Κίνδυνο ανάφλεξης της έντασης στον Περσικό δημιουργεί, σύμφωνα με τον Κώστα Λάβδα, το γεγονός ότι έχουν τρωθεί για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό η εικόνα και ο ρόλος της Σαουδικής Αραβίας ως ασφαλούς παρόχου πετρελαίου, μετά την επίθεση που δέχτηκαν οι εγκαταστάσεις της Aramco.
Είναι άγνωστο πως θα αντιδράσει το Ριάντ, καθώς έχει εκτεθεί, όπως λέει στο liberal.gr, ο καθηγητής του Παντείου, που ερωτηθείς για τα χειρότερα σενάρια, μιλά για ένα πόλεμο μεταξύ Ιράν-Σαουδικής Αραβίας, όπως και για το ενδεχόμενο τυχόν αμερικανικών χειρουργικών χτυπημάτων κατά της Τεχεράνης. Επισημαίνει παράλληλα ότι κάθε βίαιη επιτάχυνση των εξελίξεων θα εντείνει και τα διλήμματα της Τουρκίας που, με τον Ερντογάν, έχει βρεθεί κοντά με το Ιράν.
Εκτιμά πάντως ότι αν η παρούσα κρίση ξεπεραστεί και αποφευχθούν τα χειρότερα, τότε το πιο πιθανό σενάριο είναι ο πρόεδρος Τραμπ, να επιδιώξει, έστω δύσκολα, μια επιστροφή του Ιραν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, που θα οδηγήσουν σε μια συμφωνία με καλύτερους –κατά τον ίδιο– όρους.
Στα ελληνοτουρκικά, και με αφορμή τις συνεχιζόμενες προκλήσεις της Αγκυρας, απαντά με νόημα ότι μια συγκροτημένη χώρα που επιθυμεί ειρήνη υπό καθεστώς ανεξαρτησίας, δεν εκπέμπει συνεχώς στο διεθνές περιβάλλον σήματα που υποδηλώνουν πως ό,τι και να γίνει, η επίκληση της ειρηνικής διευθέτησης θα είναι δεδομένη.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη:
- Βλέπετε νέα κλιμάκωση της κατάστασης στον Περσικό με τα νέα δεδομένα που έχουν δημιουργηθεί; Τι σημαίνει γεωπολιτικά για την ευρύτερη περιοχή η κρίση, πέραν των επιπτώσεων στις τιμές του πετρελαίου;
Οι εξελίξεις είναι σοβαρότατες για τη διεθνή οικονομία και για την ασφάλεια στην περιοχή.
Το τελευταίο περιστατικό, αυτό της κατάληψης από τους Φρουρούς της Επανάστασης πλοίου στον Κόλπο ως ύποπτο για τη μεταφορά 250.000 λίτρων πετρελαίου ντίζελ στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ρίχνει νέο λάδι στη φωτιά, μετά το χτύπημα από τους σιίτες αντάρτες Χούτι των πετρελαϊκών μονάδων της Αramco, και ενώ η Ουάσιγκτον κατηγορεί το ίδιο το Ιράν για τις επιθέσεις.
Σε κάθε περίπτωση, οι Χούτι υποστηρίζονται από το Ιράν και αποτελούν βασικό εργαλείο της πολιτικής του στην Υεμένη. Πρόκειται για άλλο ένα σοβαρότατο επεισόδιο που δείχνει ότι η βασική δυναμική της σύγκρουσης στην περιοχή, δηλαδή ο θεμελιώδης ανταγωνισμός μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, έχει ενταθεί.
Παράλληλα, είναι κρίσιμο να αντιληφθούμε πως η εικόνα και ο ρόλος της Σαουδικής Αραβίας ως ασφαλούς παρόχου έχουν τρωθεί για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό. Άγνωστο πως θα αντιδράσει το Ριάντ.
Από την άλλη πλευρά, η αποχώρηση Μπόλτον αναδεικνύει τις διαφορές και τις διαφωνίες στην αμερικανική προσέγγιση του ζητήματος. Είναι πια ασφαλές να συμπεράνουμε ότι η παλαιότερη αντίληψη που περιλάμβανε στους στόχους της πολιτικής και την αλλαγή καθεστώτος στην Τεχεράνη έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό. Άλλωστε πλησιάζουμε το 2020, που θα είναι έτος εκλογών στις ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο γερουσιαστής των Δημοκρατικών Κρις Μέρφυ, μέλος της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της Γερουσίας, διαφώνησε έντονα προχθές με τις δηλώσεις Πομπέο τις οποίες χαρακτήρισε «ανεύθυνες».
