Του Τάσου Ι. Αβραντίνη*
O Τίμος Μωραϊτίνης στο μυθιστόρημά του «Ολόκληρη ζωή» περιγράφει έναν ρακένδυτο τρελό που περιφέρεται στους δρόμους και ζητιανεύει. Τον Σακκουλέ. Για την ακρίβεια δεν ζητιάνευε αλλά απαιτούσε με θράσος την ελεημοσύνη. Ήταν «ιδρυτής» της σχολής των απαιτητικών και ακραίος σοσιαλιστής. Εξέφραζε δε πάντοτε την απορία:
«- Κοτζάμ Αθήνα και να μη μπορεί να θρέψει έναν τεμπέλη...».
Ο Σακκουλές μού ήρθε στο μυαλό κατά τη μελέτη και επεξεργασία των δημοσιευμένων στοιχείων από τις εκκαθαρίσεις των φορολογικών δηλώσεων των πολιτών.
Από αυτά προκύπτει ότι οι φορολογούμενοι με ατομικό εισόδημα μεγαλύτερο των 42.000 μειώθηκαν δραματικά από το 2008. Πιο συγκεκριμένα, ως απόλυτος αριθμός μειώθηκαν από 201.261 το 2008 σε 117.455 το 2015 και ως ποσοστό από 2,41% επί του συνόλου των φορολογουμένων το 2008 περιορίστηκαν στο 1,34% το 2015. Δυστυχώς, στοιχεία για το 2016 δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί.
Από τα στοιχεία προκύπτει ακόμη ότι ένας πολύ μεγάλος αριθμός φορολογουμένων δεν πληρώνει φόρους. Οι δαπάνες ωστόσο του κράτους συνεχώς αυξάνονται ως ποσοστό του προϋπολογισμού. Ο λόγος είναι απλός. Οι εκάστοτε κυβερνήσεις παραβίασαν συστηματικά όλες τις αρχές που ισχύουν στα δημόσια οικονομικά.
Ειδικότερα:
1. Παραβιάστηκε, όπως και πριν από το 2008 άλλωστε, η Αρχή του Πανδήμου του φόρου. Σύμφωνα με αυτή, οι πολίτες ενός κράτους οφείλουν να συνεισφέρουν στις δαπάνες όσο είναι δυνατόν στον καθένα σύμφωνα με τις δυνάμεις του, κατ' αντιστοιχία δηλαδή του εισοδήματός του. Η αρχή αυτή οδηγεί εμμέσως και σε περιστολή των δημοσίων δαπανών, διότι καθώς ο καθένας γνωρίζει ότι θα επωμιστεί ανάλογο μέρος των δαπανών, οι οποίες θα γίνουν γι'' αυτόν, δεν ζητά περισσότερα από το κράτος. Συνέβη το αντίθετο. Βασική επιδίωξη δηλαδή κάθε φορολογικής μεταρρύθμισης ή κάθε παρεμβατικής-ρυθμιστικής πολιτικής υπήρξε πάντοτε η αφαίρεση των εισοδημάτων εκείνων που παράγουν πλούτο υπέρ εκείνων που στην πραγματικότητα διατηρούν το προνόμιο να καταναλώνουν χωρίς αντάλλαγμα τον πλούτο που παράγουν οι πρώτοι.
2. Επίσης, παραβιάστηκε βάναυσα η αρχή που ορίζει ότι κάθε φόρος πρέπει να είναι έτσι νομοθετημένος ώστε τα έξοδα της εισπράξεως αυτού να περιορίζονται στο ελάχιστο. Ο σκοπός είναι να εισέρχεται στο δημόσιο ταμείο ως καθαρό έσοδο όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσό από αυτό που αφαιρείται από τους πολίτες και να μην κατασπαταλάται ο μόχθος των πολιτών από τους πολυπλόκαμους μηχανισμούς και τη γραφειοκρατία του δημοσίου (Αρχή της Ευθηνίας). Για τη γραφειοκρατία ο μεγάλος Ιταλός οικονομολόγος και πολιτικός Λουίτζι Εϊνάουντι έγραφε: «Εχει τη μανία να αυξήσει τη σημασία της». Ο Κάρλ Πόπερ έγραφε ότι «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος του παρεμβατισμού είναι η αύξηση της κρατικής δύναμης και της γραφειοκρατίας».
Αναγνωρίζω ότι η επιδίωξη οικονομιών σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα είναι πάντοτε δύσκολο ζήτημα, καθώς πίσω από κάθε κονδύλι του προϋπολογισμού κρύβεται ένας ψηφοφόρος, μια επαγγελματική ομάδα ή μια ολόκληρη κατηγορία πολιτών. Η κοινή γνώμη δυσκολεύεται να κατανοήσει ότι οι δαπάνες σημαίνουν φόρους. Αλλά δεν υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος για τη δημοκρατία από το να καταντήσει ο προϋπολογισμός το συναπάντημα των πάσης φύσεως ιδιωτικών συμφερόντων των απαιτητικών Σακκουλέδων.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 17 Αυγούστου