Κόκκινα Δάνεια & Άχρωμες Πολιτικές για την Επιχειρηματικότητα

Κόκκινα Δάνεια & Άχρωμες Πολιτικές για την Επιχειρηματικότητα

Του Στέφανου Κομνηνού*

«...Και εσείς στην Ελλάδα με τα τόόόσα προβλήματα, πως υποστηρίζετε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που βρίσκονται σε δυσκολία;» με ρώτησαν ευρωπαίοι συνάδελφοι πριν από λίγους μήνες, όταν σε μια παγωμένη πόλη του Βορρά, σχεδιάζαμε ένα από τα σημαντικότερα προγράμματα της Κομισιόν, την «Έγκαιρη Προειδοποίηση». Και δυστυχώς, δεν άργησα να εισπράξω τον ειρωνικό μορφασμό τους, όταν το μόνο που είχα να συμπληρώσω απέναντι σε έναν καταιγισμό πρωτοβουλιών, για την οικογενειακή επιχείρηση, τη διευκόλυνση της διαδοχής, τις δικτυώσεις, τη διττή εκπαίδευση, την εναλλακτική χρηματοδότηση, τη συμβουλευτική υποστήριξη και την έγκαιρη πτώχευση, ήταν η ελληνική πρωτοτυπία, της ...επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής των μη εξυπηρετούμενων υποχρεώσεων απέναντι στο δημόσιο.

Θα προσπαθήσω εδώ σε λίγες γραμμές, να αποδείξω γιατί το μοντέλο αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων που προτείνει η κυβέρνηση, ενώ εδράζεται στη χρήση σημαντικών εργαλείων όπως η διαμεσολάβηση και η διαπραγμάτευση επί επιχειρησιακού σχεδίου, αφενός παράγει φρούδες ελπίδες για τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρηματιών, αφετέρου περιθωριοποιεί τις άλλες πολιτικές παρέμβασης και αποτρέπει τις επιχειρήσεις από την αναζήτηση των πραγματικών προβλημάτων και τον εντοπισμό των πραγματικών λύσεων.

Ας ξεκινήσουμε με το περιεχόμενο της φράσης «κόκκινα δάνεια»: εννοούμε την αδυναμία της επιχείρησης να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις της,

Για να εντοπίσουμε τις πλέον αποτελεσματικές μεθόδους διαχείρισης του προβλήματος, πρέπει προηγουμένως να αναδείξουμε τις πραγματικές αιτίες της αποτυχίας ενός μη δόλιου επιχειρηματία. Διόλου απίθανο να μην συμφωνήσουμε στους παρακάτω λόγους:

· η κρίση, δηλαδή η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος που επέφερε μείωση πωλήσεων (οι περισσότεροι τη θεωρούμε ως μοναδική αιτία)

· οι τράπεζες, γιατί έχουν μάθει να δίνουν επιχειρηματική ρευστότητα με όρους στεγαστικών δανείων (εγγυήσεις γης και ακινήτων) και όχι με όρους εμπορικής βιωσιμότητας – ειδικά σήμερα, δεν διαθέτουν παρά ελάχιστα ποσά για την ενίσχυση της ρευστότητας του ιδιωτικού τομέα.

· οι υπέρμετρες αυξήσεις του φορολογικού βάρους και των ασφαλιστικών εισφορών

· οι καθυστερήσεις στις πληρωμές του κράτους: τον Ιούνιο τα ληξιπρόθεσμα χρέη του δημοσίου προς ιδιώτες, έφτασαν στο αστρονομικό ποσό των 5,134 δισ. ευρώ έναντι 4,804 δις του Δεκεμβρίου του 2016 χωρίς τις εκκρεμείς συντάξεις και επιστροφές από Τελωνεία κλπ

· και φυσικά, η ενίοτε ανεπάρκεια των επιχειρηματιών στη διαχείριση της εταιρίας τους.

Στο σημείο αυτό προκύπτει (άλλο) ένα ελληνικό παράδοξο.

Αν όπως σχεδόν πανηγυρικά δηλώνει η κυβέρνηση, οι επιχειρήσεις που θα ενδιαφερθούν για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και άρα βρίσκονται σε αδυναμία αποπληρωμής των χρεών τους, φτάνουν τις 400.000 (δηλαδή άνω των μισών!) τότε γιατί στη χώρα μας, οι πτωχεύσεις ΔΕΝ ξεπερνούν τις 400 σε ετήσια βάση;

Την ίδια στιγμή, στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες,  χιλιάδες επιχειρήσεις μπαίνουν σε διαδικασία εκκαθάρισης και βίαιου κλεισίματος.

