Του Κώστα Καρακώτια
Προφανώς σε μια δημοκρατική κοινωνία όλοι μπορούν να συναθροίζονται ελεύθερα και να διατυπώνουν τις απόψεις τους, τα αιτήματα τους, τις διαφωνίες και τις καταγγελίες τους. Επειδή όμως η πράξη αυτή εκδηλώνεται στην δημόσια σφαίρα και εξ ορισμού στο πεδίο της πολιτικής, υπόκειται στην σχετική κριτική και στην ανάλογη ιδεολογική και αισθητική. Στην ίδια πολλαπλή κριτική υπόκεινται και όσοι συμμετέχουν στις μαζικές συναθροίσεις και τα συλλαλητήρια. Το μέγεθος δε των συγκεντρώσεων όχι μόνο δεν απαγορεύει την κριτική, αλλά ενδεχομένως την καθιστά πιο επιτακτική και πιο οξεία.
Πράγματι το συλλαλητήριο της 21/1/2018 στην Θεσσαλονίκη είχε πάρα πολύ κόσμο και μεγάλο πάθος. Τι σημαίνει όμως αυτό; Πρέπει να απαλυνθεί η κριτική και να επιδειχθεί κάποια κατανόηση στα συνθήματα και στα αιτούμενα του συλλαλητηρίου; Η μεγάλη συμμετοχή νομιμοποιεί την αδυναμία πρόσληψης της πραγματικότητας, τον πολιτικό ανορθολογισμό, την εκμετάλλευση του συναισθήματος, την στρεβλή γνώση της ιστορίας, το μίσος και την υποτιμητική, έως ρατσιστική, διάθεση απέναντι στον γειτονικό λαό; Πρέπει να αγνοηθεί και να μην διερευνηθεί η εικόνα ενός μεγάλου τμήματος του εγχώριου πληθυσμού παγωμένου στον χρόνο και σε έναν αναποτελεσματικό πολιτικό και ιδεολογικό αντιδραστικό λόγο;
Η απάντηση βέβαια είναι όχι. Πόσο μάλλον όταν η συνολική εικόνα του συλλαλητηρίου ανέδειξε μια Ελλάδα μισαλλόδοξη, επιθετική απέναντι στους γείτονες, φοβική και ανασφαλής , δέσμια ακόμα ενός βαλκανικού εθνικισμού των αρχών του περασμένου αιώνα, αντιδυτική και αντιδιαφωτιστική, ακόλουθη των κάθε λογής σκοτεινών ρασοφόρων. Μια Ελλάδα ακόμα που δείχνει έτοιμη να ακούσει τις παραληρηματικές ρητορείες των συνηθισμένων εθνικώς ανησυχούντων και να ακολουθήσει κατά φαντασίαν ηγέτες που ανακράζουν «ζήτω ο στρατός» και «ζήτω οι ειδικές δυνάμεις ( !!!! )», που δεν έχει ηθικό και πολιτικό πρόβλημα να συναθροίζεται με μαυροφόρους χρυσαυγίτες και πολλούς και διάφορους άλλους με στολές παραλλαγής αγνώστων λοιπών στοιχείων. Το συλλαλητήριο δε και όλο αυτό το συνονθύλευμα των καβαλάρηδων, των μεταμφιεσμένων σαρισοφόρων Μακεδόνων σε διάφορες κόμικ εκδοχές, των πανταχού παρόντων παπάδων και των χυδαίων πανώ, έδειξε και την αισθητική που ενυπάρχει σε μια ορισμένη ιδεολογικοπολιτική επικράτεια της Ελλάδας.
Που οφείλεται όμως η εικόνα αυτή της Ελλάδας που ανέδειξε το εν λόγω συλλαλητήριο;
Πρώτα – πρώτα στην ύπαρξη, στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας, ενός αντιδραστικού ιδεολογικοπολιτικού και κοινωνικού αποθέματος, το οποίο για αρκετά χρόνια, λόγω κυρίως της δικτατορίας και των θλιβερών αποτελεσμάτων της, παρέμεινε εν υπνώσει.