- Πώς διαμορφώνονται μέχρι αυτή τη στιγμή οι εξελίξεις;
Η προγραμματισμένη τριμερής συνάντηση Ρωσίας – Ιράν – Τουρκίας που λαμβάνει χώρα στην Άγκυρα στέλνει, καταρχήν, ένα σήμα «business as usual». Παρότι εστιάζεται στο συριακό ζήτημα, είναι βέβαιο ότι θα περιλάβει και συζητήσεις για τη νέα κρίση στον Κόλπο.
Παράλληλα, αυτή τη στιγμή η νέα κρίση οδηγεί σε οξεία αντιπαράθεση μεταξύ δυο διαφορετικών προσεγγίσεων στην Ουάσιγκτον. Υπάρχουν πολλοί που αισθάνονται ανακούφιση που η σκληρή προσέγγιση Μπόλτον είναι απούσα σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία. Υπάρχουν όμως και όσοι θεωρούν ότι ο Μπόλτον δικαιώνεται, με την έννοια ότι μόνο η συνεχής, ανελέητη πίεση θα φέρει αποτέλεσμα με το καθεστώς της Τεχεράνης. Σίγουρα το ισχυρό σαουδαραβικό λόμπυ στην Ουάσιγκτον προβάλλει αυτή την άποψη όσο μπορεί τις τελευταίες ημέρες.
Εάν όμως η παρούσα κρίση καταστεί δυνατό να ξεπεραστεί χωρίς ανάφλεξη, αυτό που θα επιδιώξει ο πρόεδρος Τραμπ – ανεξαρτήτως αντιφατικών δηλώσεων – θα είναι μια επιστροφή του Ιράν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων που θα οδηγήσουν σε μια συμφωνία με καλύτερους –κατά τον ίδιο– όρους. Βεβαίως ο δρόμος θα είναι δύσκολος και θα έχει και απρόβλεπτες επιπτώσεις για την οικονομία, καθώς κάθε νέα ένταση θα επηρεάζει τις τιμές του πετρελαίου με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σε κάθε περίπτωση, με τα σημερινά πάντα δεδομένα, οι πιθανότητες παραμένουν υπέρ αυτού του σεναρίου.
- Ποιο είναι το χειρότερο σενάριο, που θα μπορούσε να προκαλέσει ανάφλεξη ή ακόμη και σύρραξη στον Περσικό;
Ένας πόλεμος μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας θα ήταν το χειρότερο σενάριο. Κακό σενάριο θα ήταν και τυχόν αμερικανικά χειρουργικά κτυπήματα κατά του Ιράν, που θα οδηγούσαν σε μεγαλύτερη ένταση και θα ακύρωναν την προσεκτική πορεία προς την επανέναρξη των συνομιλιών Ιράν – ΗΠΑ που φαινόταν πιθανή, εφόσον φωνές όπως αυτή του Μπόλτον δεν είναι πια κυρίαρχες. Κάθε τέτοια βίαιη επιτάχυνση των εξελίξεων θα ενέτεινε και τα διλήμματα της Τουρκίας που, με τον Ερντογάν, έχει βρεθεί κοντά με το Ιράν.
- Ας πάμε στην Αν.Μεσόγειο και στα ελληνοτουρκικά. Σχολιάστε μας την στάση της Αγκυρας που συνεχίζει τις προκλήσεις με τελευταίο περιστατικό την Navtex, η οποία, μετά από παράταση, δεσμεύει μέχρι την Τετάρτη για λογαριασμό του πλοίου Bilim, όλη την θαλάσσια περιοχή μεταξύ Καστελόριζου και Ρόδου…
Ισχύει ό,τι ακριβώς είπαμε στο πρόσφατο παρελθόν: Μια συγκροτημένη χώρα που επιθυμεί ειρήνη υπό καθεστώς ανεξαρτησίας, δεν εκπέμπει συνεχώς στο διεθνές περιβάλλον σήματα που υποδηλώνουν πως ό,τι και να γίνει, η επίκληση της ειρηνικής διευθέτησης θα είναι δεδομένη.
