Οι δημοτικές εκλογές δεν αποτελούν πάντοτε ασφαλές κριτήριο για την εξαγωγή γενικευμένων πολιτικών συμπερασμάτων, ειδικά όταν δεν διεξάγονται σε πανεθνικό επίπεδο. Μέχρι δε τον Δεκέμβριο, οπότε και έχει προγραμματιστεί το συνέδριο των Χριστιανοδημοκρατών που θα εκλέξει τον ή την πολιτικό που θα διαδεχθεί την Ανγκελα Μέρκελ, υπάρχει αρκετός ακόμη χρόνος, στη διάρκεια του οποίου πολλά μπορούν να αλλάξουν – τόσο εντός Γερμανίας όσο και στην ΕΕ.
Παρ' όλα αυτά, οι κάλπες που πρόκειται να στηθούν την Κυριακή στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία αντιμετωπίζονται από ΜΜΕ και αναλυτές περίπου ως «κρας-τεστ» για τον τοπικό ηγέτη της CDU και υποψήφιο διάδοχο της «σιδηράς καγκελαρίου», Άρμιν Λάσετ. Πρόκειται, άλλωστε, για το πολυπληθέστερο κρατίδιο της Γερμανίας, με περισσότερους από 17 εκατ. κατοίκους, εκ των οποίων σχεδόν 14 εκατ. έχουν δικαίωμα ψήφου σε αυτές τις εκλογές.
Εκτός αυτού, η αναμέτρηση της Κυριακής θα αποτελέσει ουσιαστικά την πρώτη πραγματική «δημοσκόπηση» μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, η οποία έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα και στο πολιτικό σύστημα. Έτσι, είναι φανερό ότι οι ψηφοφόροι θα αποδείξουν, με την επιλογή τους, εάν θεωρούν επιτυχημένη τη διαχείριση της κρίσης από τον πρωθυπουργό του κρατιδίου και το κόμμα του ή εάν θα επιλέξουν να του δείξουν... κίτρινη κάρτα.
Προεδρία, αλλά όχι καγκελαρία;
Για την ώρα, πάντως, τα δεδομένα και οι προβλέψεις μοιάζουν να ευνοούν τον Λάσετ. Αφενός, επειδή στις δημοσκοπήσεις η CDU διατηρεί σαφές προβάδισμα έναντι των βασικών της αντιπάλων, συγκεντρώνοντας κοντά στο 35% – τη στιγμή που Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι μάχονται για τη δεύτερη θέση, με τα ποσοστά τους να κυμαίνονται λίγο πάνω από το 20%.
Αφετέρου, διότι ο Λάσετ έχει διασφαλίσει τη στήριξη ενός ισχυρού παράγοντα εντός των Χριστιανοδημοκρατών και πρώην «δελφίνου» για την ηγεσία. Πρόκειται για τον υπουργό Υγείας, Γενς Σπαν, ο οποίος τον Φεβρουάριο απέσυρε την υποψηφιότητά του και τάχθηκε ανοιχτά υπέρ του μέχρι τότε αντιπάλου του, ενισχύοντας σαφώς τη θέση του στην εσωκομματική κούρσα.
Ακόμη κι έτσι, πάντως, δεν είναι βέβαιο ούτε ότι ο Λάσετ θα αναδειχθεί νέος πρόεδρος της CDU ούτε, πολύ περισσότερο, ότι η θέση αυτή θα «κλειδώσει» υπέρ του την καγκελαρία. Κι αυτό διότι, πέρα από την πολιτική «γεωγραφία» που θα αποτυπώσουν οι βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν σε ένα χρόνο από σήμερα, η κοινή γνώμη δείχνει να προτιμά ένα άλλο πρόσωπο για να ηγηθεί της προσπάθειας να παραμείνει η κυβέρνηση της Γερμανίας στον έλεγχο του ίδιου πολιτικού στρατοπέδου.
Πρόκειται, βεβαίως, για τον πρωθυπουργό της Βαυαρίας και ηγέτη των Χριστιανοκοινωνιστών, του παραδοσιακού εταίρου της CDU που όμως δεν είχαν ποτέ μέχρι σήμερα την ευκαιρία να δουν ένα δικό τους στέλεχος να βρίσκεται επικεφαλής της Ένωσης στην πορεία προς τις εθνικές εκλογές. Μήπως έχει φτάσει η στιγμή;