Έρευνα του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, έδειξε ότι το 20% των επιχειρήσεων σε εγνωσμένη δυσκολία ΘΕΛΟΥΝ να πτωχεύσουν, όμως δεν το τολμούν διότι:

· νιώθουν βαρύ το κοινωνικό στίγμα της αποτυχίας

· δεν προσφέρεται πραγματική δεύτερη ευκαιρία για τον επιχειρηματία

· το διοικητικό βάρος και ο χρόνος διεκπεραίωσης είναι επιβαρυντικά

· δεν υφίστανται υποστηρικτικοί μηχανισμοί (συμβουλευτική, διαμεσολάβηση κλπ)

· οι τράπεζες αρνούνται να αναλάβουν το μέρος της ευθύνης τους στην ανάληψη του πιστωτικού κινδύνου

· το δικαστικό σύστημα είναι μη καταρτισμένο και δεν υπάρχουν σαφή και γνωστά κριτήρια αξιολόγησης της δολιότητας

Δεν μπορούμε λοιπόν παρά να «πιστώσουμε» στην κυβέρνηση, την εισαγωγή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ χρεώστη και πιστωτών, την εξωδικαστική διαμεσολάβηση, και την αξιολόγηση με πραγματικά χρηματοοικονομικά και εμπορικά κριτήρια της βιωσιμότητας μιας επιχείρησης.

Όμως χρειαζόμαστε κάτι διαφορετικό σε ένα μικροοικονομικό περιβάλλον που κυριαρχείται από επιχειρήσεις «ζόμπι», που ενώ θα έπρεπε να είχαν κλείσει με το απαραίτητο κούρεμα, συνεχίζουν να παρα-λειτουργούν στη σκοτεινή πλευρά της οικονομίας, προκαλώντας αθέμιτο ανταγωνισμό και οδηγώντας στην εξουθένωση και τις νυν υγιείς επιχειρήσεις.

Ειδικά όταν ο νέος μηχανισμός του νόμου 4469/2017, επιβάλει μια σειρά από διαδικασίες και προϋποθέσεις που δεν θα μπορέσουν να ακολουθήσουν η συντριπτική πλειοψηφία των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων από ξεπερνούν αριθμητικά το 95% του συνόλου.

Στο ερώτημα αν υπάρχει λύση εξόδου, δεν μπορούμε παρά να είμαστε θετικοί και δημιουργικοί.

Αλιεύοντας μεταξύ των προτάσεων που έχουν ήδη καταθέσει τα επιμελητήρια της χώρας  και οι κοινωνικοί εταίροι κρατούμε τη δημιουργία ενός Φορέα 2ης ευκαιρίας. Αυτός, θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και μετόχους τους εμπλεκόμενους φορείς (μέχρι την Ελληνική Ένωση Τραπεζών και θα προσφέρει υπηρεσίες στις μικρές επιχειρήσεις με βάση την τεχνογνωσία άλλων ευρωπαϊκών χωρών προσαρμοσμένης στις ελληνικές αναγκαιότητες:          

1.  διάχυση νέας κουλτούρας για 2η ευκαιρία

2.  άσκηση πίεσης για συμμετοχή σε εμπλεκομένους φορείς: κράτος, τράπεζες

3.  πρώτης επαφής και ψυχολογικής υποστήριξης στους επιχειρηματίες σε απόγνωση

4.  διάγνωσης και αξιολόγησης των βασικών προβλημάτων στη λειτουργία της επιχείρησης

5.  αποτίμησης της βιωσιμότητας και παραπομπή σε ειδικότερους συμβούλους (εθελοντές ή μη)

6.  διαμεσολάβησης και τελικής εξωδικαστικούς συμβιβασμού που θα οδηγεί σε κούρεμα και θα καταλήγει σε πτώχευση

Τέτοιες λύσεις, δίπλα σε άλλες που θα δίνουν την αναπτυξιακή κατεύθυνση, χρειάζεται σήμερα η επιχειρηματικότητα της χώρας μας. Λιγότερα φαραωνικά σχέδια που αφορούν λίγους και περισσότερα «soft» εργαλεία για τολμηρές αποφάσεις. Η κυβέρνηση δεν έχει παρά να ρωτήσει τους φορείς που τα έχουν ήδη σχεδιάσει.

* Ο κ. Στέφανος Κομνηνός είναι Αναλυτής Αγορών.