Κράτος δικαίου, Σύνταγμα και θεσμοί

Κράτος δικαίου, Σύνταγμα και θεσμοί

Του Σπύρου Βλαχόπουλου*

Επιτρέπεται στην εκάστοτε πολιτική εξουσία να πράττει τα πάντα; Δεν είναι αντιδημοκρατικό να τίθενται φραγμοί στην εξουσία του νομοθέτη και της κυβέρνησης που διαθέτουν μάλιστα και τη δημοκρατική νομιμοποίηση, σε αντίθεση λ.χ. με τους δικαστές που διορίζονται και δεν εκλέγονται; Για να ρωτήσουμε με περισσότερο πολιτική και λιγότερο νομική γλώσσα, μήπως είχε δίκιο ο Ανδρέας Παπανδρέου στη δεκαετία του 1980, όταν δήλωνε ότι δεν υπάρχουν θεσμοί παρά μόνον ο λαός;

Την αρνητική απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα επιβάλλει το κράτος δικαίου, το οποίο αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα και δίνει «σάρκα και οστά» στη δημοκρατική αρχή. Γιατί χωρίς δικαιοκρατικές εγγυήσεις, χωρίς ατομικά δικαιώματα, χωρίς μηχανισμούς ελέγχου των κρατικών αποφάσεων, χωρίς ανεξάρτητη δικαιοσύνη και χωρίς έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων, πολύ απλά δεν υπάρχει δημοκρατία.

Το κράτος δικαίου συμπυκνώνεται στις συνταγματικές διατάξεις. Το Σύνταγμα είναι εκείνο που αποκρυσταλλώνει τις θεμελιώδεις αξίες της έννομης τάξης, εκείνες δηλαδή τις αξίες που δεν μπορούν να παραγκωνισθούν ούτε με τη βούληση της εκάστοτε πλειοψηφίας. Αρκεί να σκεφθεί κανείς τα θεμελιώδη δικαιώματα. Τα ατομικά δικαιώματα κατοχυρώνονται προεχόντως για τις μειοψηφίες και όχι για τις πλειοψηφίες, οι οποίες, επειδή ακριβώς έχουν την πραγματική ισχύ που απορρέει από δύναμη των περισσοτέρων, δεν χρειάζονται νομική προστασία.

Στο πλαίσιο αυτό και προκειμένου να μην παραβιάζεται το κράτος δικαίου, θεσπίζονται μηχανισμοί ελέγχου της πολιτικής εξουσίας. Ως κύριος μηχανισμός ελέγχου διαχρονικά λειτουργούσαν και λειτουργούν ακόμη και σήμερα τα δικαστήρια, τα οποία διαθέτουν ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα: την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών. Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης δεν σημαίνει βέβαια ότι και αυτή δεν υπόκειται σε κριτική και δεν κρίνεται για τις αποφάσεις της. Μόνο που επειδή ο δικαστής εφαρμόζει και δεν θέτει ο ίδιος τους κανόνες δικαίου, η κριτική σε μια δικαστική απόφαση δεν μπορεί να αφορά το αποτέλεσμά της (το «δια ταύτα») και το πόσο αυτό μας είναι αρεστό από πολιτική άποψη. Η κριτική σε μια δικαστική απόφαση μπορεί να αφορά μόνο την ορθή εφαρμογή του Συντάγματος και των νόμων και πρέπει να γίνεται με όρους επιστημονικού διαλόγου. Εξάλλου και λόγω της κατοχύρωσης της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 του Συντάγματος), η «πολεμική» και «ισοπεδωτική» κριτική στις δικαστικές αποφάσεις από παράγοντες της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας δεν συνάδει με το πρότυπο των διακριτών ρόλων και του αμοιβαίου σεβασμού που πρέπει να διέπει τη δράση των πολιτειακών οργάνων.

Για την αναγκαιότητα των θεσμών ελέγχου σε μια δημοκρατική κοινωνία, δεν χρειάζεται σήμερα να πούμε πάρα πολλά. Τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα είπε ο Αριστόβουλος Μάνεσης το 1962 στο εναρκτήριο μάθημά του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τον εμβληματικό τίτλο «Το συνταγματικόν δίκαιον ως τεχνική της πολιτικής ελευθερίας». Σύμφωνα λοιπόν με τον Αριστόβουλο Μάνεση, πρέπει να «θεσπίζωνται και λειτουργούν κατάλληλοι θεσμοί ελέγχου, εις τρόπον ώστε να είναι εξ αντικειμένου και δη εκ των προτέρων ελεγκτή η καθ' όλου άσκησις της κρατικής εξουσίας. Χωρίς τας τοιαύτας εγγυήσεις η ελευθερία των υποκειμένων εις την κρατικήν εξουσίαν προσώπων καθίσταται ανέφικτος …».

Περαιτέρω, η επίκληση των αγαθών προθέσεων του κάθε πολιτικού ως αποκλειστικού στοιχείου νομιμοποίησης των πράξεών του έχει αριστοκρατική και όχι δημοκρατική προέλευση και καταλήγει στο «να θεωρήται περιττή ή και επιζήμιος δια το συμφέρον και δια τον εν γένει 'σκοπόν' του κράτους η λειτουργία θεσμών ελέγχου, περιοριστικών των αρχόντων, ήτοι θεσμών εξ αντικειμένου κατοχυρωτικών της ελευθερίας των αρχομένων. Ούτω πως όμως, οι ανελέγκτως και απεριορίστως ασκούντες την κρατικήν εξουσίαν τείνουν επί μάλλον και μάλλον εις κατάχρησιν αυτής». Συμπερασματικά, «όσον αφορά ιδίως την πολιτικήν ελευθερίαν, η επίτευξις και κατοχύρωσίς της δεν είναι τόσον θέμα ποιότητος και καλών διαθέσεων των κυβερνώντων, αλλ' είναι πρωτίστως θέμα θεσμών».

Χρειάζεται να προσθέσουμε κάτι περισσότερο πενήντα πέντε χρόνια μετά;

*Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι Καθηγητής Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