Διαφοροποίηση. Μια λέξη που κάθε προπτυχιακός φοιτητής χρηματοοικονομικών ακούει δεκάδες ή και εκατοντάδες φορές κατά την διάρκεια των σπουδών του. Στην χρηματοοικονομική επιστήμη, η διαφοροποίηση είναι ένα κεφάλαιο της διαχείρισης χαρτοφυλακίου. Με απλά λόγια, είναι μια τεχνική διαχείρισης κινδύνου, όπου ο επενδυτής τοποθετεί τα χρήματα του σε αξιόγραφα με αρνητική μεταξύ τους συσχέτιση, ούτως ώστε να εξαλείψει τον μη συστηματικό κίνδυνο. Το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής είναι η επίτευξη μιας ικανοποιητικής απόδοσης με ταυτόχρονη μείωση της έκθεσης του επενδυτή σε απρόβλεπτα γεγονότα.
Τι σημασία μπορεί όμως να έχει η έννοια αυτή σε επίπεδο χώρας; Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το πρόσφατο παράδειγμα της Βενεζουέλας. Η Βενεζουέλα είναι η χώρα με τα μεγαλύτερα κοιτάσματα πετρελαίου παγκοσμίως. Και όμως, παρά τον πολύτιμο ορυκτό της πλούτο, αντιμετωπίζει μια άνευ προηγούμενου οικονομική κρίση, με πολύ υψηλή ανεργία και σημαντικές ελλείψεις στα βασικά αγαθά.
Ποια είναι όμως η κύρια αιτία αυτού του φαινομένου; Η έλλειψη διαφοροποίησης. Η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες είχε βασίσει την παραγωγική της δομή στο πετρέλαιο καθώς το μεγαλύτερο μέρος του κρατικών εσόδων καλυπτόταν από τα έσοδα της δημόσιας εταιρίας πετρελαίου PDVSA. Όσο η τιμή του πετρελαίου ήταν ψηλά, οι κυβερνήσεις μπορούσαν να χρηματοδοτούν προγράμματα κοινωνικής πολιτικής. Όταν όμως η τιμή του πετρελαίου κατέρρευσε το 2014, η οικονομία της χώρας πέρασε σε τροχιά βαθιάς ύφεσης, μιας και το παραγωγικό της μοντέλο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την τιμή του πετρελαίου. Έτσι, ένα απρόβλεπτο γεγονός μετέτρεψε την πάλαι ποτέ πλουσιότερη χώρα της Λατινικής Αμερικής σε μια από τις φτωχότερες του κόσμου.
Στις αρχές του 2020, ένα απρόβλεπτο γεγονός συντάραξε την παγκόσμια οικονομία: η πανδημία του κορονοϊού. Η μαζική εξάπλωση αυτής της ιογενούς λοιμώξεως του αναπνευστικού οδήγησε στο αναγκαστικό «κλείσιμο ή lockdown» της πλειοψηφίας των οικονομιών τόσου του ανεπτυγμένου όσο και του αναπτυσσόμενου κόσμου. Τα κρατικά επιβαλλόμενα lockdown έγιναν με σκοπό την μείωση της διασποράς του υιού. Άμεση συνέπεια όμως αυτής της ενέργειας είναι η κατακόρυφη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, που στα οικονομικά μεταφράζεται ως ύφεση.
Το απρόβλεπτο γεγονός της πανδημίας του κορονοϊού έφερε στο προσκήνιο ένα οξύμωρο σχήμα. Χώρες που αντιμετώπισαν αποτελεσματικά το πρώτο κύμα του ιού, έρχονται αντιμέτωπες με μια βαθύτερη ύφεση από χώρες που επέδειξαν ολιγωρία στην διαχείριση της πανδημίας. Για να κατανοήσουμε καλύτερα το σχήμα αυτό, θα συγκρίνουμε δύο Ευρωπαϊκές χώρες, την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο (Η.Β). Η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που πήρε μέτρα για τον περιορισμό της διασποράς του ιού, με αποτέλεσμα να μειώσει σημαντικά την καμπύλη μετάδοσης και να ελαχιστοποιήσει τον αριθμό των νεκρών.
Αντιθέτως, το Η.Β. άργησε να επιβάλλει περιοριστικά μέτρα, με αποτέλεσμα να έχει δεκάδες χιλιάδες νεκρούς αλλά και να αναγκαστεί να διατηρήσει το lockdown για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από ότι η Ελλάδα. Το παράδοξο αυτής της σύγκρισης είναι ότι όλες οι οικονομικές εκτιμήσεις δείχνουν πως η επιβολή των περιοριστικών μέτρων θα επιφέρει μεγαλύτερη ύφεση στην Ελλάδα από ότι στο Η.Β. Κατά την προσωπική μου άποψη, η κύρια αιτία του εν λόγω φαινομένου είναι η έλλειψη διαφοροποιημένου εθνικού προϊόντος της χώρας μας.
