Του Ανδρέα Παλευρατζή*
Αποτελεί πλέον κοινό τόπο η τρομακτική αύξηση της ανεργίας, που παρατηρείται τα τελευταία 7 χρόνια, που η Ελλάδα μαστίζεται από την οικονομική κρίση. Τα μεγάλα αυτά ποσοστά ανεργίας εκτινάσσονται στους νέους και στις ευπαθείς κοινωνικά ομάδες. Η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η αδυναμία εξεύρεσης απασχόλησης γίνονται πιο έντονες σε περιοχές, όπως αυτές της Β' Πειραιά, της Δυτικής Αθήνας, της Ηπείρου, οι οποίες έχουν πληγεί από την αποβιομηχάνιση της χώρας μας και την αδυναμία εξεύρεσης ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, που να μπορεί να στηρίξει οικονομικά τον πληθυσμό στις συνθήκες της κρίσης.
Η τελευταία τριετία διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έχει κάνει πιο έντονα τα φαινόμενα, αφού, αντί να δώσει διεξόδους στο ενεργό ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μας για την εξεύρεση εργασίας, για την δημιουργία νέων ευκαιριών απασχόλησης, περιορίζεται, εσκεμμένα, σε μια διαχείριση της φτώχειας. Αντί να δαπανά κονδύλια, εθνικά και διεθνή, για την προσέλκυση επενδύσεων, την επιμόρφωση και πρόσληψη ανέργων, την ενίσχυση νέων επιχειρηματικών προσπαθειών, την επανεκπαίδευση και επιστροφή στην εργασία των μακροχρόνια ανέργων, προτιμά να μοιράζει επιδόματα αλληλεγγύης, κάρτες σίτισης, κοινωνικά τιμολόγια, να διαχειρίζεται την φτώχεια, επενδύοντας σε αυτήν. Δράσεις, οι οποίες είναι αναγκαίες για ένα σύγχρονο κράτος πρόνοιας μεν, καθίστανται όμως προβληματικές, όταν αυτές απευθύνονται σε συνεχώς αυξανόμενα τμήματα του πληθυσμού, ιδίως μάλιστα του ενεργού πληθυσμού, που θα μπορούσε να συντελέσει στην ανάπτυξη της χώρας μας, στην αύξηση του ΑΕΠ και στην, εν τέλει, μείωση της ανεργίας.
Η ΝΔ είναι σταθερά προσανατολισμένη προς την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, για την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, προκειμένου να καταπολεμηθεί η ανεργία. Γι' αυτό και είναι πολύ σημαντικό το ότι το πρώτο προσυνέδριό της, με θέμα τους εργαζόμενους και τους ανέργους, πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια, ένα δήμο της Β' Πειραιά, που, στο σύνολό της μαστίζεται από την ανεργία.
Ένας τομέας ανάπτυξης της οικονομίας, ο οποίος δυστυχώς έχει αφεθεί να κυριαρχείται από την αριστερά είναι αυτός της «κοινωνικής οικονομίας». Η κοινωνική οικονομία αναπτύσσεται για να καλύψει εκείνες τις ανάγκες της κοινωνίας για τις οποίες δεν διατίθεται ο ιδιωτικός τομέας εξαιτίας της απουσίας υψηλού κέρδους και δεν δύναται ο κρατικός τομέας να συμβάλει λόγω της απουσίας δημοσιοοικονομικών και χρηματοοικονομικών μέσων, ιδίως στη σημερινή εποχή. Ο τομέας αυτός άλλωστε συνδυάζει την επιχειρηματικότητα με το κοινωνικό πρόσημο.
Εξάλλου, η Ε.Ε., μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, υποστηρίζει ενεργά την ίδρυση επιχειρήσεων κοινωνικής οικονομίας ως πηγή θέσεων απασχόλησης, ιδιαίτερα για ομάδες ατόμων που δυσκολεύονται να βρουν δουλειά για διάφορους λόγους, όπως π.χ. οι μακροχρόνια άνεργοι, τα άτομα με αναπηρίες και τα άτομα σε αγροτικές κοινότητες.
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις, αν και λειτουργούν ως εμπορικοί οργανισμοί, κύριος σκοπός τους είναι να υπηρετούν τις κοινότητές τους με έναν ή πολλούς τρόπους, καθώς δημιουργούν θέσεις εργασίας για άτομα που σε διαφορετική περίπτωση θα παρέμεναν άνεργα (π.χ. ομάδες εξειδικευμένων εργαζομένων που απειλούνται με ανεργία γιατί ο κλάδος τους βρίσκεται σε παρακμή, όσοι διαθέτουν λίγα ή καθόλου προσόντα, γονείς μονογονεϊκών οικογενειών, ΑμΕΑ κλπ.). Τέτοια παραδείγματα από τη διεθνή εμπειρία συνιστούν ένα κατάστημα ενδυμάτων από δεύτερο χέρι σε μια πόλη, που απασχολεί άτομα με αναπηρίες για τη συλλογή, ταξινόμηση, τον καθαρισμό και τη μεταπώληση ρούχων από δεύτερο χέρι, μια εταιρία σε μια αγροτική περιφέρεια, η οποία καταρτίζει γυναίκες με τις δεξιότητες που χρειάζονται οι τοπικές επιχειρήσεις, ή τις βοηθάει να αυτοαπασχοληθούν, εξυπηρετώντας τον κλάδο του τουρισμού ή πουλώντας τοπικά γεωργικά προϊόντα κλπ. Γίνεται σαφές εξάλλου, ότι ακόμα και νεοφυείς επιχειρήσεις θα μπορούσαν να αναπτυχθούν ως κοινωνικές επιχειρήσεις, συνδυάζοντας έτσι την καινοτομία με το κοινωνικό πρόσημο.
Αν και διάφορες μορφές κοινωνικής επιχειρηματικότητας υπάρχουν στην Ευρώπη ήδη από τη δεκαετία του 1980, εντούτοις στην Ελλάδα σχετικά πρόσφατα θεσμοθετήθηκε η μορφή της «κοινωνικής επιχείρησης», ενώ το θεσμικό της πλαίσιο τροποποιήθηκε το 2016.
Ακόμα και σήμερα, ο τρόπος αντιμετώπισης από την πολιτεία δεν βοηθάει στην ανάπτυξη κοινωνικών επιχειρήσεων. Αν και με την πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση οι κοινωνικές επιχειρήσεις εξαιρέθηκαν του τέλους επιτηδεύματος για την πρώτη πενταετία, εντούτοις ακόμη αντιμετωπίζονται φορολογικά όπως όλες οι εμπορικές επιχειρήσεις. Έτσι, αν και το 60% των κερδών πρέπει να διατίθεται για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη γενικότερη διεύρυνση της παραγωγικής της δραστηριότητας, εντούτοις, τα κέρδη της φορολογούνται με την κλίμακα που ισχύει για τις λοιπές εμπορικές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να μειώνεται το ποσό, το οποίο μπορεί να διατεθεί για το σκοπό αυτό.
Γίνεται λοιπόν σαφές, ότι καθίσταται αναγκαία η αλλαγή της αντιμετώπισης τέτοιων κοινωνικών επιχειρηματικών προσπαθειών με τη θέσπιση φοροαπαλλαγών, αναστολών καταβολής εισφορών για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κοκ. Περαιτέρω, θα ήταν χρήσιμη η θέσπιση κινήτρων που θα κάνουν ελκυστική την κοινωνική επιχειρηματικότητα, όπως η ελάφρυνση στο ύψος των εργοδοτικών εισφορών, που καταβάλουν για τους εργαζομένους σε αυτές, τη φορολογική αντιμετώπιση των δωρεών προς τις κοινωνικές επιχειρήσεις, την εξαίρεσή τους από τον ΕΝΦΙΑ, σε περίπτωση που για την εκπλήρωση του σκοπού τους αποκτούν, είτε εξ ιδίων χρημάτων ή από δωρεές, ακίνητα. Ταυτόχρονα όμως θα πρέπει να θεσπιστούν αυστηρά κριτήρια μέτρησης της αποτελεσματικότητας των κοινωνικών επιχειρήσεων και του κοινωνικού τους αποτυπώματος (social impact), ώστε να μην γίνεται κατάχρηση των προνομίων, που θα χορηγηθούν σε αυτές.
Ο μόνος δρόμος για να μπορέσει να βγει η κοινωνία μας από το τέλμα της ανεργίας είναι η τόνωση της κάθε μορφής υγιούς επιχειρηματικότητας με ταυτόχρονη εκμετάλλευση όλων των εργαλείων και των χρηματοδοτικών ροών, που παρέχουν τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και άλλοι διεθνείς θεσμοί. Και τον δρόμο αυτό ξέρει να τον διαβεί καλύτερα και με επιτυχία μόνο η Νέα Δημοκρατία.
* Ο κ. Ανδρέας Παλευρατζής είναι δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, πολιτικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, που έχει περάσει από τη διαδικασία του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών.