Του Μιχάλη Γκλεζάκου*
Το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης μας απάλλαξε από τον κίνδυνο της επίσημης χρεοκοπίας, η οποία θα ερχόταν ως αποτέλεσμα της αδυναμίας μας να καταβάλλουμε τη δόση του Ιουλίου. Με αυτή την έννοια, ήταν μια θετική εξέλιξη. Όμως δεν προσφέρεται για πανηγυρισμούς.
Γιατί, πολύ απλά, ήρθε με καθυστέρηση ενός ολόκληρου χρόνου, σε μια περίοδο που δεν είχαμε περιθώρια να χάσουμε έστω και μία ημέρα. Η καθυστέρηση αυτή έστειλε την οικονομία μας πολλά χρόνια πίσω. Έκλεισε επιχειρήσεις. Έφερε στα όρια της απόγνωσης την Ελληνική κοινωνία, η οποία μετρά πλέον 8 χρόνια φθίνουσας οικονομικής πορείας. Φόρτωσε στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις πάνω από 10 δις πρόσθετα βάρη. Πρόσθεσε κι άλλα κόκκινα δάνεια, κι άλλες κόκκινες υποχρεώσεις στα ασφαλιστικά ταμεία και το κράτος. Πλέον η Ελληνική κοινωνία κουβαλά ένα τεράστιο χρέος, που κατά ένα μέρος θα συμψηφισθεί με τις περιουσίες που δημιούργησαν οι προηγούμενες γενιές και το υπόλοιπο θα το εξοφλήσουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας, από τα πενιχρά εισοδήματα τους. Με πρόχειρους υπολογισμούς, θα πρέπει να βρεθούν 110 δις για τα κόκκινα δάνεια, πάνω από 100 δις για τις οφειλές στα ταμεία και το κράτος, περίπου 320 δις για το δημόσιο χρέος, αρκετά δις για το ιδιωτικό χρέος εξωτερικού κλπ.
Είναι πολλά τα λεφτά για να ολιγωρούμε. Είναι μεγάλη η ευθύνη για όλες τις καθυστερήσεις που έγιναν μέχρι σήμερα και μας καταδίκασαν σε μόνιμη ύφεση, μόνιμη λιτότητα, μόνιμη μιζέρια. Η Κύπρος, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιρλανδία, έφτασαν σε 2 χρόνια εκεί που εμείς ονειρευόμαστε να φτάσουμε το 2020, δηλαδή στον 110 χρόνο από το ξεκίνημα της κρίσης.
Από την κρίση δεν βγαίνεις με μαγικά κόλπα, με επικοινωνιακά τεχνάσματα, με αυτοσχεδιασμούς και πειραματισμούς, όσο καλές προθέσεις κι αν έχεις. Από την κρίση βγαίνεις με όραμα, με πρόγραμμα, με σοβαρότητα, με συνέπεια. Δεν «καθαρίζεις» κόβοντας τα εισοδήματα των πολιτών και φορτώνοντας τους ασήκωτα βάρη. Πρέπει και η ηγεσία του τόπου να κάνει αυτό που της αναλογεί. Να τραβήξει κι αυτή κουπί, να πάρει πολιτικές ευθύνες, να υποστεί πολιτικό κόστος. Όχι αποστασιοποιήσεις και μετάθεση ευθυνών. Άκουσα σήμερα στο ραδιόφωνο ένα ηχογραφημένο στιγμιότυπο από την επιβολή των κεφαλαιακών περιορισμών (πέρασαν κιόλας δύο χρόνια). Ο τότε υπουργός έλεγε ότι οι περιορισμοί ήταν αποτέλεσμα της εχθρικής στάσης της ΕΚΤ, η οποία υλοποιούσε σχέδια σκοτεινών κύκλων που ήθελαν το κακό μας (τότε γιατί η ΕΚΤ ενεργοποίησε τον ELA και μας χορήγησε έκτακτη ρευστότητα πάνω από 100 δις, σε λίγους μήνες;). Μας βολεύει να λέμε ότι πάντοτε φταίνε οι άλλοι.
Ας αφήσουμε όμως αυτά τα κόλπα και ας πιάσουμε το κουπί, έστω και τώρα. Είναι αργά, ναι. Έχουμε χάσει τις μεγάλες ευκαιρίες, ναι. Το έχουμε ξαναπεί ότι μετά από κάθε χαμένη ευκαιρία, οι εφικτοί στόχοι είναι όλο και μικρότεροι. Ας κυνηγήσουμε αυτούς τους μικρούς στόχους που απόμειναν. Είναι κι αυτό κάτι, είναι φρένο στην κατηφόρα. Ας κάνουμε το πρώτο βήμα: Να δεχτούμε την πραγματικότητα. Να σταματήσουμε να πιστεύουμε ότι η οικονομία λειτουργεί όπως ένα ελατήριο που συμπιέζεται και αποσυμπιέζεται από μόνο του, ανεξάρτητα αν προσπαθούμε προς τη σωστή κατεύθυνση ή όχι. Να σταματήσουμε να δημιουργούμε προσδοκίες ότι τάχα το Eurogroup της 15ης Ιουνίου πήρε αποφάσεις που θα μας λύσουν τα προβλήματα μας. Είπαν πολλά και αόριστα οι δανειστές μας, τα οποία ήταν περισσότερο προσαρμοσμένα στην προεκλογική περίοδο της Γερμανίας και λιγότερο στα μεγάλα δικά μας προβλήματα. Σκεφθείτε ότι, για να μην πάρουν οποιαδήποτε απόφαση για ελάφρυνση του Χρέους (δεν ευνοούσε προεκλογικά τον Schaeuble και τη Merkel) υποκρίθηκαν ότι πιστεύουν σε μια μεγάλη και χωρίς τέλος ανάπτυξη της οικονομίας μας. Τόσο μεγάλη και τόσο διαρκή, ώστε να μπορούμε να πραγματοποιούμε πρωτογενή πλεονάσματα – ρεκόρ μέχρι το 2060! Ας μην προσπαθούμε λοιπόν να «καθίσουμε» στις αποφάσεις του πιο πάνω Eurogroup υποκρινόμενοι ότι άλλαξαν οι προοπτικές μας. Τίποτα δεν άλλαξε. Απλά αποφύγαμε την επίσημη χρεοκοπία την τελευταία στιγμή.
Τις προοπτικές μας θα τις αλλάξουμε εμείς και μόνο εμείς, αν βέβαια καταλάβουμε ότι τα προβλήματα είναι μπροστά μας, αν αποδεχτούμε τη σκληρή πραγματικότητα και αποφασίσουμε να τραβήξουμε το κουπί που μας αναλογεί. Μόνο τότε θα ελπίζουμε ότι θα πετύχουμε τους λίγους εφικτούς στόχους που απόμειναν και που λιγοστεύουν επικίνδυνα όσο καθυστερούμε.
*O κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικής.