Στο μετασχηματιζόμενο τοπίο της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου, η συνεχιζόμενη ταύτιση της Τουρκίας με το Ιράν ενισχύει τη θέση της ως του νέου προβληματικού ταραξία στην περιοχή, αποκόπτοντας την από τις εξελίξεις στο δυτικό στρατόπεδο. Αντίθετα η Ελλάδα ενισχύει την εικόνα της ως σύνορο της Δύσης στα ανατολικά.
Εξ ου και η υποστήριξη που είχαμε κατά το χθεσινό συμβούλιο των Ευρωπαίων υπουργών Εξωτερικών από την Αυστρία, με την οποία ενδέχεται να διαφωνούμε σε άλλα ευρωπαϊκά ζητήματα, σημειώνει ο Κώστας Λάβδας, προσθέτοντας ότι η στρατηγική επιδίωξης τετελεσμένων που ακολουθεί ο Ερντογάν έχει κτυπήσει πολλά και διαφορετικά καμπανάκια στο διεθνή παράγοντα. Για τις ΗΠΑ είναι η προσπάθεια να περάσει η περίοδος μέχρι τις αμερικανικές εκλογές χωρίς περαιτέρω ζημιές στο ΝΑΤΟ, για τη Γερμανία είναι η αποφυγή ανάφλεξης, για τη Γαλλία είναι η προσπάθεια ανάσχεσης της Τουρκίας από τα ηγεμονικά σχέδιά της στην Μεσόγειο.
Ειδικά για την Γαλλία, ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο σημειώνει ότι υπάρχει απόλυτη σύγκλιση συμφερόντων με την Ελλάδα, ενώ για την Γερμανία επισημαίνει ότι αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων. Το Βερολίνο με την στάση του, παραμένει, όπως λέει, μυωπικά προσκολλημένο στις καλές οικονομικές σχέσεις με την Άγκυρα αλλά και στην τουρκική μειονότητα στη Γερμανία, ενώ παράλληλα παραγνωρίζει και τους γεωπολιτικούς κινδύνους της σημερινής, προκαλώντας ταυτόχρονα πολλές ζημιές. Στην Τουρκία αποθρασύνει τους μουσουλμανο-εθνικιστές, αλλού αφαιρεί επιχειρήματα από τους οπαδούς της διπλωματικής επίλυσης της κρίσης, ενώ παράλληλα ενισχύει και εκείνους που χωρίς περίσκεψη αιτιώνται την ΕΕ για κάθε αναποδιά, χωρίς να αναγνωρίζουν τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Κάντε μας μια συνολική αποτίμηση μετά και το χθεσινό συμβούλιο των υπ. Εξωτερικών της ΕΕ, την συνάντηση Δένδια - Πομπέο, αλλά και την έντονη προ ημερών διπλωματική κινητικότητα στο τρίγωνο Γερμανίας - Γαλλίας - Ισραήλ;
Υπάρχει πράγματι μια αξιόλογη εντατικοποίηση της διπλωματικής αντεπίθεσης από την Αθήνα. Ως προς την έκτακτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, αυτή πραγματοποιήθηκε μετά από αιτήματα της Ελλάδας και της Πολωνίας, για να συζητηθούν οι ενέργειες της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο και οι εκλογές στην Λευκορωσία.
Οι υπουργοί Εξωτερικών της ΕΕ εξέφρασαν την πλήρη αλληλεγγύη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την Ελλάδα και κάλεσαν την Τουρκία να αποκλιμακώσει, όπως τουίταρε με το τέλος της συνάντησης ο Borrell, αλλά το ενδεχόμενο κυρώσεων κατά της Τουρκίας θα συζητηθεί στις 28 Αυγούστου, κατά το προγραμματισμένο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της Ένωσης. Θα υπάρξει στο μεταξύ προεργασία και θα συζητηθούν τότε οι επιλογές της ΕΕ. Όπως αναμενόταν, η Γαλλία και η Αυστρία υποστήριξαν τις ελληνικές θέσεις.
