«Κοντεύω να κλείσω μια δεκαετία συντροφιά με αυτό το ανεκδιήγητο τέρας, που με έχει απασχολήσει όσο κανένα άλλο και με γοητεύει όπως την πεταλούδα το φως. Η συμπεριφορά του παραμένει ανεξήγητη, οι προθέσεις του ένα αξεδιάλυτο μυστήριο. Όποτε δοκίμασα να το ερμηνεύσω με ξεγέλασε, όποτε επιχείρησα να το εκλογικεύσω αντιστάθηκε, όποτε προσπάθησα να το κλείσω σε κανόνες δραπέτευσε.»
Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου είναι η συγγραφέας που έβαλε με ρεαλισμό το Φανταστικό στη ζωή μας και μας έκανε και να το λατρέψουμε: Από «Το μπουντουάρ του Ναδίρ» και «Το μυστικό νερό» μέχρι το «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ» και την «Ενοχή της αθωότητας» είμαστε ήδη έτοιμοι για την τριλογία «Ο δράκος της Πρέσπας». Περιμένοντας ανυπόμονα και το τρίτο βιβλίο να βγει. Αλλά για την συγγραφέα του θα «πρέπει να μελετηθεί η κλιμάκωση του σασπένς, να πετύχουν οι εκπλήξεις, να λειτουργήσουν οι ανατροπές, να ικανοποιήσουν οι αποκαλύψεις», όπως θα μας πει, ανοίγοντας στο Liberal.gr όλα τα συγγραφικά της χαρτιά: μυστικά, ήρωες, ιστορίες, πλάνα, τελετουργίες, λογοτεχνικές εμμονές, μας τα αποκάλυψε όλα η μεγάλη μάγισσα της γραφής.
Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα:
- Κυρία Μπουραζοπούλου, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;
Υπάρχουν ιδανικές και λιγότερο ιδανικές συνθήκες και μία μόνο απαγορευτική προϋπόθεση: η συγγραφή δεν μπορεί να γίνει παράλληλα με κάτι άλλο, την ίδια μέρα, χρειάζεται τουλάχιστον 24-ωρη αποκλειστικότητα. Καθώς δεν βιοπορίζομαι από τα βιβλία μου, αυτό σημαίνει ότι γράφω μόνο σε Σαββατοκύριακα, αργίες και άδειες. Ο χρόνος συγγραφής καταλήγει πολύ περιορισμένος και προσπαθώ να τον αξιοποιώ στο έπακρο, γράφω από τα χαράματα ως τα μεσάνυχτα τις διαθέσιμες μέρες, γιατί η επόμενη άδεια μπορεί να αργήσει. Τον υπόλοιπο καιρό κρατώ σημειώσεις, διαβάζω, σκέφτομαι, αλλά δεν παράγω κείμενα. Η μούσα της λογοτεχνίας είναι πολύ ιδιότροπη, αρνείται να με επισκεφτεί αν δεν είμαστε τελείως μόνοι, μου απαγορεύει να σηκώνω τηλέφωνα, να διαβάζω e-mail, να διακόπτω το γράψιμο για οποιοδήποτε λόγο, οπότε φροντίζω να έχω μαγειρέψει από την προηγούμενη και να έχω προμηθευτεί ό,τι χρειάζομαι. Είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρη όταν απομακρύνομαι από την Αθήνα, λατρεύει τα ταξίδια με μηχανή και τα απομονωμένα καταλύματα με θέα. Εκεί γράφονται οι πιο δύσκολες σκηνές.
- Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;
Οπωσδήποτε χρειάζομαι πλάνο πορείας και τελικό προορισμό, για να μην χαθώ στους δαιδάλους της πλοκής. Αγαπώ τα πολύπλοκα, πολυπρόσωπα και πολυεπίπεδα μυθιστορήματα, οπότε η χαρτογράφηση είναι απαραίτητη και για πρακτικούς λόγους. Πρέπει να μελετηθεί η κλιμάκωση του σασπένς, να πετύχουν οι εκπλήξεις, να λειτουργήσουν οι ανατροπές, να ικανοποιήσουν οι αποκαλύψεις. Κάποιες φορές το αρχικό πλάνο είναι τόσο φιλόδοξο που ξεπερνά τις συγγραφικές μου ικανότητες. Στεναχωριέμαι που το εκπληρώνω μόνο σε κάποιο βαθμό, αλλά δεν βάζω μυαλό, το επόμενο πλάνο σχεδιάζεται ακόμη πιο φιλόδοξο.
- Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με τον πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;
«Η ενοχή της αθωότητας». Δεν ξέρω αν ήταν παράξενος, πάντως ήταν από τους πιο συναρπαστικούς. Το βιβλίο περιγράφει το ταξίδι ενός κατάδικου, που μεταφέρεται από τη Θεσσαλονίκη στην Μπουργκ Μαντάμ της Ισπανίας και δικάζεται στη διαδρομή. Το όχημα που τον μεταφέρει σταματά σε εννέα συγκεκριμένες πόλεις, οι οποίες πρέπει να τοποθετηθούν επί της αθωότητας ή της ενοχής του. Η πομπή ακολουθεί το ορεινό μονοπάτι της κεντρικής Ευρώπης, οροσειρά του Αίμου, Καρπάθια, Άλπεις, Πυρηναία, σταματώντας μόνο για διανυκτέρευση στις πόλεις-δικαστές.
Πριν ξεκινήσω τη συγγραφή, έκανα την παραπάνω διαδρομή με μοτοσυκλέτα, επειδή το όχημα του κατάδικου είναι ανοιχτό, την ίδια ακριβώς εποχή με εκείνον και στους ίδιους ακριβώς χρόνους. Σημείωνα τα πάντα, τις καιρικές συνθήκες, το τοπίο, την αρχιτεκτονική των πόλεων, τους ανθρώπους, τα φαγητά, μετρούσα με βήματα τις αποστάσεις ανάμεσα σε κτήρια, αγάλματα, πλατείες, κατέγραφα γέφυρες, πορθμεία, τούνελ, τράβηξα εκατοντάδες φωτογραφίες. Όταν επέστρεψα στην Αθήνα εξοντωμένη από την πολυήμερη οδήγηση, ένιωσα ότι κατέχω απόλυτα τη διαδρομή της πομπής και τις εντυπώσεις των συμμετεχόντων. Το ταξίδι μου είχε εκπληρώσει τον σκοπό του. Άφησα στην άκρη τα σημειωματάρια, αγνόησα τις φωτογραφίες και ξεκίνησα να γράφω για πόλεις και διαδρομές που υπάρχουν μόνο στη φαντασία μου.
- Έχετε συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;
Σίγουρα έχω, διαβάζω με ενδιαφέρον για αυτά στα άρθρα των βιβλιοκριτικών, αλλά είμαι αδέξια όταν επιχειρώ να τα παρουσιάσω η ίδια. Κυρίαρχη εμμονή είναι να πετύχω τη σωστή δοσολογία φανταστικού και ρεαλιστικού στοιχείου, ώστε το παραμύθι μου να είναι πιστευτό χωρίς να θυσιάσει τη μαγεία του. Έχω δοκιμάσει τα πάντα, αλλά εξακολουθώ να μην κατέχω τη μαγική φόρμουλα, γιατί όταν κερδίζω έναν πύργο εδώ, χάνω ένα άλογο εκεί. Προσπαθώ να τελειώσω την παρτίδα με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.
- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;
Εκείνο που δεν έχει η ζωή μου, πολλές εκδοχές και πολλές ερμηνείες.
- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;
Να είναι ασυνήθιστος. Οι ήρωές μου είναι γκροτέσκο φιγούρες, ελαφρώς θεατρικές, που αγαπούν τις ρητορείες και τις φιλοσοφικές αναλύσεις, έχουν ιδιόρρυθμες ζωές και παράξενες ιδιότητες. Φλερτάρουν επικίνδυνα με την υπερβολή και σταματούν λίγο πριν χαθεί το μέτρο, στην άκρη του γκρεμού, όπου κάνουν μια προσεκτική πιρουέτα, απολύτως ρεαλιστική, επιτρέποντας στον αναγνώστη να ταυτιστεί στιγμιαία, πριν ξαναρχίσουν τον αλλόκοτο χορό τους –ελευθερία που μόνο η λογοτεχνία του φανταστικού εκχωρεί στους συγγραφείς της.
- Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;
Είναι προϊόντα του παράξενου περιβάλλοντος του βιβλίου και ταυτόχρονα δημιουργοί του. Νομίζω πως γεννιούνται εκ των έσω, δεν φτάνουν σε μένα από τον κόσμο της καθημερινότητας, αλλά φυσικά δεν αποτελούν παρά αφομοιωμένες και μεταποιημένες εντυπώσεις των εμπειριών μου, των παρατηρήσεών μου ή της σφαίρας των ιδεών μου. Δύσκολο να ανιχνεύσω την πηγή τους.
- Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;
«Το καπλάνι της βιτρίνας» της Άλκης Ζέη, τα προηγούμενα δεν τα καλοθυμάμαι. Θυμάμαι όμως να περνάω καλοκαίρια στο δημοτικό με το βιβλίο αυτό στο μαξιλάρι μου.
- Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;
Σίγουρα δεν είναι ένα, αλλά θα σταθώ σε εκείνα που άφησαν ισχυρές εντυπώσεις: «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» του Λιούις Κάρολ, που χρωμάτισε την έξοδο από την παιδική ηλικία, «Το όνομα του Ρόδου» του Ουμπέρτο Έκο που αλάφρυνε τη μελαγχολία της εφηβείας, η ποίηση του Κώστα Καββαδία που ταξίδεψε τα άγουρα όνειρά μου, ο Φραντς Κάφκα, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο Σάμιουελ Μπέκετ που μου αποκάλυψαν τη γοητεία του παράδοξου. Μεγαλώνοντας η ανάγνωση έγινε μόνιμη συντροφιά, τα βιβλία πιστοί φίλοι, οι συγγραφείς πολύ πιο εκλεπτυσμένοι και βαθυστόχαστοι, αλλά εγώ δεν ήμουν πια τόσο αθώα και οι συγκινήσεις δεν χαράσσονταν τόσο βαθιά.
- Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;
Γράφω στη σιωπή, αλλά κάνω αρκετό θόρυβο η ίδια, επειδή υποδύομαι όλους τους χαρακτήρες. Ελπίζω να μην ενοχλώ τους γείτονες.
- Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;
Τώρα βρίσκομαι στον τρίτο και τελευταίο τόμο της τριλογίας του «Δράκου της Πρέσπας». Κοντεύω να κλείσω μια δεκαετία συντροφιά με αυτό το ανεκδιήγητο τέρας, που με έχει απασχολήσει όσο κανένα άλλο και με γοητεύει όπως την πεταλούδα το φως. Η συμπεριφορά του παραμένει ανεξήγητη, οι προθέσεις του ένα αξεδιάλυτο μυστήριο. Όποτε δοκίμασα να το ερμηνεύσω με ξεγέλασε, όποτε επιχείρησα να το εκλογικεύσω αντιστάθηκε, όποτε προσπάθησα να το κλείσω σε κανόνες δραπέτευσε. Ξεπήδησε από το φάσμα του μύθου και δεν σκοπεύει να περάσει στην απέναντι πλευρά, όσο κι αν το δελεάζω με καθρεφτάκια και χάντρες. Το κυνηγάω από τόμο σε τόμο, υπενθυμίζοντας ότι είμαι η δημιουργός του, αλλά υποψιάζομαι ότι δεν θα το εξημερώσω ποτέ.