- Το ερώτημα είναι πως ταιριάζουν όλ' αυτά με τις δηλώσεις Τσαβούσογλου στην συνέντευξη του στην “Καθημερινή”, ότι σε θέματα διαφωνίας πρέπει να απέχουμε από ενέργειες που μπορεί να προκαλέσουν ένταση, όταν ταυτόχρονα δηλώνει ότι η Αγκυρα θα συνεχίσει τις παράνομες έρευνες στην Κυπριακή ΑΟΖ;
Δεν βλέπω κάτι ιδιάιτερα αξιοσημείωτο στις δηλώσεις. Στην πραγματικότητα, ο κ. Τσαβούσογλου συνεχίζει μια γνώριμη και δοκιμασμένη τακτική της Άγκυρας: ανάμεικτα σήματα στο πεδίο του δημόσιου λόγου σε συνδυασμό με συστηματικές κινήσεις στο πρακτικό πεδίο που οδηγούν, βήμα-βήμα, σε τετελεσμένα υπέρ της Άγκυρας. Απλώς η νέα δήλωση υποδηλώνει επιπλέον την επιθυμία προβολής ενός φαινομενικά θετικού προφίλ της Άγκυρας ενόψη της προαναγγελθείσας συνάντησης του κ. Μητσοτάκη με τον κ. Ερντογάν στη Νέα Υόρκη.
- Υπό αυτήν την έννοια, πώς να εκλάβουμε την δήλωση Τσαβούσογλου ότι η Άγκυρα παραμένει ανοικτή σε ένα νέο γύρο πολυμερών διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού, εφόσον όμως έχει ξεκαθαριστεί εκ των προτέρων το μοντέλο; Και άραγε θα τεθούν όλ'' αυτά στην επικείμενη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στη Νέα Υόρκη;
Δεν αποτελεί έκπληξη σε αυτή τη συγκυρία η επιθυμία της Άγκυρας να δείξει ότι ευνοεί στο Κυπριακό ένα νέο γύρο πολυμερών διαπραγματεύσεων στο προσεχές μέλλον, με την συμμετοχή της Αθήνας και της Άγκυρας. Το ερώτημα είναι τι επιθυμεί η Κυπριακή πλευρά. Μετά και τις τουρκικές δηλώσεις για την Αμμόχωστο, που υποδηλώνουν περιφρόνηση των αποφάσεων του ΟΗΕ, οι συνομιλίες δεν έχουν νόημα μέχρι την μερική, έστω αναδίπλωση της άλλης πλευράς.
Γι αυτό και το ζήτημα των επαφών χρειάζεται περίσκεψη. Επαφές χρειάζονται, συνεχώς και σε πολλά επίπεδα. Όμως οι συναντήσεις σε επίπεδο κορυφής, έστω στο περιθώριο άλλων διεθνών εργασιών όπως προσεχώς στη Νέα Υόρκη, έχουν νόημα μόνον όταν υπάρχει πραγματικά κάτι νέο.
Σε διαφορετική περίπτωση, εμφανίζεται το ενδεχόμενο πολλαπλών αρνητικών επιπτώσεων. Ενδέχεται να νομιμοποιείται περαιτέρω ο εν αδίκω ευρισκόμενος, ενδέχεται και να μεταδίδονται σήματα μιας διαλλακτικότητας κατανοητής για τις δικές μας αντιλήψεις αλλά παρεξηγήσιμης από την άλλη πλευρά. Επιπλέον, κάθε πολιτικός είναι φυσικό να αισθάνεται υποχρεωμένος να ανακαλύψει κάτι θετικό να πει μετά από μια συνάντηση κορυφής, ακόμη και όταν τίποτε θετικό δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Με αποτέλεσμα να φαίνεται να δικαιολογείται όχι μόνον η συνάντηση, αλλά σε ένα βαθμό και οι κινήσεις της άλλης πλευράς.
Οφείλω να προσθέσω και το γεγονός ότι είχαμε πολύ αρνητικές εμπειρίες τα τελευταία χρόνια από τις συναντήσεις Τσίπρα – Ερντογάν. Αλλά, όπως εξήγησα, το ζήτημα είναι γενικότερο και, αναφορικά με την Τουρκία, έχει δομικές διαστάσεις.
- Στο προσφυγικό, πώς βλέπετε την στάση του Ερντογάν; Έχει στο μυαλό του μόνο να αποσπάσει επιπλέον χρήματα από την ΕΕ ή ποντάρει και σε άλλα ζητήματα, δηλαδή να κρατά σε ένα μόνιμο εκβιασμό την Ευρώπη και να πιέζει την Ελλάδα;
Αυτό είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Το προσφυγικό και γενικότερα το μεταναστευτικό έχει εξελιχθεί σε εργαλείο πίεσης της Άγκυρας σε δυο μέτωπα: το ευρωπαϊκό, που αφορά άμεσα και με τρόπο κατεπείγοντα και εμας, και το συριακό. Και τα δυο μέτωπα αναφέρονται όχι μόνο σε πόρους αλλά και σε γεωπολιτικές διευθετήσεις. Είναι από καιρό γνωστό ότι ο Ερντογάν πιέζει για την μετακίνηση ενός εκατομμυρίου προσφύγων πίσω στη βορειοανατολική Συρία, στο πλαίσιο της ασφαλούς ζώνης που προωθεί με τις ΗΠΑ.