Το 1991 – 1992 και πάλι με αφορμή το Μακεδονικό ζήτημα, εμφανίστηκε και εξέφερε τον δικό του ακραίο επιθετικό εθνικιστικό του λόγο, ο οποίος συναντήθηκε με το κλίμα των τότε ημερών και σχεδόν το εξέφρασε. Η εύκολη αποενοχοποίηση του αντιδραστικού αυτού αποθέματος έγινε διότι οι βασικοί του ιδεολογικοί πυλώνες δεν αποδομήθηκαν την περίοδο της μεταπολίτευσης , αλλά επαναχρησιμοποιήθηκαν με άλλο πρόσημο και δή με το κυρίαρχο αριστερολαϊκίστικο της εποχής. Έτσι, για παράδειγμα, ο μεσοπολεμικός αντιδυτικισμός της Εκκλησίας και όλου του κοινωνικού συντηρητικού συμπλέγματος , που ο Δημήτρης Γληνός ονόμαζε ελληνική αντίδραση, μετά την πτώση του ανύπαρκτου υπαρκτού σοσιαλισμού των ανατολικών χωρών, συναντήθηκε με τον μεταπολεμικό και μεταπολιτευτικό αντιδυτικισμό της Αριστεράς και από κοινού έβαλαν και βάλλουν εναντίον, υποτίθεται , της παγκοσμιοποίησης και της « νέας τάξης πραγμάτων» . Στην πραγματικότητα όμως βάλλουν εναντίον της δυτικής δημοκρατίας και της ανοικτής κοινωνίας. Η τρέχουσα δε κρίση και η οικονομική και κοινωνική αποσάθρωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού και η εξ αυτών επελθούσα απονομιμοποίηση των λειτουργιών του κράτους και η κατάρρευση του παλιού μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος, νομιμοποίησαν οριστικά το αντιδραστικό αυτό απόθεμα.
Η κρίση δε και τα τραγικά της αποτελέσματα, βιώθηκαν ως αποτυχία της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας και, δυστυχώς συχνά, ως δικαίωση των αρνητών της. Επιπλέον η κυριαρχία του αντιδραστικού εθνικιστικού Λόγου στο Μακεδονικό επικουρείται και από το γεγονός ότι το ζήτημα αυτό παραμένει ακόμα ταμπού για τον δημόσιο διάλογο και την εγχώρια ιστοριογραφία. Κυριαρχεί μια ιδιαίτερου τύπου αφήγηση η οποία αναπαράγει μια σειρά από στερεότυπα και αποσιωπά τις εθνοτικές συγκρούσεις στην Μακεδονία του πρώτου μισού του περασμένου αιώνα , τις πολλές εθνότητες που ενυπήρχαν σ'αυτόν τον χώρο και τους τρόπους της ομογενοποίησης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας . Αποτέλεσμα βέβαια της κατάστασης αυτής είναι ο φανατισμός της άγνοιας και η στρεβλή οπτική του Μακεδονικού ζητήματος . Και παραδόξως σήμερα που η ελληνική εθνική ταυτότητα είναι κυρίαρχη και αδιαφιλονίκητη στην μακεδονική βόρεια Ελλάδα.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που συντελεί στην συγκρότηση και την αναπαραγωγή της αντιδραστικής Ελλάδας είναι ο μηχανισμός και η ιεραρχία της Εκκλησίας, η οποία, παρόλο που χρηματοδοτείται από όλους τους φορολογούμενους πολίτες της χώρας και επέχει μια θέση οιωνεί δημόσιας υπηρεσίας , φαντασιώνεται, στα όρια της αίρεσης πλέον, ότι είναι εθναρχεύουσα Αρχή και όχι έκφραση και άσκηση της χριστιανικής διδασκαλίας και πίστης. Είναι εντυπωσιακή η μετάπτωση της εγχώριας Εκκλησίας από φορέα του ευαγγελικού χριστιανικού ουμανισμού σε μηχανισμό αναπαραγωγής των πιο ακραίων εθνικιστικών στερεοτύπων.
Ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης βέβαια για τον εγκλεισμό της ελληνικής κοινωνίας στην εικόνα συλλαλητηρίου φέρουν και οι συμμετέχοντες σ'αυτό. Όσοι συμμετείχαν, πέρα από τις όποιες πεποιθήσεις τους, νομιμοποιήσαν δια της παρουσίας τους τα συνθήματα, τους εμπρηστικούς λόγους, την μισαλλοδοξία ,το ανατολικοβαλκανικό φολκλόρ , τους απόστρατους ηγέτες.
Είναι αδιανόητη σε τέτοιες εκδηλώσεις η παρουσία φιλελεύθερων πολιτών κάθε απόχρωσης. Ακόμα και ως αφορμή για την εκδήλωση της αντιπολιτευτικής διάθεσης, η οποία έντονη και αυξανόμενη, λόγω της πλήρως αποτυχημένης κυβερνητικής πολιτικής σε όλα τα πεδία, πρέπει να συνυπολογισθεί στην ερμηνεία της μεγάλης συμμετοχής στο συλλαλητήριο.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου στο Metarithmisi.gr