Του Δημήτρη Τσιόδρα*
Στις προεκλογικές εξαγγελίες του κ.Τσίπρα επαναλαμβάνονται σταθερά οι λέξεις «ανάπτυξη» και πολλά συνώνυμα των εκτάκτων επιδομάτων που παρουσιάζονται λίγες εβδομάδες προ των εκλογών ως «κοινωνικά μερίσματα», «13η σύνταξη» κ.λ.π. Η εκπλήρωση πολλών εκ των υποσχέσεων του Πρωθυπουργού αφορά το 2020 και μετά, δηλαδή την κυβέρνηση που θα σχηματιστεί μετά τις βουλευτικές εκλογές. Το νόημα σαφές: «Ψηφίστε με να εκλεγώ και να σας τα δώσω. Προσέξτε, γιατί αν εκλεγεί Μητσοτάκης δεν θα τα πάρετε, γιατί είναι νεοφιλελεύθερος και δεν θα τα δώσει».
Η λέξη που λείπει από τις ομιλίες του Αλ.Τσίπρα είναι οι «επενδύσεις». Και πώς να μην απουσιάζει όταν επι των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεκίνησε ούτε μία μεγάλη επένδυση, ενώ τέθηκαν κάθε είδους εμπόδια σε αυτές που βρίσκονταν στα σκαριά ή είχαν ήδη ξεκινήσει (Ελληνικό, Cosco, Σκουριές). Επίσης για να εξασφαλιστούν υπερπλεονάσματα προς διανομήν, έπεφτε διαρκώς “ψαλίδι” στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων στερώντας πόρους από την ανάπτυξη.
Το ύψος των επενδύσεων καθορίζει κατά κύριο λόγο την ανάπτυξη, το ετήσιο ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ. Το ερώτημα είναι αν το σημερινό επίπεδο των επενδύσεων μπορεί να διασφαλίσει την ανάπτυξη που υπόσχεται ο Πρωθυπουργός. Η απάντηση είναι κατηγορηματικά “όχι”. Η υγιής ανάπτυξη στηρίζεται στη διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας, σύμφωνα με τις κυριότερες οικονομικές σχολές, ακόμη και τη μαρξιστική. Χωρίς επενδύσεις δεν μπορεί να υπάρχει ανάπτυξη, να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, να υπάρξει αύξηση των εισοδημάτων των πολιτών. Ένας από τους σημαντικότερους λόγους για τον οποίο η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σημάδια ήπιας και όχι ισχυρής ανάκαμψης, μετά από 8 χρόνια συνεχούς μείωσης του ΑΕΠ είναι οι αδύναμες επενδυτικές επιδόσεις της οικονομίας.
Σήμερα λοιπόν πραγματοποιούνται δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις περίπου 22 δις ευρώ, οι οποίες αποτελούν το 11% του ΑΕΠ της χώρας, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη το ποσοστό αυτό ξεπερνάει το 20%. Για να επιστρέψει η Ελλάδα στα προ κρίσης επίπεδα εισοδημάτων πρέπει να πραγματοποιούνται οι περίπου διπλάσιες επενδύσεις, δηλαδή 40-45 δις ευρώ το χρόνο, ώστε να διασφαλίζεται ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ τουλάχιστον 4%. Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, το ύψος των επενδύσεων που απαιτούνται για να καλυφθεί μέσα στην επόμενη πενταετία το επενδυτικό κενό της χώρας ανέρχεται στα 100 δισ. Πρόκειται για ένα ποσό που ισοδυναμεί με 12 επενδύσεις όπως του Ελληνικού, 170 επενδύσεις όπως του ΟΛΠ ή 115 επενδύσεις όπως του ΟΛΘ.
Πόσο κοντά σε αυτούς τους στόχους βρίσκεται η ελληνική οικονομία; Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (επενδύσεων) διαμορφώθηκε το 2018 στα €20,6 δισεκατομμύρια σε τρέχουσες τιμές καταγράφοντας ετήσια πτώση €2,7 δις ή -11,4% από ετήσια αύξηση €2 δις ή 9,2% το 2017.
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το 2018 ήταν το 8ο διαδοχικό έτος κατά το οποίο το επίπεδο των επενδύσεων παγίων στην ελληνική οικονομία υπολείφθηκε του αντιστοίχου επιπέδου των αποσβέσεων, πράγμα που σημαίνει ότι οι επενδύσεις παγίων που πραγματοποιούνται στην Ελληνική οικονομία δεν επαρκούν για να αντικαταστήσουν το φυσικό κεφάλαιο που φθείρεται ή απαξιώνεται, με αποτέλεσμα να συρρικνώνονται οι παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επενδυτική καχεξία (αρνητική καθαρή επένδυση) κάθε έτους επηρεάζει αρνητικά όχι μόνο το ΑΕΠ του επόμενου έτους, αλλά των επόμενων ετών. Η συνεχής μείωση των παραγωγικών δυνατοτήτων επί σειρά ετών αποτελεί παράγοντα που οδηγεί σε συρρίκνωση των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας.
Η οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν διαμορφώνεται βάσει των μεσομακροπρόθεσμων αναγκών και προοπτικών της Ελληνικής οικονομίας, αλλά βάσει του στόχου παραμονής του στην εξουσία. «Δός ημιν σήμερον...». Αύριο ας τα βρούν οι επόμενοι. Κι όσο πιο δύσκολα γι'' αυτούς, τόσο το καλύτερο για μας.. Ετσι σκέφτονται στο επιτελείο του κ.Τσίπρα. Αυτός είναι ο λόγος που η λέξη «επενδύσεις» απουσιάζει από το λεξιλόγιο του ΣΥΡΙΖΑ. Το αύριο όμως μπορεί να είναι καλύτερο από το σήμερα, μόνο αν έχεις επενδύσει σε αυτό. Χρειάζεται άλλη νοοτροπία και πολιτικές που θα ευνοούν τις επενδύσεις. Αλλά το μόνο που ενδιαφέρει τον Αλ.Τσίπρα είναι πώς θα κοροϊδέψει κάποιους για να τους κλέψει την ψήφο και να συγκρατήσει τα ποσοστά του. Αντιθέτως για τον Κυριάκο Μητσοτάκη η αύξηση των επενδύσεων είναι το κλειδί για να βγει η χώρα από το τέλμα.
* Ο κ. Δημήτρης Τσιόδρας είναι δημοσιογράφος, υποψήφιος βουλευτής της ΝΔ στην Α'' Αθηνών.