Παράλληλα όμως η Άγκυρα αντιλαμβάνεται το προσφυγικό και ως μοχλό διμερούς πίεσης ειδικότερα και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, κάτι που εμείς έχουμε κάθε λόγο να αποκρούσουμε ενώ παράλληλα παραμένουμε σε επαγρύπνιση. Για εμάς το μεταναστευτικό είναι πρωτίστως ένα ευρωπαϊκό ζήτημα και έτσι πρέπει να το θέτουμε σε καθημερινή βάση.
Ο ρόλος των συνοριακών κρατών της Ένωσης πρέπει να υπογραμμιστεί. Όπως πρέπει να ενισχυθεί παράλληλα και η αλληλεγγύη μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, ώστε να κατανέμονται δικαιότερα τα βάρη. Υπήρχαν προτάσεις της Επιτροπής, βάσει των οποίων οι χώρες άφιξης δεν θα ήταν αυτόματα υπεύθυνες για τους αιτούντες άσυλο. Όμως το ζήτημα του δικαιότερου επιμερισμού της ευθύνης παραπέμφθηκε στις καλένδες λόγω των ευρωεκλογών και του φόβου των ευρωσκεπτικιστών που σταμάτησαν τις αλλαγές στο Σύστημα του Δουβλίνου.
Η Τουρκία έχει φτάσει να φιλοξενεί σχεδόν 4 εκατομμύρια πρόσφυγες. Μια ριζική αποσταθεροποίηση των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας που θα καταργούσε το πλαίσιο συνεννόησης αναφορικά με αυτούς τους ανθρώπους και τις μελλοντικές τύχες τους, θα μπορούσε να έχει εκρηκτικές επιπτώσεις στα πολιτικά συστήματα της Ευρώπης και βέβαια πρώτιστα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και κοινωνία. Οπότε, όπως υποστήριξα και στο πρόσφατο παρελθόν, παρότι τα λόγια και οι μεγαλοστομίες αποτελούν εύκολες επιδόσεις τόσο για κυβερνήσεις όσο και για αναλυτές, είναι δύσκολο να υιοθετήσουμε αυτή τη στιγμή ως ΕΕ μια απολύτως συνολική πολιτική απέναντι στην Τουρκία.
- Σε αυτή τη δύσκολη και κρίσιμη συγκυρία, πόσο μπορούμε να βασιστούμε στην ΕΕ;
Σε σημαντικό βαθμό, αρκεί να ξέρουμε τα όρια της ΕΕ. Είναι προφανές, άλλωστε το επανέλαβε πρόσφατα και η κυρία Φον ντερ Λάϊεν, ότι η ΕΕ δεν πρόκειται να μετεξελιχθεί σε στρατιωτική συμμαχία στο ορατό μέλλον.
Οπότε κάθε αναφορά σε ΕΕ που θα εγγυηθεί την ασφάλεια μας, όπως π.χ. ακούσαμε δυστυχώς και από υποψήφιους ευρωβουλευτές στο πρόσφατο παρελθόν, αποτελεί αυταπάτη, για να το θέσω ευγενικά.
Για την Ελλάδα, το μεγαλύτερο ίσως ζήτημα είναι ο συνδυασμός των κατάλληλων περιβαλλοντικών συνθηκών (σχέσεις με Δύση, συμμαχίες, ενίσχυση οικονομίας) και της καθαρά αποτρεπτικής στρατηγικής απέναντι στην γείτονα.
Σε τελική ανάλυση, τρεις θα είναι οι βασικοί πυλώνες που θα μας επιτρέψουν να ανταποκριθούμε στη δομική πρόκληση που συνιστά η Τουρκία για την Ελλάδα. Πρώτος πυλώνας είναι το περαιτέρω κτίσιμο της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος και της κατάλληλης προβολής της. Δεύτερος πυλώνας παραμένει το ΝΑΤΟ σε συνδυασμό κυρίως με την ενισχυμένη διμερή στρατηγική συνεργασία Ελλάδας-ΗΠΑ. Ο τρίτος, λιγότερο ορατός σήμερα αλλά για εμένα εξίσου σημαντικός, θα αποκτήσει υπόσταση εάν διαμορφωθεί με τη συμβολή και της Αθήνας ένα μελλοντικό εταιρικό καθεστώς ΕΕ-Τουρκίας που θα μας βγάλει από το επικίνδυνο αδιέξοδο της δήθεν ενταξιακής πορείας.
* Ο κ. Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.