Είναι σε όλους μας γνωστό ότι η βαριά μας βιομηχανία είναι ο τουρισμός. Υπολογίζεται ότι το 25%-30% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) της Ελλάδας προέρχεται από τον τουρισμό, αν συνυπολογίσουμε και την συνεισφορά των άμεσα συσχετιζόμενων κλάδων όπως είναι η εστίαση. Επιπροσθέτως, παραπάνω από το 90% των εσόδων του κλάδου προέρχονται από τον εξωτερικό τουρισμό. Γίνεται συνεπώς εύκολα αντιληπτό πως ένα απρόβλεπτο γεγονός, όπως μια πανδημία, μπορεί να βυθίσει σε ύφεση μια οικονομία που βασίζεται σε έναν τόσο ευαίσθητο στις διεθνείς συγκυρίες κλάδο.
Από την άλλη μεριά, το Η.Β. έχει ένα αρκετά διαφοροποιημένο εθνικό προϊόν, με σημαντικά ανεπτυγμένη γεωργία, βιομηχανία, αλλά και υπηρεσίες. Αναπόφευκτα, το lockdown επηρέασε αρνητικά πολλούς κλάδους, όπως τον τουρισμό και την ενέργεια. Όμως, άλλοι κλάδοι, όπως ο τεχνολογικός, είχαν πολύ μικρότερη ευαισθησία στις πτωτικές τάσεις της οικονομίας. Κατά συνέπεια, η διαφοροποίηση του εθνικού προϊόντος σε κλάδους με μικρότερη ευαισθησία στις διεθνείς εξελίξεις έχει σαν αποτέλεσμα την μείωση της συνολικής έκθεσης της χώρας σε ένα απρόβλεπτο γεγονός.
Ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας εναποθέτει τις ελπίδες του για οικονομική ανάκαμψή στην εκταμίευση των Ευρωπαϊκών κονδυλίων ύψους 32 δισεκατομμυρίων ευρώ, που θα διατεθούν στην Ελλάδα για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορονοϊου. Αδιαμφισβήτητα, μια ένεση ρευστότητας θα επιβραδύνει την πτωτική πορεία της οικονομίας μιας και η αύξηση της κατανάλωσης θα επιταχύνει την κυκλοφορία του χρήματος. Οποιαδήποτε όμως Ευρωπαϊκή βοήθεια δεν είναι αρκετή για να επιλύσει τα διαρθρωτικά προβλήματα της Ελληνικής οικονομίας.
Σε αυτό το σημείο, είναι δόκιμο να αναφέρουμε ότι αναλογικά με το μέγεθος της, η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες που επωφελήθηκε περισσότερο από τις Ευρωπαϊκές επιδοτήσεις. Πιο συγκεκριμένα, από το 1981 ως το 2015, η Ελλάδα έλαβε περίπου 290 δισ. ευρώ σε μορφή επιδοτήσεων. Παρόλα αυτά, είναι μια από τις λιγότερο ανταγωνιστικές και εξωστρεφείς χώρες της Ένωσης. Εν πολλοίς, αυτό οφείλεται στο οικονομικά ανελεύθερο περιβάλλον (η Ελλάδα καταλαμβάνει την 102η θέση ανάμεσα σε 162 χώρες στον δείκτη οικονομικής ελευθερίας του Ινστιτούτου Fraser) καθώς και στον υψηλό κρατικό παρεμβατισμό (υπολογίζεται ότι το κράτος αντιπροσωπεύει το 65% της Ελληνικής οικονομίας).
Το τελευταίο διάστημα, διαβάζω συχνά απόψεις δημοσιογράφων αλλά και συναδέλφων, που επικαλούνται ότι τώρα είναι η ώρα του κράτους. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι πολλές επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα ζήτησαν κρατική βοήθεια για να αποφύγουν την χρεοκοπία λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας. Το επιχείρημα αυτό όμως είναι σαθρό από την βάση του, καθότι η επερχόμενη οικονομική κρίση δεν προέρχεται από αποτυχία των αγορών ή από σπάσιμο κάποιας χρηματιστηριακής φούσκας.
Είναι αποτέλεσμα των επιβεβλημένων από τις κυβερνήσεις lockdowns, μιας και τα εθνικά συστήματα υγείας δεν ήταν προετοιμασμένα να αντιμετωπίσουν μια τέτοια υγειονομική κρίση, παρά την πληθώρα επιστημονικών ερευνών που προειδοποιούσαν για το ενδεχόμενο μιας πανδημίας. Συνεπώς, η πρωτοφανής κατάσταση που βιώνουμε δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια ευκαιρία για περισσότερο κρατισμό, αλλά ως έναυσμα για περισσότερες μεταρρυθμίσεις, εξωστρέφεια, και κυρίως, διαφοροποίηση του εθνικού μας προϊόντος. Κλείνω δανειζόμενος μια προφητική ρήση του Φ. Νίτσε «Όσο λιγότερο κράτος, τόσο το καλύτερο», Η αυγή της ημέρας (1880).
* Ο Εμανουήλ Γ. Πυργιωτάκης είναι Επίκουρος Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο πανεπιστήμιο του Έσσεξ