Υπόψιν ότι οι στοχευμένες κυρώσεις που είχαν επιβληθεί τον Φεβρουάριο λόγω των δραστηριοτήτων του Yavuz στην Κυπριακή υφαλοκρηπίδα, αποδείχθηκαν εξαιρετικά ασθενείς και τελικώς επικεντρώθηκαν σε δυο αξιωματούχους της Turkish Petroleum Corporation (TPAO), τον Mehmet Ferruh Akalin και τον Ali Coscun Namogluο. Με άλλα λόγια, άνθρακες ο θησαυρός. Το ερώτημα είναι αν η ΕΕ θα προχωρήσει τώρα σε συνολικές κυρώσεις εις βάρος της τουρκικής οικονομίας. Για τους λόγους που έχω εξηγήσει αναλυτικά στο πρόσφατο παρελθόν, αυτό παραμένει αβέβαιο.
Η αμερικανική διπλωματία, από την άλλη πλευρά, εξαντλεί κάθε δυνατότητα να διατηρήσει κάποιον σοβαρό ρόλο στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ μέσα στο πλαίσιο της κυβέρνησης Τραμπ. Οι αμερικανικές δηλώσεις είναι σαφείς, είναι σημαντικές και μας στηρίζουν, σε αυτό πάντα το πλαίσιο.
- Κατά πόσον έφερε ή όχι αποτέλεσμα ο τυχοδιωκτισμός και η προσπάθεια Ερντογάν να παγιδεύσει την Ελλάδα στο δίλημμα «θερμό επεισόδιο ή νομιμοποίηση των τετελεσμένων που επιδιώκει η Άγκυρα στην περιοχή»; Βλέπουμε να έχουν στοιχηθεί απέναντί του κράτη και θεσμοί που δείχνουν να έχουν κουραστεί με την συμπεριφορά του ως επίμονου ταραξία και με τις υπερβολές του. Τι μας δείχνει αυτό;
Όπως έχουμε αναλύσει και στο παρελθόν, η Τουρκία εντατικοποιεί από την πλευρά της μια στρατηγική κατάκτησης τετελεσμένων. Αλλά το πράττει με τρόπους που την οδηγούν σε υπερέκταση και μάλιστα μέσα σε κρίσιμες για την ίδια οικονομικές συνθήκες. Επίσης, στο μετασχηματιζόμενο τοπίο της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου, η συνεχιζόμενη ταύτιση της Τουρκίας με το Ιράν ενισχύει τη θέση όσων την παρουσιάζουν ως νέο προβληματικό ταραξία στην περιοχή, αποκόπτοντας την από τις εξελίξεις στο δυτικό στρατόπεδο. Ενώ αντίθετα η Ελλάδα ενισχύει την εικόνα της ως σύνορο της Δύσης στα ανατολικά. Εξ ου και η υποστήριξη από την Αυστρία, με την οποία ενδέχεται να διαφωνούμε σε άλλα ζητήματα στο εσωτερικό της ΕΕ.
Παρόλα αυτά, είναι πάρα πολύ νωρίς για οποιοδήποτε συμπέρασμα που θα εφαρμόζει επιστημονικά εξηγητικά εργαλεία και θα αντέχει στον χρόνο. Θα μου επιτρέψετε να επισημάνω, μάλιστα, ότι πολλά από αυτά που ακούγονται και παρουσιάζονται ως «αναλύσεις» αποτελούν πολιτικές αξιολογήσεις που εδράζονται όχι στα γεγονότα και σε συγκεκριμένα σενάρια εξέλιξής τους αλλά σε συμπάθεια ή αντιπάθεια απέναντι στους εκάστοτε δρώντες.
- Τι είναι ωστόσο αυτό που κτύπησε καμπανάκι στον διεθνή παράγοντα; Μήπως ότι μια ενδεχόμενη επιτυχία του εγχειρήματος Ερντογάν να δοκιμάσει τις δυνάμεις του σε Ελλάδα και Κύπρο, θα του «άνοιγε την όρεξη» ευρύτερα στην κρίσιμη περιοχή, όχι μόνο της Αν. Μεσογείου αλλά και της Β. Αφρικής, όπου εκδηλώνεται ήδη η νέο-αποικιοκρατική του αντίληψη, όπως και της Μ. Ανατολής και φυσικά σε Συρία και Ιράκ;
Δεν υπάρχει ένας παράγοντας, κατά συνέπεια δεν υπάρχει μια απάντηση σε ένα ερέθισμα. Οι αξιολογήσεις των εξελίξεων και τα καμπανάκια ποικίλλουν. Για τις ΗΠΑ είναι η προσπάθεια να περάσει και η περίοδος μέχρι τις αμερικανικές εκλογές χωρίς περαιτέρω ζημιές στο ΝΑΤΟ, για τη Γερμανία είναι η αποφυγή ανάφλεξης, για τη Γαλλία είναι η προσπάθεια ανάσχεσης της Τουρκίας από τα ηγεμονικά σχέδιά της στην Μεσόγειο. Σε κάθε περίπτωση, η υπερέκταση της Τουρκίας από τη Συρία στην Λιβύη έχει ανησυχήσει όχι μόνον τη Γαλλία αλλά και το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Ως προς την Τουρκία, όπως εξηγώ συστηματικά από πέρσι, μόνον με τη Γαλλία συγκλίνουν πλήρως τα συμφέροντα της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Δυστυχώς η πολιτική ίσων αποστάσεων που τηρεί το Βερολίνο ακόμη και κατά την περίοδο που συμβαίνει να διαχειρίζεται την προεδρία της ΕΕ, κάνει πολλές ζημιές ταυτόχρονα. Στην Τουρκία αποθρασύνει τους μουσουλμανο-εθνικιστές, αλλού αφαιρεί επιχειρήματα από τους οπαδούς της διπλωματικής επίλυσης της κρίσης ενώ παράλληλα ενισχύει και εκείνους που χωρίς περίσκεψη αιτιώνται την ΕΕ για κάθε αναποδιά, χωρίς να αναγνωρίζουν τις ευκαιρίες και τις δυνατότητες. Το Βερολίνο παραμένει μυωπικά προσκολλημένο στις καλές οικονομικές σχέσεις με την Άγκυρα αλλά και στην τουρκική μειονότητα στη Γερμανία, ενώ παράλληλα παραγνωρίζει και τους γεωπολιτικούς κινδύνους της σημερινής, μετασχηματιζόμενης ισορροπίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτή την περίοδο μειωμένης αμερικανικής παρουσίας, η Γερμανία αποδείχθηκε απολύτως κατώτερη των περιστάσεων.
- Πώς είδατε την μέχρι τώρα στάση της Αθήνας, τόσο σε επίπεδο στρατιωτικής δράσης με την ανάπτυξη του Στόλου όσο και με την γενική διπλωματική αντεπίθεση με στόχο την αποτροπή νομιμοποίησης τετελεσμένων;
Γενικότερα η εικόνα, παρά τις πολλές επιμέρους επιφυλάξεις, είναι θετική. Οι συμφωνίες οριοθέτησης με Ιταλία και Αίγυπτο, χωρίς να είναι ιδανικές, σφραγίζουν επιτέλους την λήξη μιας περιόδου δεκαετιών αδράνειας ή και ημιτελών προσπαθειών. Ενώ ορθότατες ήταν και οι κινητοποιήσεις τόσο οι διπλωματικές όσο και των ενόπλων δυνάμεων, στις οποίες αξίζουν συγχαρητήρια. Βρισκόμαστε όμως σε μια διαδικασία που εξελίσσεται. Και τα δύσκολα δεν έχουν περάσει, κάθε άλλο.
