Του Σπύρου Βλαχόπουλου*
Οι πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας περί αντισυνταγματικότητας διάφορων νομοθετικών διατάξεων προκάλεσαν και αρνητικές αντιδράσεις, οι οποίες αμφισβήτησαν τη νομιμοποίηση της δικαστικής εξουσίας να «ακυρώνει» τις πολιτικές επιλογές της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Στη βάση των αντιδράσεων αυτών δεν βρίσκεται η αμφισβήτηση μόνον του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων αλλά και του ίδιου του Συντάγματος, αφού ο έλεγχος συνταγματικότητας αποτελεί την κυριότερη εγγύηση τηρήσεως του Συντάγματος. Οι δικαστές απολαμβάνουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία και αποτελούν σήμερα ουσιαστικά το μόνο θεσμικό αντίβαρο απέναντι στην πολιτική εξουσία. Μπορεί η δικαστική κρίση ότι ένας νόμος είναι αντισυνταγματικός να προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα στους εκάστοτε κρατούντες, αποτελεί όμως conditio sine qua non για την τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας. Ας το πάρουμε απόφαση: Σύνταγμα χωρίς ουσιαστικό έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων δεν μπορεί να υπάρξει. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι μια από τις ενέργειες της ουγγρικής κυβέρνησης που την έθεσαν στο κέντρο των επικρίσεων όσον αφορά την παραβίαση της αρχής του Κράτους Δικαίου, ήταν η προσπάθεια ελέγχου του ουγγρικού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Οι αποφάσεις των δικαστηρίων (τόσο γενικά όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας ειδικότερα) που κρίνουν νομοθετικές διατάξεις ως αντισυνταγματικές, δεν είναι κάτι νέο. Ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων είναι άρρηκτα συνυφασμένος με τον νομικό μας πολιτισμό και τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων ήδη από τη δεκαετία του 1870, πολύ πριν ο έλεγχος αυτός κατοχυρωθεί ρητώς για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1927. Και σίγουρα ο έλεγχος συνταγματικότητας των νόμων δεν είναι κάτι που αφορά μόνο την περίοδο της σημερινής διακυβέρνησης. Αρκεί να θυμηθούμε τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας της περιόδου 2012-2014 που έκριναν αντισυνταγματικές τόσο τις περικοπές των αποδοχών των ενστόλων και των πανεπιστημιακών, όσο και το «μνημονιακό» πρόγραμμα διαθεσιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Την ίδια περίοδο αφορούσαν και οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας του 2015 που έκριναν αντισυνταγματικές τις περικοπές των συντάξεων.
Για τον επίλογο δεν υπάρχουν ίσως πιο εύστοχα –και πιο επίκαιρα- λόγια από αυτά του Ελευθέριου Βενιζέλου στην εναρκτήρια συνεδρίαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 17 Μαΐου 1929 στο «Ιλίου Μέλαθρον»: «Βέβαια δεν σας υπόσχομαι ότι η κυβέρνησις εκ προθέσεως θα διαπράξη παρανομίαν δια να σας δώση την ευκαιρίαν ν΄ ακυρώσητε την πράξιν της και την επαναφέρητε εις την τάξιν. Άλλωστε αν η αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου, η λειτουργία του συμβουλίου της επικρατείας είναι η αρχή ίσως περισσοτέρας προσοχής εκ μέρους των κυβερνώντων όπως αποφεύγουν παρανόμους πράξεις. Αλλ΄ όσην προσοχήν και αν δείξωμεν είναι ανθρώπινον να υποπέσωμεν και εις παρανόμους ενεργείας. Όταν δε έστω και άνευ προθέσεως διαπράξη η κυβέρνησις καμμίαν παρανομίαν και έλθη το συμβούλιον της επικρατείας να της πη ότι της ακυρώνει την πράξιν της ταύτην, σας βεβαιώ ότι θα έλθω προσωπικώς να συγχαρώ και να σφίξω το χέρι του προέδρου και των μελών του συμβουλίου της επικρατείας, διότι υπενθύμισαν εις την κυβέρνησιν ότι δεν έχει το δικαίωμα να παρανομή».
*Ο Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.