όλους και ανάπτυξη παντού» με συγκεκριμένες αναφορές στον νέο επενδυτικό νόμο που ετοιμάζεται η κυβέρνηση να φέρει προς ψήφιση, στην πορεία υλοποίησης μεγάλων και και γνωστών (Ελληνικό, Σκουριές, Ναυπηγεία, Αφάντου, Κασσιόπη κλπ) και νέων επενδύσεων (από την φαρμακοβιομηχανία Pfizer) αλλά και στα επιμέρους μέτρα (φορολογικά και άλλα) για την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.
Η επίγνωση ότι κανένα κυβερνητικό σχέδιο και καμιά οραματική εξαγγελία για ισχυρή ανάπτυξη δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς την συμμετοχή των εργαζομένων και των εν δυνάμει εργαζόμενων δηλαδή των χιλιάδων ανέργων ήταν πολύ καθαρός στα μηνύματα του. Με αποδέκτες και τον επιχειρηματικό κόσμο, και τον κόσμο της εργασίας αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ που θεωρεί προνομιακό χώρο αντιπολίτευσης τα εργασιακά, παρά το γεγονός ότι επί των ημερών της διακυβέρνησής του κυριάρχησαν οι ελαστικές μορφές εργασίας.
Με απόλυτο τρόπο ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι όσο υπέρμαχος της φιλοεπενδυτικής πολιτικής και σύμμαχος της υγιούς επιχειρηματικότητας είναι, τόσο σκληρά θα σταθεί απέναντι σε όποιον προσβάλει αυτές τις αρχές με αντιεργατική συμπεριφορά και αντικοινωνική συμπεριφορά.
«Καμία φιλοεπενδυτική πολιτική δεν μπορεί να εκληφθεί ως διαβατήριο για εργοδοτική ασυδοσία. Η ελληνική επιχειρηματικότητα πρέπει να αλλάξει εργοδοτικά πρότυπα» ήταν η πιο ενδεικτική φράση του.
«Η στήριξη της πλήρους απασχόλησης είναι η προτεραιότητα της κυβέρνησης» ανέφερε εκτιμώντας εκ νέου ότι ο ασφυκτικός έλεγχος της αγοράς εργασίας οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα όπως η μαύρη και υποδηλωμένη εργασία κλπ.
Από την ομιλία του πρωθυπουργού προέκυψε εκ νέου ότι μεγάλοι στόχοι και οι φαινομενικά μικρές παρεμβάσεις ( πχ η μείωση της φορολογίας στα κράνη και στα παιδικά καθίσματα αυτοκινήτου) συμβαδίζουν και ιεραρχούνται με άξονα την βελτίωση της ζωής των πολιτών.
Οι αναφορές του στην πολιτική παρακαταθήκη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν μεν προσεκτικές δεδομένου του ακροατηρίου αλλά άκρως δηλωτικές για τις διαθέσεις και τις προθέσεις του έναντι της Κουμουνδούρου. Το «δεν ξεχνάμε αλλά προχωράμε» εμπεριέχει την πολιτική φιλοσοφία του Μεγάρου Μαξίμου να μην αναλωθεί σε μια «μάχη χαρακωμάτων» που θα πλήξει το αναγκαίο καλό κοινωνικό κλίμα αλλά από την άλλη δείχνει ότι κάθε φορά που ο Αλέξης Τσίπρας θα «ξύνει» και «οξύνει» το πολιτικό κλίμα θα υπάρχουν και οι αναγκαίες απαντήσεις και οι επιβαλλόμενες …υπενθυμίσεις.
Μια τέτοια υπενθύμιση κορυφαίας αποτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ που οδήγησε στην επιζήμια δέσμευση για τα θηριώδη υπερπλεονάσματα ήρθε με τη φράση του κ. Μητσοτάκη « ούτε νταούλια ούτε ζουρνάδες». Αναφερόμενος στην στρατηγική που προτάσσει για την μείωση των ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων έδωσε έμφαση στην ενίσχυση της αξιοπιστίας, της προετοιμασίας και του αποτελέσματος.
Εκτίμησε μάλιστα ότι ο χρόνος που θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος δεν αργεί καλώντας υπαινικτικά όσους βιάζονται (από την αντιπολίτευση) να κάνουν λίγη υπομονή. Καθόλου άσχετη με τις πολιτικές απομιμήσεις του Αλέξη Τσίπρα στην προσπάθεια να εμφανιστεί ως συνεχιστής της Δημοκρατικής Παράταξης δεν ήταν η επιλογή του κ. Μητσοτάκη να κλείσει την ομιλία του με αποσπάσματα ομιλιών του Ελευθέριου Βενιζέλου που εκφωνήθηκαν αντίστοιχα στα Χανιά και τη Θεσσαλονίκη. Θέλοντας προφανώς να αποτυπώσει την πολιτική του θεώρηση για την πρωθυπουργία του ο κ. Μητσοτάκης ανέγνωσε δυο αποστροφές του Βενιζέλου.
«Γνωρίζομεν ότι ο αγών μας ούτος, είναι εκτάκτως δυσχερής. Αλλ' όσον δυσχερής είνε ο αγών, τόσο υψηλά είνε τα έπαθλα του αγώνος τούτου. Και άλλο τόσον ακατάβλητος οφείλει να είναι -και θα είναι- η εις αυτόν εμμονή μας».
«Με δύο μόνον λέξεις δύναμαι να σας είπω, την στιγμήν αυτήν, ότι αναλαμβάνομεν να αναπτύξωμεν όλους τους κλάδους της εθνικής παραγωγής. Και να καταστήσωμεν πλέον ανεκτήν την τόσον δύσκολον σήμερον ζωήν του λαού. Θα… σπρώξωμεν την Ελλάδα εις τον δρόμον της προόδου. Και να την καταστήσωμεν αγνώριστον».