- Η επόμενη ημέρα είναι προφανές ότι περιλαμβάνει συζητήσεις και διάλογο. Το θέμα είναι με τι όρους; Το ρωτώ γιατί αυτό που στην πραγματικότητα ενδιαφέρει τους πρόθυμους και φιλικούς διαμεσολαβητές είναι όχι το δίκαιο των ελληνικών θέσεων, όσο το να έχουμε «ηρεμία» σε Αιγαίο και Αν. Μεσόγειο και φυσικά να κρατήσουν όσο μπορούν την Τουρκία κοντά στην Δύση. Επομένως τι πρέπει να προσέξουμε;
Είναι γεγονός ότι είναι ζήτημα οι όροι και το πλαίσιο, όπως είναι κυρίως και το ακριβές αντικείμενο της συζήτησης. Για εμένα το βασικό ζήτημα είναι η κατεύθυνση προς την οποία κινείται όλη αυτή η διαδικασία. Που οδηγείται η διαδικασία με την Τουρκία; Θεωρώ ότι εδώ, πράγματι, ο διάβολος θα είναι στις λεπτομέρειες. Διότι υπάρχει από καιρό σε άτυπη μορφή η πρόταση για συνδιάσκεψη των χωρών της περιοχής, αλλά ποιων χωρών ακριβώς και με τι αντικείμενο ακριβώς; Mε αντικείμενο τη ρύθμιση όλων των υπαρκτών εκκρεμοτήτων (υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ) ή με στόχο να προωθήσει η Τουρκία κατά περίπτωση τις διεκδικήσεις της; Το δεύτερο θα ήταν αδιανόητο. Η Ελλάδα δεν ηττήθηκε και δεν έχει κανένα λόγο να συζητήσει ό,τι κάθε φορά αξιώνει η Τουρκία.
Έτσι π.χ. μια επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών ενδέχεται να οδηγήσει την Τουρκία σε προσωρινή αναδίπλωση, αλλά θα πρέπει να επικεντρωθούμε στην μεσοπρόθεσμη διάσταση της αποτροπής, η οποία προϋποθέτει –πέρα από την αυτονόητη ανάγκη ενίσχυσης της στρατιωτικής ισχύος της χώρας– στενότερες συνεργασίες με χώρες όπως η Γαλλία με τις οποίες πράγματι συγκλίνουν τα συμφέροντά μας στην Μεσόγειο. Η Τουρκία δεν θα σταματήσει να εκβιάζει με σκοπό να μας σύρει σε μια διαπραγμάτευση εφ’ όλης της ύλης. Η Ελλάδα πρέπει να επικεντρωθεί όχι σε παρεμβάσεις από μηχανής θεών (ΗΠΑ, Γερμανική προεδρία της ΕΕ) σε κάποιες κρίσιμες στιγμές αλλά στη διαμόρφωση των συνθηκών εκείνων που θα απομακρύνουν διλήμματα του τύπου «πόλεμος ή συνολική διαπραγμάτευση». Κάθε άλλη εξέλιξη απλώς παρατείνει τα σημερινά αδιέξοδα στην περιοχή.
Εν κατακλείδι, η ρευστότητα παραμένει όπως άλλωστε υπάρχουν πάντα και οι επίσημοι τουρκικοί χάρτες για τις νέες περιοχές αδειοδότησης για έρευνες και εκμετάλλευση που θα φτάνουν έξω από την Κρήτη και την Ρόδο. Ναι σε συζήτηση σε διμερές επίπεδο ή σε πλαίσιο διαιτησίας ή και σε συνδιάσκεψη, υπό προϋποθέσεις, εστιασμένα και μόνο για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Αλλά κατά κανένα τρόπο, για το «πακέτο διαφορών» που επιθυμεί η Τουρκία. Θα ήταν αδιανόητο και ασυγχώρητο.
*Ο κ. Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στο London School of Economics και Καθηγητής στην Έδρα Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.